Οι δύο κατά Γουόλζ «αλλόκοτοι» αντίπαλοι των Δημοκρατικών, Τζέι Ντι Βανς και Ντόναλντ Τραμπ: η λέξη λειτουργεί καλύτερα από το «φασίστες» | REUTERS/ CreativeProtagon
Θέματα

Πώς μια απλή λέξη τρελαίνει τον «μετρ της προσβολής» Τραμπ

Ο χαρακτηρισμός του ως «weird» («αλλόκοτος») από τον Δημοκρατικό υποψήφιο αντιπρόεδρο Τιμ Γουόλζ έχει ενοχλήσει υπερβολικά τον υποψήφιο των Ρεπουμπλικανών και πιθανόν να παίξει κομβικό ρόλο στην εκλογική επικράτηση των Δημοκρατικών
Protagon Team

Αν υπάρχει μια λέξη του καλοκαιριού, ίσως και της χρονιάς –και ενδεχομένως μιας ολόκληρης εποχής–, όπως γράφει σε άρθρο του ο Τζανλούκα Μερκούρι της Corriere della Sera, είναι η αγγλική λέξη «weird»: περίεργος ή, καλύτερα, αλλόκοτος στα ελληνικά. Πρόκειται για τον όρο με την οποίο ο κυβερνήτης της Μινεσότα, Τιμ Γουόλζ, πριν ακόμη επιλεγεί από την Κάμαλα Χάρις ως υποψήφιος αντιπρόεδρός της, άλλαξε τον ρου της προεκλογικής εκστρατείας ενόψει των εξαιρετικά κρίσιμων προεδρικών εκλογών της 5ης Νοεμβρίου.

Ο Γουόλζ αναφερόταν, φυσικά, στον Ντόναλντ Τραμπ και στο Νο 2 του ψηφοδελτίου του, τον Τζέι Ντι Βανς, όταν –σε μια τηλεοπτική συνέντευξη στα μέσα Ιουλίου– επέλεξε το συγκεκριμένο επίθετο για να χαρακτηρίσει τους υποψηφίους του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος για την προεδρία και την αντιπροεδρία των ΗΠΑ.

Ο ιταλός αρθρογράφος κάνει λόγο για μια «λεκτική επανάσταση» που σημείωσε τεράστια επιτυχία. Συνέβαλε σίγουρα στην επιλογή του Τιμ Γουόλζ ως υποψηφίου αντιπροέδρου από την Κάμαλα Χάρις, ενώ θα μπορούσε επίσης να συμβάλει, εν τέλει, στην ήττα των «αλλόκοτων» Τραμπ και Βανς σε περίπου δύο μήνες από σήμερα.

Εν τω μεταξύ, σηματοδότησε μια καμπή σε ολόκληρη την προεκλογική εκστρατεία των Δημοκρατικών, κυρίως από την άποψη της επικοινωνίας, αλλά και όσον αφορά το περιεχόμενό της, το οποίο είναι αυτό που πρέπει να έχει μεγαλύτερη σημασία: οι Δημοκρατικοί ισχυρίζονται, φέρνοντας πολλά επιχειρήματα, ότι το ζήτημα είναι η προάσπιση της αμερικανικής δημοκρατίας και ο τρόπος με τον οποίο μεταδίδεται το εν λόγω μήνυμα είναι καθοριστικός, όπως είναι –περισσότερο μάλιστα– και το πώς γίνεται αντιληπτό από τους αμερικανούς ψηφοφόρους

Ο Τζανλούκα Μερκούρι γράφει πως το υπαρξιακό δράμα της αμερικανικής Αριστεράς είναι το δράμα της Αριστεράς παντού στον κόσμο: έγκειται στο ότι, εδώ και δεκαετίες, θεωρείται πως δεν αντιπροσωπεύει πλέον τους πιο αδύναμους, αλλά τις ελίτ.

