Πριν από εξήντα χρόνια η Σοβιετική Ενωση προέβη στην πυροδότηση του πιο ισχυρού πυρηνικού όπλου που έχει κατασκευαστεί έως σήμερα στον κόσμο, 3.333 φορές πιο ισχυρού και καταστροφικού από τη βόμβα που αφάνισε τη Χιροσίμα τον Αύγουστο του 1945. Η δοκιμή της πανίσχυρης Tsar Bomba στο αρχιπέλαγος της Νόβαγια Ζέμλια στον Αρκτικό Ωκεανό την 30η Οκτωβρίου του 1961 συγκλόνισε την πολιτική και στρατιωτική ηγεσία των ΗΠΑ, θέτοντας, συγχρόνως, επί τάπητος μια σειρά από καίρια ερωτήματα.
«Πώς έπρεπε να αντιδράσουν οι ΗΠΑ; Χρειαζόταν η χώρα ισχυρότερα και πιο καταστροφικά όπλα; Μήπως θα ήταν πιο συνετό να μην αντιδράσουν; Ποιος ήταν ο καλύτερος τρόπος για να προστατευτεί το έθνος από τον θανατηφόρο ενθουσιασμό ενός επιθετικού εχθρού;», αναφέρει χαρακτηριστικά σε κείμενό του ο Γουίλιαμ Μπροντ των New York Times.
Ο βραβευμένος με Πούλιτζερ αμερικανός δημοσιογράφος αναφέρει πως οι νυν υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής στις ΗΠΑ καλούνται σήμερα, εξήντα χρόνια μετά, να απαντήσουν σε παρόμοια ερωτήματα, καθώς οι κύριοι αντίπαλοί τους στη διεθνή σκηνή αποκτούν υπερσύγχρονα συστήματα μεταφοράς των πυρηνικών όπλων που διαθέτουν.
Απόρρητα έγγραφα
Στο άρθρο του επικαλείται μια νέα μελέτη βασισμένη σε απόρρητα έγγραφα που κοινοποιήθηκαν πρόσφατα και αποκαλύπτουν ότι την απάντηση στα παραπάνω ερωτήματα που απασχόλησαν τη στρατιωτική και πολιτική ηγεσία των ΗΠΑ πριν από μία εξηκονταετία έδωσε με αναπάντεχο τρόπο ο πρόεδρος Τζον Φιτζέραλντ Κένεντι. Επειτα από τη δοκιμή της πανίσχυρης Tsar Bomba «επέλεξε όχι μόνο να αγνοήσει τις εκκλήσεις του στρατού για πιο φονικά όπλα, αλλά και να προωθήσει και να υπογράψει μια συνθήκη μεταξύ Δύσης και Ανατολής που θα απέτρεπε την ανάπτυξη περισσότερων υπερόπλων», εξηγεί ο Γουίλιαμ Μπροντ.
«Το ζήτημα έφτασε μέχρι τη κορυφή. Είναι ξεκάθαρο πως o Κένεντι αμφιταλαντευόταν. Αλλά αποφάσισε να μην πάρει την κατεύθυνση της βόμβας», σημείωσε σε συνέντευξη που παραχώρησε στη νεοϋορκέζικη εφημερίδα, ο Αλεξ Γουέλερσταϊν, ιστορικός της Επιστήμης στο Stevens Institute of Technology του Νιου Τζέρσι και συντάκτης της νέας μελέτης που δημοσιεύτηκε την περασμένη εβδομάδα στην επιθεώρηση Bulletin of the Atomic Scientists.
Η Βόμβα του Τσάρου είχε ισχύ 50 μεγατόνων, ήταν δηλαδή ισοδύναμη με 50 εκατομμύρια τόνους συμβατικών εκρηκτικών. Πέρυσι, η Υπηρεσία Πυρηνικής Ενέργειας της Ρωσίας, δημοσιοποίησε ένα πρώην απόρρητο βίντεο στο οποίο καταγράφεται η προετοιμασία για τη δοκιμή καθώς και η πυροδότηση του σοβιετικού υπερόπλου. «Η εκτυφλωτική λάμψη και το ανατριχιαστικό μανιτάρι μαρτυρούσαν την τεράστια ισχύ του. Η ραδιενέργειά του εκτινάχτηκε στην στρατόσφαιρα και περιστρεφόταν γύρω από τον πλανήτη επί χρόνια», αναφέρει ο αμερικανός δημοσιογράφος.
