Ο Ντόναλντ Τραμπ στους δημοσιογράφους μετά την ιρανική επίθεση σε αμερικανική βάση, στις 8 Ιανουαρίου 2020. Πίσω του, οι αρχηγοί των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων και οι υπουργοί Αμυνας και Εξωτερικών | EPA/MICHAEL REYNOLDS
Θέματα

Πώς ΗΠΑ και Ιράν απέφυγαν τον πόλεμο το 2020

Μετά τη δολοφονία του Κασέμ Σουλεϊμανί από τους Αμερικανούς, σε ένα σκηνικό που θυμίζει την σημερινή ένταση ανάμεσα στις δύο πλευρές, η κυβέρνηση Τραμπ και η Τεχεράνη, είχαν προλάβει τη σύγκρουση χάρη σε μηνύματα που αντάλλαξαν μέσω της ελβετικής πρεσβείας στο Ιράν
Protagon Team

Ο θάνατος τριών αμερικανών στρατιωτών από χτύπημα φιλοϊρανικών οργανώσεων στην Ιορδανία, έφερε τον Τζο Μπάιντεν αντιμέτωπο με μία δύσκολη απόφαση: πώς να απαντήσει στο Ιράν χωρίς να διακινδυνεύσει έναν ολοκληρωτικό πόλεμο.

Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που συμβαίνει αυτό, όπως επισημαίνει η Washington Post, που θυμίζει ότι αντίστοιχο πρόβλημα αντιμετώπισε ο Ντόναλντ Τραμπ πριν τέσσερα χρόνια.

Δημοσίευμα της αμερικανικής εφημερίδας υπενθυμίζει ότι τις πρώτες ημέρες του 2020, το Ιράν εκτόξευσε καταιγισμό πυραύλων εναντίον μιας ιρακινής αεροπορικής βάσης που στεγάζει αμερικανικά στρατεύματα.

Η επίθεση δεν σκότωσε κανέναν Αμερικανό, αλλά σηματοδότησε την πρώτη φορά που το Ιράν στόχευε άμεσα μια αμερικανική εγκατάσταση στη Μέση Ανατολή μετά από δεκαετίες έντασης.

Το χτύπημα ήρθε αφού οι Ηνωμένες Πολιτείες σκότωσαν τον υποστράτηγο και ήρωα της Τεχεράνης, Κασέμ Σουλεμαϊνί, ο οποίος, σύμφωνα με την κυβέρνηση Τραμπ, ενορχήστρωνε επιθέσεις εναντίον Αμερικανών.

Φαίνεται πάντως ότι Ουάσινγκτον και Τεχεράνη -τότε και τώρα- δεν επιθυμούν έναν ευρύτερο πόλεμο, με τη Μέση Ανατολή να βρίσκεται σε ένταση εν μέσω του πολέμου του Ισραήλ στη Γάζα.

Ομως, μια σειρά επιθέσεων που ξεκίνησαν μετά την τρομοκρατική επίθεση της Χαμάς στο Ισραήλ, την 7η Οκτωβρίου, από ένοπλες οργανώσεις από τον Λίβανο μέχρι την Υεμένη, έχει προκαλέσει φόβους ότι μια ευρύτερη σύγκρουση θα μπορούσε να εμπλέξει την περιοχή.

Οι επιθέσεις του 2020 στην αεροπορική βάση αλ-Ασαντ και σε μια άλλη εγκατάσταση στο Ιρμπίλ, είχαν εγείρει φόβους ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες, υπό έναν ασταθή πρόεδρο, θα απαντούσαν με ενέργειες που θα μπορούσαν να πυροδοτήσουν μια σύγκρουση διαρκείας.

Μετά τη δολοφονία του Σουλεϊμανί, ο Τραμπ προειδοποίησε ότι οποιαδήποτε ιρανική απάντηση θα αντιμετωπιστεί με σθεναρή απάντηση από τις Ηνωμένες Πολιτείες.

Είχε γράψει τότε στο προσφιλές του Twitter, ότι είχε εντοπίσει 52 στόχους στο Ιράν, συμπεριλαμβανομένων πολιτιστικών χώρων, οι οποίοι «θα χτυπηθούν ΠΟΛΥ ΓΡΗΓΟΡΑ ΚΑΙ ΠΟΛΥ ΣΚΛΗΡΑ».

Αλλά ακόμη και την ώρα που ο πρώην πρόεδρος εκτόξευε πύρινες απειλές, η κυβέρνησή του προσπαθούσε να αποτρέψει αντίποινα από το Ιράν που θα μπορούσαν να έχουν προκαλέσει ολοκληρωτικό χάος.

