Σχοινοτενές κείμενο φιλοξενήθηκε στην ηλεκτρονική Corriere della Sera (Αλεσάντρο Τροτσίνο) περί της γιγάντωσης της κατάθλιψης στην εποχή μας λόγω της έκθεσής μας στη βία μέσω της TV και των social media. Φυσικά, στο συγκεκριμένο άρθρο η κατάθλιψη αφορά τους Ιταλούς, δηλαδή όλους τους Δυτικούς, μάλιστα τους πιο καλοζωισμένους από εμάς και ανεξαρτήτως ηλικίας, αφού οι φτωχοί βιώνουν ούτως ή άλλως τη βία της δυσπραγίας και ενδέχεται να πάσχουν από τη δική τους ταξική κατάθλιψη ή απελπισία.
Τα μέσα που ενοχοποιούνται για την επαφή μας με τη βία και για το αποτέλεσμά της, την επάρατο κατάθλιψη, είναι τα πεδία εφαρμογής των αλγορίθμων, τα οποία κανονίζουν να φθάνουν στα μάτια μας, στα αυτιά μας και στον εγκέφαλό μας (στην ψυχή μας, για τους πιο ευαίσθητους) «τα εγκληματικά νέα που δηλητηριάζουν τις ζωές μας». Αυτά τα νέα που «μας εξουθενώνουν, μας αγανακτούν και μας ρίχνουν στην κατάθλιψη, πεπεισμένους ότι ζούμε σε φρικτό κόσμο, τον χειρότερο όλων των εποχών».
Η τάση του αρθρογράφου, διαφαινόμενη σε όλο το κείμενο, είναι προς την αντίθετη κατεύθυνση, ότι δηλαδή ο κόσμος πάντα έτσι ήταν, όμως εμείς δεν μαθαίναμε (ακριβέστερα: δεν βλέπαμε) σε χρόνο dt και «με ένα κλικ» τα φριχτά νέα, «τα πρόσωπα των πτωμάτων της Γάζας, τα θύματα μιας σφαγής στο Σουδάν», κ.λπ. Ολα αυτά ο Τροτσίνο τα έγραψε χωρίς να παραγνωρίζει τη δημοσιογραφική αξία της αστραπιαίας διακίνησης των πληροφοριών, με εικόνες κιόλας.
Ενα, δύο, τρία, πολλά τοπία
Η κεντρική ιδέα του δημοσιεύματος είναι ότι το τοπίο επηρεάζει τη διάθεση του ανθρώπου. Λόγου χάρη, «το να μένεις κλεισμένος σε ένα γκρίζο γραφείο και να κοιτάς πολλές ώρες κάθε ημέρας τον ίδιο ξεφλουδισμένο τοίχο, την ίδια νεκρή φύση, προκαλεί άγχος και κατάθλιψη». Μόνο που στο μίζερο τοπίο του αστικού γραφείου έχει προστεθεί «το τοπίο των δύο οθονών, της τηλεόρασης και των κινητών τηλεφώνων». Προσπερνώντας το γεγονός ότι η τηλεόραση παραμένει, αν το επιθυμεί κάποιος, στο off και ότι κινητά τηλέφωνα παλαιάς κοπής, χωρίς ίντερνετ, δεν χρησιμοποιεί μόνο ο υπόκοσμος για μη ανιχνεύσιμη επικοινωνία, ας ακολουθήσουμε το πνεύμα του αρθρογράφου.
Νοσηρή τάση προς το μακάβριο
«Το καθημερινό μας τοπίο έχει γίνει ταινία τρόμου. Σήμερα όλα τα ειδησεογραφικά μέσα έχουν νοσηρή τάση προς το μακάβριο. Οι αλγόριθμοι έχουν μετατρέψει τα κινητά μας τηλέφωνα σε γκαλερί τρόμου. Κάνουμε σέρφινγκ στο Instagram, στο Twitter, στο Telegram ή στο TikTok και βλέπουμε πτώματα παιδιών, αποκεφαλισμένα σώματα, βασανισμένες και ματωμένες γυναίκες». Πέραν από την καταγραφή αυτών των συνηθειών, από τις οποίες ο άνθρωπος μπορεί να απεμπλακεί εύκολα αν το θελήσει (εξαιρούνται, βέβαια, οι επαγγελματίες δημοσιογράφοι), ο Τορτσίνο έκανε και μια ενδιαφέρουσα πολιτική επισήμανση.
