Πριν λίγες μέρες, 1η Αυγούστου, το Netflix έβγαλε στον «αέρα», στη σειρά «Untold», την άγνωστη ιστορία του Τζέικ Πολ. Εντάξει, δεν είναι και τόσο άγνωστη, αν σκεφτεί κανείς ότι ο Τζέικ, μαζί με τον αδελφό του, επίσης σταρ του YouTube, Λόγκαν Πολ, από τα δεκαέξι τους χρόνια, στα κανάλια τους, έχουν βγάλει στη φόρα κάθε προσωπική, χαβαλεδιάρικη, εκκεντρική έως και βλακώδη στιγμή τους. Η επιτυχία με τις φάρσες και ό,τι άλλο κατέβαινε στο, εφευρετικό, είναι αλήθεια, μυαλό τους, ήρθε σαν παλλιροιακό κύμα που σκέπασε την αμερικανική νεολαία του Tube, του Insta και του Tik-Tok. Ενδεικτικό; Ήδη στα 17 του χρόνια ο Τζέικ αγόρασε ένα σπίτι αξίας 7 εκατ. δολαρίων. Εννοείται πως έχει πολλά περισσότερα. Πέρυσι έβγαλε γύρω στα 40 εκατ. δολάρια και, πλέον, το έχει γυρίσει στο μποξ.
Οχι, δεν είχε καμία σχέση με το αντικείμενο, δέχθηκε την κατακραυγή από πολλούς επαγγελματίες καθώς δεν τον αναγνώριζαν ως πραγματικό μποξέρ, τα έβαλε με το παντοδύναμο UFC, που οργανώνει αγώνες ΜΜΑ (Mixed Martial Arts), δηλαδή ό,τι πιο αιμοβόρο και σκληρό υπάρχει στο σύμπαν των πολεμικών τεχνών, και, μετά από ένα σερί 6-1 νικών/ηττών του, άρχισε να λαμβάνει την αναγνώριση που τόσο αναζητά η ψυχή του Τζέικ. Το Σάββατο (έχουμε διαφορά οκτώ ωρών) στο Ντάλας του Τέξας, θα έχει απέναντί του, τον Νέιτ Ντίαζ. Τον άνθρωπο που, παρότι αιμόφυρτος, κατάφερε να κάνει το «choke», στη γλώσσα των πολεμικών τεχνών (και, κυρίως του βραζιλιάνικου ζίου-ζίτσου) το «κεφαλοκλείδωμα» στον άλλον σταρ των ΜΜΑ, τον Ιρλανδό Κόνορ ΜακΓκρέγκορ.
Ολοι συμπαθούν τον Ντίαζ. Είναι τραχύς, δεν δίνει δεκάρα για τα μίντια, δεν τον ενδιαφέρουν τα κλικ, μπορεί να είναι και ελαφρώς δυσλεκτικός. Είναι ορίτζιναλ μαχητής που ξεκίνησε από τις κακόφημες γειτονιές του Στόκτον, στην Καλιφόρνια, για να καταλήξει επαγγελματίας, μαζί με όλο τον δύσκολο δρόμο που συνεπάγεται η διαδρομή. Αντίστοιχα, οι περισσότεροι αντιπαθούν τον Τζέικ. Τυχαίο που με το που μπαίνει στο ρινγκ, μεγάλο μέρος των κατάμεστων κερκίδων φωνάζει «Fuck Jake Paul»;
Οπως και να ‘χει, ο τελευταίος έχει δώσει μια επιχειρηματική ανάσα στο μποξ. Ακόμα και ο πολύς Μάικ Τάισον δηλώνει θαυμαστής του καθώς ο Τζέικ έχει καταφέρει να φέρει χρήμα, να γεμίζει στάδια και να τονώνει ένα σπορ, το μποξ, που μέχρι πρόσφατα φαινόταν να έχει «πεθάνει» καθώς είχε φάει γερό άπερκατ δημοτικότητας από τους αγώνες MMA του UFC. Βλέπετε, το κοινό εθίζεται στη βαρβαρότητα ρωμαϊκής αρένας και το μποξ ήταν σε σταθερή κάμψη τηλεθέασης και εισιτηρίων. Λέγεται, λοιπόν, πως ο Τζέικ Πολ, ουσιαστικά, «μετέφερε» τους αμέτρητους ακολούθους του στο μποξ, έκανε την πιο έξυπνη επιχειρηματική κίνηση και ξανάφερε το μποξ στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος.
Εν τω μεταξύ, αυτές τις μέρες ο ινφλουένσερ παύλα μποξέρ με τους 20 εκατομμύρια ακολούθους στο YouTube και μόνο, απέκτησε και μια μπιμπικωτή Ferrari 296 GTB. Όπως λέει, την αγόρασε έναντι 421.000 δολάρια. Στην Ελλάδα θα σου κόστιζε διπλά, Τζέικ…
Με το που πήγε, λοιπόν, και την παρέλαβε, εννοείται, άρχισε να τραβάει και το σχετικό βίντεο – όλη η ζωή του σε βίντεο είναι. Λίγη ώρα μετά αφού έφυγε από τον ντίλερ, δεν έχασε την ευκαιρία και άρχισε να τη «σκίζει». Κανονικά, η Ferrari συστήνει ένα ροντάρισμα, ένα στρώσιμο, μέχρι κάποιο αριθμό χιλιομέτρων που να μην υπερβαίνονται κάποιες στροφές του κινητήρα. Όμως ο Τζέικ Πολ δεν ξέρει από συστάσεις. Άρχισε τα «ντόνατς», να την πηγαίνει στον κόφτη και έκανε ό,τι άλλο μπορούσε ώστε να αρχίσουν να ανάβουν, σα χριστουγεννιάτικο δέντρο, τα λαμπάκια δυσλειτουργίας στο ταμπλό της Ferrari, μαζί με την ένδειξη να επισκεφτεί το συντομότερο το σέρβις. Δεν νομίζω όποιος έχει αντιληφθεί τι παιδί είναι ο Τζέικ Πολ θα ανέμενε να της φερθεί πιο ευγενικά. Αν είχε στόμα η ταλαίπωρη Ferrari, μάλλον θα φώναζε κι αυτή «Fuck Jake Paul». Περισσότερες αποκαλύψεις στο βίντεο που «ανέβασε» στο λογαριασμό του ο Τζέικ.