Η Λίντια Ταρ είναι φαινόμενο. Μαεστρέσα (maestressa), συνθέτις και συγγραφέας είναι η πρώτη EGOT κλασικών έργων — σπάνιος συνδυασμός και των τεσσάρων βραβείων, Emmy, Grammy, Oscar και Tony — αλλά και η πρώτη γυναίκα επικεφαλής διευθύντρια της διάσημης Φιλαρμονικής Ορχήστρας του Βερολίνου. Υπάρχει μόνο μια παγίδα: η Λίντια Ταρ δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο…
Θα μπορούσατε να έχετε μπερδευτεί αλλά συγχωρείστε για τη σύγχυση. H ιστοσελίδα The Cut του δεκαπενθήμερου περιοδικού New York δημοσίευσε μια ανάλυση των πολλών τρόπων με τους οποίους ο σκηνοθέτης Τοντ Φιλντ και η διαφημιστική καμπάνια για τη νέα του ταινία, «Tár», η οποία είναι ήδη υποψήφια για Οσκαρ, θόλωσαν σκόπιμα τα νερά, γράφει στους βρετανικούς The Times η Αλεξάνδρα Κόχλαν.
Από το ύφος docudrama της ταινίας με πρωταγωνιστές επαγγελματίες μουσικούς, η οποία ξεκινά με την Ταρ (ο χαρακτήρας του τίτλου) να συνομιλεί με τον Ανταμ Γκόπνικ (παίζει τον εαυτό του), συγγραφέα και δοκιμιογράφο του περιοδικού New Yorker, μέχρι την σελίδα της Wikipedia για τη Λίντια Ταρ, που υπήρξε για λίγο (πριν συγχωνευτεί με τη σελίδα της ταινίας), τα όρια αυτού του κομψού έργου μυθοπλασίας έχουν φθάσει σχεδόν στο επίπεδο της πραγματικότητας. (Δείτε το trailer της ταινίας «Tár»)
Ποιο είναι το πρόβλημα; Κανένα απολύτως, αν τη δείτε σαν απάντηση της κλασικής μουσικής στον «Μαύρο Κύκνο» ή αν θέλετε να παρακολουθήσετε άλλη μια μοναδική ερμηνεία της Κέιτ Μπλάνσετ. Τι γίνεται όμως με τις πραγματικές μαεστρέσες των οποίων οι ζωές και η καριέρα ξαφνικά υπόκεινται σε νέο έλεγχο, φιλτραρισμένο μέσα από τον φακό μιας υπνωτικά ελεγκτικής, εκμεταλλεύτριας, κακοποιητικής και ναρκισσιστικής αντιηρωίδας, την οποία υποδύεται εκπληκτικά η Μπλάνσετ;
Την πρώτη μισή ώρα η ταινία παραπέμπει στην Μάριν Ολσοπ, την πιο διάσημη γυναίκα μαέστρο στον κόσμο, νικήτρια του διεθνούς κύρους βραβείου ΜακΑρθουρ, πρωτοπόρο αρχιμαεστρέσα της Συμφωνικής Ορχήστρας της Ραδιοφωνίας της Βιέννης και πρώτη και, μέχρι πρόσφατα, μοναδική αρχιμαεστρέσα μιας μεγάλης αμερικανικής ορχήστρας. Σύμφωνα με τον κριτικό των New York Times, Ζάκαρι Γουλφ, το «Tár» εν μέρει «βασίζεται ξεκάθαρα» στην Ολσοπ και οι παραλληλισμοί είναι σίγουρα εντυπωσιακοί.