Δεν είναι τυχαίο ότι οι δεξιές δυνάμεις και οι σχολιαστές που τις υποστηρίζουν και της προωθούν έφτασαν στο σημείο να θεωρητικοποιήσουν ένα συστημικό «μίσος» του προοδευτικού κατεστημένου για τα κοινωνικά υποσύνολα που περιθωριοποιήθηκαν από την παγκοσμιοποίηση. Στην αμερικανική περίπτωση αυτοί ήταν οι λευκοί άνδρες της εργατικής τάξης, οι λεγόμενοι «forgotten men», που αισθάνονται ότι απειλούνται από τους μετανάστες και τις γυναίκες, χλευάζονται από τους φιλελεύθερους διανοούμενους και παραμελούνται, υπέρ διαφόρων  «δικαιωμάτων» και της «ιδεολογίας του φύλου»: δεν μπορούν ούτε να τα κατανοήσουν ούτε να τα ασπαστούν, και αυτό τους κάνει ακόμη πιο αντιδραστικούς.

Το κλισέ της «ντεμέκ Αριστεράς» εξακολουθεί να έχει μεγάλη πέραση, όχι αδίκως λαμβανομένου υπόψη, για παράδειγμα, ότι η Χίλαρι Κλίντον κατά την προεκλογική εκστρατεία της με αντίπαλο τον Ντόναλντ Τραμπ είχε χαρακτηρίσει αυτούς τους ξεχασμένους ανθρώπους «αξιοθρήνητους» (deplorable).

Στη συνέχεια, ωστόσο, η Αριστερά, τουλάχιστον η αμερικανική, κάτι έμαθε από το γεγονός πως ο Ντόναλντ Τραμπ ηττήθηκε από έναν ηλικιωμένο γηραιό και κάθε άλλο παρά ελιτιστή πολιτικό, τον οποίο ωστόσο αναγκάστηκε να αντικαταστήσει «με το εκλογικό του αντίθετο», όπως αναφέρει χαρακτηριστικά ο δημοσιογράφος της Corriere della Sera: μια μη λευκή γυναίκα, η οποία δεν διακρίθηκε ως αντιπρόεδρος, αλλά προκαλεί πολύ περισσότερο ενδιαφέρον ως υποψήφια για την προεδρία των ΗΠΑ – χάρη και στον υποψήφιο αντιπρόεδρό της, έναν λευκό άνδρα, έναν οικογενειάρχη, έναν δηλωμένο αλλά όχι υπερόπτη προοδευτικό όπως ο Γουόλζ, για τη μικρή «λεκτική επανάσταση» του οποίου γίνεται λόγος εδώ και εβδομάδες.

Οι ανησυχίες του Τόμας Φρίντμαν

Ορισμένες αρχικές αμφιβολίες για το εύρος αυτής της επανάστασης εξέφρασε ένας από τους κατεξοχήν φιλελεύθερους σχολιαστές των ΗΠΑ, ο Τόμας Φρίντμαν των New York Times, προσωπικός φίλος του Τζο Μπάιντεν και τακτικός καλεσμένος του για μεσημεριανό στον Λευκό Οίκο.

Λίγες ημέρες μετά τη συνέντευξη του Γουόλζ, ο Φρίντμαν έγραψε: «Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι αν οι Δημοκρατικοί έχουν κάποιες ελπίδες να κερδίσουν Πολιτείες-κλειδιά και να ξεπεράσουν το προβάδισμα του Τραμπ στο Κολέγιο των Εκλεκτόρων, πρέπει να διεισδύσουν μεταξύ λευκών ανδρών και γυναικών της εργατικής τάξης, δίχως πανεπιστημιακή μόρφωση, οι οποίοι, αν έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό, αυτό είναι ότι αισθάνονται υποτιμημένοι και ταπεινωμένοι από τις φιλελεύθερες, μορφωμένες, Δημοκρατικές ελίτ. Μισούν τους ανθρώπους που μισούν τον Τραμπ περισσότερο από όσο ενδιαφέρονται για τις πολιτικές του Τραμπ. Επομένως, το πιο ανόητο που θα μπορούσαν να κάνουν οι Δημοκρατικοί στην παρούσα φάση είναι να τους ταπεινώσουν περισσότερο ως “αλλόκοτους”».

