Οταν οι ηγέτες του ΝΑΤΟ μεταβούν στο Βίλνιους, την επόμενη εβδομάδα, για την ετήσια σύνοδο κορυφής της Συμμαχίας, θα καταδείξουν ότι ο οργανισμός, εκ νέου συσπειρωμένος γύρω από την υποστήριξη της Ουκρανίας, απέχει πολύ από το να είναι «εγκεφαλικά νεκρός», όπως το έθεσε ο γάλλος Πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν το 2019. Αλλά η νέα ζωτικότητα του ΝΑΤΟ έρχεται σε αντίθεση με ένα μεγαλύτερο πρόβλημα – η αποτυχία της Δύσης να πείσει τον υπόλοιπο κόσμο ότι έχει επίσης μερίδιο στην άμυνα της Ουκρανίας είναι ενδεικτική μιας ευρύτερης αλλαγής.
Σε έναν κόσμο ταχέως εξελισσόμενης δυναμικής ισχύος, μια σιωπηλή επανάσταση αναδιαμορφώνει την πολυμέρεια και αφήνει ολοένα περισσότερο πίσω τη Δύση και τους θεσμούς της. Για να παραφράσω τον υπουργό Εξωτερικών της Ινδίας, τα προβλήματα της Δύσης δεν είναι πλέον προβλήματα του κόσμου.
Αυτή η εξέλιξη μπορεί να αποτελεί έκπληξη για όσους, αμέσως μετά τον Ψυχρό Πόλεμο, είχαν στοιχηματίσει στη μετασχηματιστική ισχύ των θεσμών παγκόσμιας διακυβέρνησης μετά το 1945. Η επιλογή της Δύσης ήταν να τονίσει την οικουμενική φύση αυτών των θεσμών και να διευρύνει το πεδίο εφαρμογής τους. Η ελπίδα ήταν ότι φέρνοντας ακόμη και απείθαρχες χώρες στη σκηνή θα ήταν λιγότερο πιθανό να θέλουν να την κάψουν. Με τον καιρό, όπως υποστηριζόταν, θα καθίσταντο αυτό που ο τότε αναπληρωτής υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Ρόμπερτ Ζέλικ αποκαλούσε «υπεύθυνα ενδιαφερόμενα μέρη».
Αλλά αυτή η πρόβλεψη διαψεύστηκε, κυρίως επειδή η Κίνα, ο κύριος στόχος αυτής της προσέγγισης, δεν αναγκάστηκε ποτέ να επιλέξει μεταξύ της ενοποίησης και του αναθεωρητισμού. Αφού της δόθηκε μια θέση στο τραπέζι, ακολούθησε μια στρατηγική τριών αξόνων για την απόσπαση όσο το δυνατόν περισσότερης αξίας από τους παγκόσμιους θεσμούς, διατηρώντας ταυτόχρονα τη δική της κυριαρχία και χτίζοντας παράλληλους θεσμούς. Μεταξύ αυτών περιλαμβάνεται η ομάδα BRICS (Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία, Κίνα και Νότια Αφρική), η Νέα Αναπτυξιακή Τράπεζα και η Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων και Υποδομών, που προορίζονται να αποτελέσουν εναλλακτικές επιλογές ως προς την Ομάδα των Επτά (G7), το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα, αντίστοιχα.
Μόλις το 2008, στο πλαίσιο της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, η Δύση αντιλήφθηκε αυτν την πραγματικότητα. Εκτοτε μιμείται τις πρακτικές της ίδιας της Κίνας, προσπαθώντας να προωθήσει τα συμφέροντα και τις αξίες της με μια παρόμοια στρατηγική τριών σημείων. Οι Ηνωμένες Πολιτείες, για παράδειγμα, είναι εκ νέου δραστήριες στα Ηνωμένα Εθνη με στόχο την αναχαίτιση της κινεζικής επιρροής, ενώ ταυτόχρονα δημιουργούν τους δικούς τους παράλληλους θεσμούς – από το Συμβούλιο Εμπορίου και Τεχνολογίας ΕΕ-ΗΠΑ μέχρι τον Τετραμερή Διάλογο για την Ασφάλεια (πρόκειται για το αποκαλούμενο σχήμα Quad, με την Αυστραλία, την Ινδία και την Ιαπωνία) και το σύμφωνο ασφαλείας AUKUS (με την Αυστραλία και τη Βρετανία).
Οι Δυτικές κυβερνήσεις καταβάλλουν επίσης προσπάθειες για σύσφιξη των δεσμών μεταξύ των ευρωατλαντικών θεσμών και των θεσμών της Ασίας του Ειρηνικού, προσκαλώντας, για παράδειγμα, ασιάτες εταίρους στις συνόδους κορυφής του ΝΑΤΟ. Αλλά το πιο εντυπωσιακό είναι η νέα εστίαση σε κλειστές ομάδες για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, στους διασυνοριακούς δασμούς άνθρακα και στα εμπορικά μπλοκ. Εφαρμόζοντας αυτές τις ιδέες, η Δύση έχει υπονομεύσει περαιτέρω τους παγκόσμιους θεσμούς, καθιστώντας τους –κατ’ επέκταση και τον εαυτό της– ακόμη λιγότερο αξιόπιστους στα μάτια του υπόλοιπου κόσμου.