Η Wall Street Journal ανέφερε ότι οι ΗΠΑ έστειλαν μηνύματα εκείνες τις ημέρες, μετά τη δολοφονία Σουλεϊμανί, μέσω της ελβετικής πρεσβείας στην Τεχεράνη, προτρέποντάς το να μην κλιμακώσει περαιτέρω την κατάσταση.

Φαίνεται ότι η ανταλλαγή μηνυμάτων μέσω εναλλακτικών διαύλων, είχε το επιθυμητό αποτέλεσμα και για τις δύο πλευρές.

«Το Ιράν φαίνεται να υποχωρεί, κάτι που είναι καλό για όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη και πολύ καλό για τον κόσμο», δήλωσε τότε ο Τραμπ σε ομιλία του.

Ο πρώην πρόεδρος επέβαλε επίσης πρόσθετες κυρώσεις στην οικονομία του Ιράν, μια επιλογή μη στρατιωτικής τακτικής για πολλές αμερικανικές κυβερνήσεις.

Ο Μοχάμαντ Τζαβάντ Ζαρίφ, τότε υπουργός Εξωτερικών του Ιράν, έγραψε ότι «το Ιράν έλαβε και κατέληξε σε αναλογικά μέτρα αυτοάμυνας», αναφερόμενος στο χτύπημα σε αμερικανικές εγκαταστάσεις στο Ιράκ. «Δεν επιδιώκουμε κλιμάκωση ή πόλεμο, αλλά θα υπερασπιστούμε τους εαυτούς μας έναντι οποιασδήποτε επίθεσης», είχε πει.

Καθώς οι φόβοι για πόλεμο εξασθένησαν, σημειώνει η Post, ο Τραμπ χαρακτήρισε τη δολοφονία του Σουλεϊμανί ως νίκη, αλλά δεν ακολούθησε μια ευρύτερη στρατιωτική ή οικονομική στρατηγική απέναντι στην Τεχεράνη, κάτι που οι Ηνωμένες Πολιτείες δεν έχουν από την εποχή της κυβέρνησης Ρέιγκαν, είπε χαρακτηριστικά ο Αλεξ Βατάνκα, διευθυντής του προγράμματος για το Ιράν στο Ινστιτούτο Μέσης Ανατολής, μια δεξαμενή σκέψης με έδρα την Ουάσινγκτον.

«Το ερώτημα σήμερα είναι, όντως έκανε πίσω το Ιράν;», τονίζει ο Βατάνκα, για τα τέσσερα χρόνια που πέρασαν από τότε.

Ο ίδιος σημείωσε ότι το Ιράν δεν έκανε πίσω σε δύο βασικές πεποιθήσεις του καθεστώτος των μουλάδων, ότι οι ΗΠΑ πρέπει να φύγουν από τη Μέση Ανατολή και ότι το κράτος του Ισραήλ δεν πρέπει να υπάρχει.

Σύμφωνα με την Washington Post, δεν είναι σαφές εάν η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει προχωρήσει σε παρόμοιες παρασκηνιακές επικοινωνίες με το Ιράν. Οι δύο χώρες δεν έχουν διπλωματικές σχέσεις, γεγονός που περιπλέκει τον εμπιστευτικό διάλογο.

Ο Τζακ Κίρμπι, εκπρόσωπος του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας του Λευκού Οίκου, δήλωσε την Τετάρτη ότι δεν είχε «καμία ιδιωτική επικοινωνία με το Ιράν».

Η κατάσταση το 2020 ήταν επίσης διαφορετική από τη σημερινή: τότε, είχε παρατηρηθεί μια απότομη κλιμάκωση των εχθροπραξιών μετά την αιφνιδιαστική δολοφονία του Σουλεϊμανί, έναντι απανωτών επιθέσεων από ομάδες που υποστηρίζονται από το Ιράν επί των ημερών του Μπάιντεν, δήλωσε ο Βατάνκα.

«Ποτέ άλλοτε το Ιράν δεν έσπρωχνε τόσο συνειδητά έναν αμερικανό πρόεδρο σε μια σύγκρουση», πρόσθεσε

Την Τετάρτη, ο ιρανός υποστράτηγος, Χοσεΐν Σαλαμί, διοικητής των Φρουρών της Επανάστασης, φάνηκε να αποφεύγει την περαιτέρω κλιμάκωση. «Δεν επιδιώκουμε τον πόλεμο, αλλά ούτε τον φοβόμαστε», δήλωσε, όπως μετέδωσε το κρατικό πρακτορείο ειδήσεων. «Δεν είμαστε πολεμοκάπηλοι, αλλά υπερασπιζόμαστε τους εαυτούς μας και τη δόξα μας».

Αντίστοιχες δηλώσεις έκανε και ο Κίρμπι: «Δεν επιδιώκουμε μια ευρύτερη σύγκρουση. Δεν επιδιώκουμε έναν πόλεμο με το Ιράν».