Ο συλλογισμός του Φρίντμαν δεν εκπλήσσει ιδιαίτερα γιατί, όπως εξηγεί ο Τζανλούκα Μερκούρι, παρότι θεωρητικά είναι η επιτομή του αριστερού εβραίου διανοούμενου που μισούν οι λευκοί υποστηρικτές του Τραμπ, στην πραγματικότητα ανέκαθεν ήταν επικριτικός απέναντι στον προοδευτικό σνομπισμό.

Επομένως είναι φυσικό για τον Φρίντμαν να πιστεύει ότι ο χαρακτηρισμός του Τραμπ ως αλλόκοτου «του επιτρέπει να πει στους υποστηρικτές του ότι οι ελίτ του κατεστημένου τούς περιφρονούν, τους περιθωριοποιούν και τους θεωρούν “αουτσάιντερ”, “αλλόκοτους”. Το οποίο είναι τέλειο για το μήνυμα που απευθύνει ο Τραμπ στους οπαδούς του: ότι εκείνος δέχεται τα χτυπήματα και τα βέλη της ελίτ για λογαριασμό τους. Είναι μια απόσπαση της προσοχής από το μεγάλο θέμα στο οποίο πρέπει να επικεντρωθούν οι Δημοκρατικοί: πώς μπορεί να αναγεννηθεί η αξιοπρέπεια της εργασίας και η αξιοπρέπεια των εργαζομένων ανδρών και γυναικών.

»Δεν ξέρω τι είναι αρκετό για να κερδίσει η Χάρις, σίγουρα όμως ξέρω τι είναι απαραίτητο: ένα μήνυμα που επιβεβαιώνει την αξιοπρέπεια των Αμερικανών της εργατικής τάξης, όχι που την καταστρέφει. Εάν αυτή η εκστρατεία ξεπέσει στους χαρακτηρισμούς, πρόκειται για ένα πεδίο στο οποίο κανείς δεν μπορεί να νικήσει τον Τραμπ» έγραψε ο Φρίντμαν.

Σήμερα, ωστόσο, περισσότερο από έναν μήνα μετά την προειδοποίησή του προς τους Δημοκρατικούς και τους υποψηφίους τους για τον Λευκό Οίκο, φαίνεται πως μάλλον έκανε λάθος, καθώς η λέξη «weird», διαψεύδοντας τις απαισιόδοξες προβλέψεις του, αποδείχθηκε άκρως αποτελεσματική. Καταρχάς, ο Τιμ Γουόλζ δεν χαρακτήρισε «αλλόκοτους» τους οπαδούς του Τραμπ, αλλά τον ίδιο και τον υποψήφιο αντιπρόεδρό του. Σήμερα μπορεί να ειπωθεί πως όχι μόνο δεν απομάκρυνε τους Δημοκρατικούς από τους απλούς ψηφοφόρους, αλλά τους έφερε πιο κοντά, αυξάνοντας συγχρόνως τον ενθουσιασμό που επικρατεί στο προοδευτικό στρατόπεδο από τότε που η Κάμαλα Χάρις διαδέχθηκε τον Τζο Μπάιντεν στην κούρσα για τον Λευκό Οίκο.

Το γιατί εξηγεί σε άρθρο της η Τζεμάιμα Κέλι των Financial Times, υποστηρίζοντας πως η εξαιρετική επίδραση που είχε η χρήση της λέξης «αλλόκοτος» οφείλεται στο γεγονός ότι προσβάλλει απίστευτα τον Ντόναλντ Τραμπ. Και αν προσβάλλει κάποιον που θεωρείται μετρ της επικοινωνίας, τότε αυτό κάτι σημαίνει.

Μάλιστα, μόλις την περασμένη Πέμπτη, ο πρώην και ενδεχομένως μελλοντικός πρόεδρος των ΗΠΑ το επιβεβαίωσε ο ίδιος ότι τον προσβάλλει ο συγκεκριμένος χαρακτηρισμός, προσπαθώντας συγχρόνως να τον επιστρέψει στον Τιμ Γουόλζ: «Είναι αλλόκοτος, σωστά; Είναι αλλόκοτος. Δεν είμαι εγώ αλλόκοτος. Εκείνος είναι αλλόκοτος» είπε ο Τραμπ σε προεκλογική του συγκέντρωση στο Ουισκόνσιν.