Οι μεγα-βόμβες υδρογόνου
Ομως στη μελέτη του ο δρ. Γουέλερσταϊν επισημαίνει πως η Σοβιετική Ενωση δεν ήταν η μόνη πυρηνική δύναμη που επιδίωκε να αναπτύξει πανίσχυρα και άκρως καταστροφικά όπλα, καθώς ανάλογη πορεία ήταν πανέτοιμες να ακολουθήσουν και οι Ηνωμένες Πολιτείες. Τα αμερικανικά σχέδια για την ανάπτυξη φονικών όπλων εστιάζονταν κυρίως στις βόμβες υδρογόνου, οι οποίες κατά τα χρόνια μετά το τέλος του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου αποδείχτηκαν σχεδόν χίλιες φορές πιο καταστροφικές από τα πυρηνικά όπλα που έπληξαν την Ιαπωνία.
Στη μελέτη του ο δρ. Γουέλερσταϊν επικαλείται τον Εντουαρντ Τέλερ, τον «πατέρα της βόμβας υδρογόνου», ο οποίος κατά τη διάρκεια μίας συνάντησης των μελών της Επιτροπής Ατομικής Ενέργειας των ΗΠΑ το 1954 ανακοίνωσε πως εργαζόταν μαζί τους συναδέλφους και τους συνεργάτες του για την κατασκευή δύο πανίσχυρων βομβών, ισχύος 1.000 μεγατόνων η πρώτη και 10.000 μεγατόνων η δεύτερη.
Οι περισσότεροι από τους επιστήμονες που συμμετείχαν στη μυστική συνάντηση «σοκαρίστηκαν» με την αποκάλυψη του, σε αντίθεση με την ηγεσία των ενόπλων δυνάμεων της Αμερικής. Το 1958 ο επικεφαλής του Γενικού Επιτελείου Αεροπορίας διέταξε την εκπόνηση έρευνας με στόχο την ανάπτυξη πυρηνικών όπλων ισχύος 1.000 μεγατόνων.
Αλλά ο αρχικός ενθουσιασμός για την κατασκευή βομβών που θα ήταν διακόσιες φορές πιο καταστροφικές από τη Βόμβα του Τσάρου που επρόκειτο να πυροδοτήσουν οι Σοβιετικοί έπειτα από μία τριετία, κόπασε όταν διαπιστώθηκε πως «η θανατηφόρα ραδιενέργεια ενδεχομένως να μην περιοριζόταν στην επικράτεια ενός εχθρικού κράτους».
Το τελικό σχέδιο
Ωστόσο, έως ότου να αναλάβει ο Τζον Κένεντι τη διακυβέρνηση των ΗΠΑ, τον Ιανουάριο του 1961, είχαν ήδη καταστρωθεί τα σχέδια για την κατασκευή μιας λιγότερο καταστροφικής βόμβας, ισχύος 100 μεγατόνων που θα είχε πλάτος 1,8 και μήκος 3,6 μέτρα, ούτως ώστε να μεταφέρεται απρόσκοπτα στο εσωτερικό ενός μεγάλου βομβαρδιστικού αεροσκάφους. Μετά την πυροδότηση της Βόμβας του Τσάρου τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς η κατασκευή της κατέστη αυτομάτως ζήτημα εθνικής ασφάλειας.