Το πρόβλημα, φυσικά, με αυτή την προσέγγιση μηδενικού αθροίσματος είναι ότι θα μπορούσε να καταστήσει την επίλυση πιεστικών παγκόσμιων προκλήσεων ακόμη πιο δύσκολη. Οσον αφορά την κλιματική αλλαγή, τον πόλεμο στην Ουκρανία και την απειλή μελλοντικών πανδημιών, οι θεσμοί παγκόσμιας διακυβέρνησης έχουν αποδειχθεί ανίκανοι να προσφέρουν συνεργατικές λύσεις, εν μέρει λόγω της απώλειας της αξιοπιστίας τους.
Πολλοί από εμάς θα θέλαμε το μοντέλο της παγκόσμιας διακυβέρνησης της δεκαετίας του 1990 να είχε λειτουργήσει, αλλά είναι δύσκολο να αρνηθούμε ότι η παλιά ηθική των «υπεύθυνων ενδιαφερομένων μερών» πρέπει τώρα να αντικατασταθεί από μια νέα ηθική, πιο κατάλληλη για έναν πολυπολικό κόσμο.
Δυστυχώς, οι Δυτικοί θα χρειαστεί να περιορίσουν τις φιλοδοξίες τους για καθολικούς θεσμούς, αντιμετωπίζοντάς τους λιγότερο ως πηγές λύσεων και περισσότερο ως τόπους ανταλλαγής πληροφοριών και διευκόλυνσης της διαχείρισης και της επίλυσης συγκρούσεων. Τα Ηνωμένα Εθνη δεν μπορούν να αποτρέψουν τον ανταγωνισμό μεταξύ μεγάλων δυνάμεων, αλλά μπορούν να συμβάλουν στη δημιουργία προστατευτικών κιγκλιδωμάτων.
Ο κόσμος χρειάζεται απεγνωσμένα να καταβάλει μεγαλύτερη προσπάθεια για να καταστήσει λιγότερο πιθανό τον πόλεμο –και όχι μόνο για την Ταϊβάν– και χρειάζεται ακόμη τη διπλωματία για να τερματίσει συγκρούσεις όπως αυτή στην Ουκρανία. Ο στόχος θα πρέπει να είναι αυτό που ο σύμβουλος Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ Τζέικ Σάλιβαν αποκαλεί «ανταγωνισμό χωρίς καταστροφή».
Η παγκόσμια διακυβέρνηση πρέπει να επανασχεδιαστεί για μια εποχή μη συνεργασίας. Οσον αφορά την κλιματική αλλαγή και την πανδημία, η πολυμέρεια σημείωσε μόνο μέτριες επιτυχίες, ενώ η μεγαλύτερη πρόοδος επιτεύχθηκε χάρη στην αντιπαλότητα και στον ανταγωνισμό. Θα ήταν καλύτερο να υπάρχει συνεργασία, αλλά όπου δεν είναι δυνατό, ενδεχομένως οι ίδιες παρακινητικές δομές δομές να μπορούσαν να λειτουργήσουν και σε άλλους τομείς.
Πρέπει επίσης να αναγνωρίσουμε ότι μεγάλο μέρος της δράσης λαμβάνει πλέον χώρα εκτός των Δυτικών θεσμών. Στον τομέα της ειρήνης και της ασφάλειας η Δύση έχει ήδη αρχίσει να συμβιβάζεται με την πραγματικότητα ενός πιο κατακερματισμένου κόσμου. Στη Συρία, στη Μοζαμβίκη και στη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό, καθώς και στον ανταγωνισμό μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ιράν, οι μη Δυτικές δυνάμεις παίζουν μεγαλύτερο ρόλο ως μεσάζοντες. Η Δύση γενικά έχει αποδεχτεί αυτή τη νέα λογική και εμπλέκεται όπου είναι απαραίτητο, αλλά με όρους που καθορίζονται από τοπικά δεδομένα, παρά από τους όποιους δικούς της ευσεβείς πόθους.
Αντί να σκέφτονται ποιον να προσκαλέσουν σε διαδικασίες υπό την ηγεσία της Δύσης, οι Δυτικές χώρες θα πρέπει να κοιτάζουν προς τα έξω. Με ποιους από τους νέους μη Δυτικούς θεσμούς και πρωτοβουλίες έχει νόημα να εμπλακούμε και σε ποιους τομείς (ρυθμιστικούς, καθορισμού προτύπων κ.λπ.) μπορούν οι Δυτικές δυνάμεις να συμβάλουν στην επίτευξη ευνοϊκών αποτελεσμάτων;
Το να συμβιβαζόμαστε με τον νέο πολυπολικό κόσμο δεν σημαίνει ότι αποκοπτόμαστε από όλους τους άλλους. Καθώς η Δύση ιδρύει νέους θεσμούς με φίλιες ιδεολογικά χώρες, πρέπει να συνεχίσει να συνεργάζεται εποικοδομητικά και με μη Δυτικούς φορείς. Η συνεργασία σε παγκόσμια θέματα μπορεί να είναι συμβατή με τον ανταγωνισμό. Αντιλαμβανόμενη ξεκάθαρα και ρεαλιστικά τα συμφέροντα και τις δυνατότητές της, η Δύση μπορεί να αξιοποιήσει το ακόμα μεγάλο κύρος της πολύ πιο αποδοτικά. Αυτό θα φέρει καλύτερα αποτελέσματα από ό,τι μια υποχώρηση στον σολιψισμό.
Ο Mark Leonard είναι διευθυντής του European Council on Foreign Relations, συγγραφέας του βιβλίου «The Age of Unease: How Connectivity Causes Conflict» (Bantam Press, 2021). Το κείμενο αυτό αναδημοσιεύεται για την Ελλάδα από το Project Syndicate