Στη συνέχεια επέστρεψε στο θέμα με τρόπο που έδειχνε πόσο τον ενοχλεί αυτή η υπόθεση με το «weird». «Βλέπετε, αυτοί σκαρφίζονται ατάκες, έχουν πάντα ατάκες, και ένα από τα πράγματα που λένε είναι ότι ο Τζέι Ντι και εγώ είμαστε αλλόκοτοι. Δεν είμαστε – αυτός ο τύπος (ο Βανς) είναι τόσο ευθύς… Κάνει εξαιρετική δουλειά. Εξυπνος, κορυφαίος μαθητής, υπέροχος τύπος, και δεν είναι αλλόκοτος, και δεν είμαι αλλόκοτος ούτε εγώ. Εννοώ ότι είμαστε πολλά πράγματα, αλλά όχι αλλόκοτοι».

Αλλά γιατί από όλα όσα επικριτικά γράφονται και λέγονται για τον Τραμπ, περισσότερο τον ενοχλεί αυτό το επίθετο; Θεωρητικά, η «παραξενιά» του, η εκκεντρικότητά του, η αντισυμβατικότητά του από κάθε άποψη, από τον λόγο μέχρι τις χειρονομίες του, θα έπρεπε να ήταν ένα από τα δυνατά του σημεία. Πού οφείλεται, λοιπόν, η εμφανής ενόχληση του Ντόναλντ Τραμπ με τον όρο «αλλόκοτος»; Πώς εξηγείται η επιτυχία του χαρακτηρισμού στον οποίο προέβη ο Δημοκρατικός υποψήφιος αντιπρόεδρος της χώρας; Η Τζεμάιμα Κέλι καταδεικνύει τρεις λόγους, ενώ η ανάλυσή της ανατρέπει την ανάλυση και τις ανησυχίες του Τόμας Φρίντμαν.

Λόγος κατανοητός και αποτελεσματικός

Ο πρώτος λόγος, εξηγεί, «είναι απλώς πως είναι διασκεδαστικό – και το γέλιο είναι ωραίο. Μπορεί να πιστεύετε ότι ο Τραμπ αντιπροσωπεύει τη μεγαλύτερη απειλή για τη φιλελεύθερη δημοκρατία μετά τον Χίτλερ, ότι η δεύτερη θητεία του θα ήταν πιο τρομερή, δικτατορική και επιζήμια από την πρώτη, ότι είναι ο πιο επικίνδυνος υποψήφιος για την προεδρία που έχει υπάρξει ποτέ, αλλά καμία από αυτές τις προειδοποιήσεις δεν είναι πειστική ούτε αποτελεί κίνητρο για τον μέσο αναποφάσιστο ψηφοφόρο. Αντιθέτως, είναι το πείραγμα. Και αν ο Τραμπ φαινόταν ως ο μόνος ικανός να χρησιμοποιήσει αποτελεσματικά το χιούμορ με αντίπαλο τον Μπάιντεν, αυτό δεν συμβαίνει πλέον με τη Χάρις και τον Γουόλζ».

Ο δεύτερος λόγος που το επίθετο «weird» λειτουργεί θετικά για τους Δημοκρατικούς «είναι ότι στερείται κάθε ηθικής χροιάς. Ενα από τα πιο δυνατά σημεία του Τραμπ ήταν να παρουσιάζεται, παρά την προνομιακή ανατροφή του, ως άνθρωπος του λαού. Το να αποκαλείται κάποιος “αλλόκοτος” φέρνει αυτόν που προβαίνει στον χαρακτηρισμό στο σωστό επίπεδο: είναι κακός αλλά όχι αρκετά ώστε να θεωρείται δράστης χτυπήματος κάτω από τη ζώνη».