Στην εργασία του ο δρ. Γουέλερσταϊν αναφέρει πως τους τελευταίους μήνες του 1962 ο υπουργός Αμυνας των ΗΠΑ Ρόμπερτ Μακναμάρα πληροφορήθηκε ότι η Επιτροπή Ατομικής Ενέργειας ήταν έτοιμη να κατασκευάσει το αμερικανικό αντίστοιχο της Tsar Bomba. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών οι πειραματικές συσκευές θα ήταν έτοιμες για την πραγματοποίηση δοκιμών έως το τέλος του 1963. Ομως εκείνη την χρονιά «ο πρόεδρος Κένεντι διέκρινε μία διέξοδο από τη διαφαινόμενη κούρσα των εξοπλισμών», σημειώνει ο Γουίλιαμ Μπροντ στο κείμενό του.
Επιδιώκοντας τον δραστικό περιορισμό των άκρως αρνητικών συνεπειών των δοκιμών πυρηνικών όπλων στην ατμόσφαιρα, οι πυρηνικοί επιστήμονες της αμερικανικής κυβέρνησης είχαν ανακαλύψει πώς να δοκιμάζουν τα όπλα τους κάτω από την επιφάνεια της Γης, στην έρημο της Νεβάδα συγκεκριμένα, όπου πυρηνικά όπλα δοκιμάζονταν υπογείως έως το τέλος του Ψυχρού Πολέμου το 1991.
Η πρόταση Κένεντι
Τον Ιούνιο του 1963 ο JFK παρουσίασε την πρότασή του για την υπογραφή μίας συνθήκης με τους Σοβιετικούς με στόχο τη διεξαγωγή δοκιμών πυρηνικών όπλων αποκλειστικά σε υπόγειες τοποθεσίες. «Δηλώνω τώρα ότι οι ΗΠΑ δεν προτίθενται να διεξάγουν πυρηνικές δοκιμές στην ατμόσφαιρα, εφόσον δεν προτίθενται και άλλα κράτη», ανέφερε ο Κένεντι κατά τη διάρκεια ομιλίας του στο American University της Ουάσιγκτον, προσθέτοντας πως η δήλωσή του «δεν αποτελεί υποκατάστατο μιας επίσημης δεσμευτικής συνθήκης αλλά ευελπιστώ πως θα μας βοηθήσει να καταλήξουμε σε μία».
Τελικά η Συνθήκη Απαγόρευσης Δοκιμών Πυρηνικών στην Ατμόσφαιρα, στο Διάστημα και Κάτω από το Νερό υπογράφηκε τον Αύγουστο του 1963 και επικυρώθηκε από την αμερικανική Γερουσία τον Οκτώβριο της ίδιας χρονιάς. «Για πρώτη φορά καταφέραμε να καταλήξουμε σε μία συμφωνία που μπορεί να περιορίσει τους κινδύνους αυτής της εποχής», είχε αναφέρει τότε ο Τζον Κένεντι, μόλις 46 ημέρες πριν τερματιστεί με τον πλέον τραγικό τρόπο η δική του εποχή το μεσημέρι της Παρασκευής 22 Νοεμβρίου στο Ντάλας του Τέξας.
Η Συνθήκη, ωστόσο, που συνήφθη με δική του πρωτοβουλία όχι μόνον άντεξε κατά τα χρόνια του Ψυχρού Πολέμου αλλά συνέβαλε στο να καταστούν κανόνας οι υπόγειες δοκιμές πυρηνικών όπλων. Η ΕΣΣΔ δεν την παραβίασε ποτέ ενώ η Γαλλία και η Κίνα που ποτέ δεν την υπέγραψαν, πραγματοποίησαν τις τελευταίες ατμοσφαιρικές πυρηνικές δοκιμές το 1974 και το 1980 αντίστοιχα.
Σύμφωνα με τον δρ Γουέλερσταϊν, το ότι η ανθρωπότητα δεν έζησε, τελικά, παρότι έφτασε στα πρόθυρά της, την εποχή των υπερβομβών που πολλοί πίστευαν πως ήταν αναπόφευκτο να επέλθει, θα πρέπει να μας υπενθυμίζει πόσο «παράλογα επικίνδυνη» θα μπορούσε να έχει καταστεί η κούρσα των πυρηνικών εξοπλισμων.