Σπέκουλα της Δεξιάς
«Η συχνότητα με την οποία βομβαρδιζόμαστε με εικόνες βίας αλλάζει την αντίληψή μας για την πραγματικότητα. Μας ωθεί να σκεφτούμε ότι η ανθρωπότητα βρίσκεται σε πόλεμο περισσότερο από ποτέ άλλοτε και ότι, πάνω απ’ όλα, υπάρχει ένα αυξανόμενο κύμα εγκλημάτων από το οποίο μόνο η αυστηρότητα μιας κατασταλτικής πολιτικής μπορεί να μας γλιτώσει. Αυτό είναι το παιχνίδι της Δεξιάς». Κατόπιν παρέθεσε στοιχεία από τα οποία συνάγεται ότι η συνήθης αστική εγκληματικότητα (ληστείες, κλοπές, φόνοι, κ.λπ.), στην Ιταλία τουλάχιστον, παρέμεινε περίπου η ίδια την τελευταία πενταετία.
Ανοσία στη φρίκη
Αλλά «πέραν της πολιτικής, ο θάνατος και ο πόνος κυριεύουν τη ζωή μας», αφού «οι καταστροφές και τα πτώματα τραβούν την προσοχή μας και, είτε μας εξοργίζουν είτε μας ταρακουνούν, μας γοητεύουν». Ετσι καταλήγουμε «σε ένα είδος συλλογικής παράνοιας η οποία πολλαπλασιάζεται μέσω των social media». Σίγουρος ότι οι χρήστες των πληροφοριών μέσω social media δεν μπορούν να τις διαχειριστούν, να τις αξιολογήσουν και να τις αξιοποιήσουν, ο Τορτσίνο έγραψε ότι «τόση βία παράγει εθισμό και κατά συνέπεια αδιαφορία, αν όχι κυνισμό, απέναντι στο ίδιο το φαινόμενο της βίας». Αυτή ήταν η δεύτερη πολιτική επισήμανσή του.
Ακολούθησε η καταγραφή «μανιχαϊστικών προσεγγίσεων» από πλευράς χρηστών απέναντι στις όποιες βιαιότητες, στα όποια θύματα και στους όποιους θύτες. Και ο αρθρογράφος στηλίτευσε αυτόν τον «μανιχαϊσμό» που φανατίζει με νοσηρά συναισθηματικό τρόπο το κοινό, αφού ο ίδιος, ως εργάτης του Τύπου, έχει επίγνωση ότι ένα μεγάλο μέρος από την πλημμυρίδα των πληροφοριών δεν είναι τίποτε άλλο από προπαγάνδα.
Το «γυαλί» όλα τα μαχαιρώνει
Η χρήση της φρίκης από την TV «ως ριάλιτι» και οι «από τηλεοράσεως ετυμηγορίες» σε περιπτώσεις κοινών εγκλημάτων, μη πολιτικών, είναι άλλη μία πλευρά της «αλλαγής του τοπίου» για τον άνθρωπο του 21ου αιώνα. «‘‘Γιατί σκότωσε τον γιο του;’’ ‘‘Γιατί χτύπησε τη γυναίκα του με ένα σφυρί και την πέταξε από το μπαλκόνι’’ κ.λπ. Ριάλιτι παιχνίδια, αιματηρά και φρικιαστικά, αλλά και πολύ ελκυστικά. Μας ρίχνουν στην κατάθλιψη. Ο σύγχρονος λαϊκισμός δεν κρύβει το έγκλημα, αλλά το τονίζει, τροφοδοτώντας τη διεστραμμένη λατρεία του. Μπουκώνει τους πολίτες με αιμοσταγή θηρία, με ‘‘τέρατα’’, με τα τσακισμένα θύματά τους, τους διασκεδάζει με το ηλεκτρονικό βραχιόλι του φόβου, τους στερεί το κριτικό πνεύμα, την πάλη των ιδεών, τη σύγκριση των απόψεων».