Τρίτον, μέσω του χαρακτηρισμού του Τραμπ ως αλλόκοτου, η αμερικανική Αριστερά κατάφερε να κολλήσει στην αντίπαλη παράταξη τον χαρακτηρισμό που τη στοιχειώνει εδώ και πολύ καιρό: «Μία από τις κύριες επιθετικές τακτικές της Δεξιάς τα τελευταία χρόνια ήταν να παρουσιάζει την Αριστερά ως “αλλόκοτη”: “αλλόκοτες” drag queens που διαβάζουν βιβλία στα παιδιά, “αλλόκοτοι” υποστηρικτές του δικαιώματος στην άμβλωση, που θέλουν να σκοτώνουν μωρά, “αλλόκοτες” γυναίκες που επιλέγουν να μην κάνουν παιδιά. Πρέπει να είναι μάλλον άβολο, λοιπόν, να σου λένε ξαφνικά ότι στην πραγματικότητα η δική σου πλευρά είναι η “ανατριχιαστική”».

Εν ολίγοις, το ρητορικό και πολιτικό κατόρθωμα του Γουόλζ είχε ακριβώς το αντίθετο αποτέλεσμα από εκείνο για το οποίο ανησυχούσε ο Φρίντμαν: έφερε τους Δημοκρατικούς πιο κοντά στους απλούς, λιγότερο μορφωμένους Αμερικανούς.

Στο MSNBC, ο συνυποψήφιος της Κάμαλα Χάρις είπε ακριβώς αυτό: «Οι φασίστες βασίζονται στο να κάνουμε πίσω, αλλά δεν φοβόμαστε τους αλλόκοτους ανθρώπους. Τρομάζουμε λίγο αλλά δεν φοβόμαστε». Και αμέσως μετά συμπλήρωσε πως «το έθνος ανακάλυψε αυτό που όλοι γνωρίζαμε στη Μινεσότα: αυτοί οι τύποι είναι απλά αλλόκοτοι».

Τι ακριβώς, έκανε, λοιπόν, ο Δημοκρατικός υποψήφιος αντιπρόεδρος των ΗΠΑ; Χρησιμοποιώντας τον όρο «αλλόκοτος» πέρασε από την κλασική ρητορική της αμερικανικής και παγκόσμιας Αριστεράς –που τείνει να συμπυκνώνει τις χειρότερες αντιδραστικές τάσεις της Δεξιάς στον όρο «φασίστας»– σε έναν πολύ πιο προσγειωμένο λόγο, λιγότερο προσβλητικό, πολύ πιο κατανοητό και αποτελεσματικό.

Το να προτείνεται να φυλακίζονται οι γυναίκες που επιλέγουν να κάνουν έκτρωση είναι σίγουρα φασιστικό, όπως και το να υποτιμώνται εκείνες που επιλέγουν να μην κάνουν παιδιά. Φασιστική είναι αναμφίβολα και η πρόταση των θεωρητικών του Project 2025 απόλυσης όλων των δημόσιων αξιωματούχων που δεν είναι απόλυτα πιστοί στον πρόεδρο, φασιστική είναι και η πρόθεση των (τραμπικών) δικαστών του Ανώτατου Δικαστηρίου να του προσφέρουν πλήρη ασυλία. Πρωτίστως, όμως, πρόκειται για περίεργες, αλλόκοτες αντιαμερικανικές απόψεις, όχι μόνο σε επίπεδο δημοκρατικών αρχών, αλλά κυρίως σε επίπεδο κοινής λογικής. Και το να αποκαλούνται αλλόκοτοι οι κύριοι υποστηρικτές τους λειτουργεί καλύτερα από το να αποκαλούνται φασίστες.

Με λίγα λόγια, «το θέμα είναι το εξής: επί του παρόντος οι Δημοκρατικοί νικούν τον Τραμπ παίζοντας το δικό του παιχνίδι. Ο διανοουμενισμός, η ηθικολογία, η υστερία σχετικά με την απειλή που αποτελεί ο Τραμπ για την παγκόσμια σταθερότητα, όλα αυτά ήταν πολύ βαρετά και καταθλιπτικά και πολύ προφανώς κομματικά για να γίνονται πειστικά. Ωστόσο, το να γελάει ο κόσμος με τον υποψήφιο που έχει εμμονή με τις “άτεκνες κυρίες με γάτες” είναι κάτι με το οποίο όλοι μπορούν να συμφωνήσουν» συνοψίζει η αρθρογράφος των Financial Times.