Τόσο η νεοϋορκέζα Ολσοπ όσο και η Ταρ είναι πρωτοπόρες αμερικανίδες μαέστροι, προστατευόμενες του συνθέτη και μαέστρου Λέοναρντ Μπέρνσταϊν, του οποίου την επιρροή ως μουσικού και μέντορά της αναφέρει συχνά η Ολσοπ. Και οι δύο είναι λεσβίες, παντρεμένες με μουσικούς ορχήστρας με τους οποίους έχουν ένα παιδί· και οι δύο διδάσκουν σε μεγάλα αμερικανικά ωδεία και διευθύνουν μια υποτροφία για νεαρές γυναίκες μαέστρους με παρόμοια ονομασία. Και το ντοκιμαντέρ «The Conductor» (2021), που ακολουθεί την Ολσοπ σε τρείς πόλεις τριών ηπείρων –Βαλτιμόρη στις ΗΠΑ, Σάο Πάολο στη Βραζιλία και Βιέννη στην Αυστρία- από φοιτήτρια μέχρι που έγινε μαεστρέσα, έκανε πέρσι τον γύρο των φεστιβάλ στις ΗΠΑ. Και όμως η Ολσοπ δεν είχε ιδέα για το «Tár» και τη Λίντια Ταρ. (Δείτε το trailer της ταινίας «The Conductor»)
«Πρωτοδιάβασα γι’ αυτό στα τέλη Αυγούστου και σοκαρίστηκα επειδή ήταν η πρώτη φορά που το άκουγα», λέει η Ολσοπ στους Times μιλώντας με την Κόχλαν μέσω Zoom από τη Βαλτιμόρη, όπου διδάσκει στο Ινστιτούτο Πίμποντι του πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς. «Πάρα πολλές επιφανειακές πτυχές της Ταρ ευθυγραμμίζονται με την προσωπική μου ζωή. Αλλά μόλις είδα [την ταινία], δεν ανησυχούσα πια, ένιωσα προσβεβλημένη: προσβεβλημένη ως γυναίκα, προσβεβλημένη ως μαέστρος, προσβεβλημένη ως λεσβία», παρατηρεί.
Περιγράφει τα παιχνίδια της ταινίας με την «ψευδοπραγματικότητα» ως «ενδιαφέροντα αλλά επίσης ελαφρώς επικίνδυνα επειδή οι άνθρωποι μπορεί να μπερδευτούν σχετικά με το τι είναι πραγματικό και τι όχι». Το κύριο μέλημά της δεν είναι η δική της φήμη, αλλά κάτι πολύ ευρύτερο, γράφει η Κόχλαν στους Times του Λονδίνου.
To «Tár» παίζει με αυτό που η Ολσοπ αποκαλεί «μαεστρομυθολογία»: με την εικόνα του κλασικού μαέστρου ως ανέγγιχτη ιδιοφυΐα, πάνω από την μομφή και τους κανόνες. Η Λίντια Ταρ είναι νάρκισσος και χειριστική· σε μια σκηνή που ήδη έχει γίνει viral, παρουσιάζεται να εκφοβίζει και να ταπεινώνει έναν σπουδαστή μουσικής επειδή αμφισβητεί τη μουσική ορθοδοξία· να «μαγειρεύει» τα αποτελέσματα μιας οντισιόν για να προωθήσει μια όμορφη νεαρή τσελίστρια· και να κάνει κατάχρηση της δύναμης και της σεξουαλικότητας της για να ελέγξει την ευάλωτη βοηθό της. Η διαφορά από το συνηθισμένο μοτίβο είναι ότι η Ταρ είναι γυναίκα.
«Το να έχει την ευκαιρία μια γυναίκα να υποδυθεί αυτόν τον ρόλο και να την κάνουν κακοποιητική, αυτό για μένα ήταν αποκαρδιωτικό. Νομίζω ότι όλες οι γυναίκες και όλες οι φεμινίστριες πρέπει να ενοχλούνται από αυτό το είδος απεικόνισης, επειδή δεν αφορά πραγματικά γυναίκες μαέστρους, έτσι δεν είναι; Αφορά τον ηγετικό ρόλο των γυναικών στην κοινωνία μας, γενικότερα. Οι άνθρωποι αναρωτιούνται: “Μπορούμε να τις εμπιστευτούμε; Μπορούν να λειτουργήσουν σε αυτόν τον ρόλο;” Είναι τα ίδια ερωτήματα είτε πρόκειται για μια διευθύνουσα σύμβουλο είτε για μια προπονήτρια του NBA είτε για την επικεφαλής ενός αστυνομικού τμήματος«.
»Υπάρχουν τόσοι πολλοί άντρες – πραγματικοί, με τεκμήρια– στους οποίους θα μπορούσε να έχει βασιστεί αυτή η ταινία, αλλά, αντ’ αυτού, βάζουν μια γυναίκα στον ρόλο, δίνοντάς της όλα τα χαρακτηριστικά αυτών των ανδρών. Είναι κατά των γυναικών. Το να υποθέτει κανείς ότι οι γυναίκες συμπεριφέρονται πανομοιότυπα με τους άντρες είτε γίνονται υστερικές, τρελές, παράφρονες σημαίνει ότι διαιωνίζουμε κάτι που έχουμε δει σε ταινίες πολλές φορές στο παρελθόν», τονίζει η διάσημη αμερικανίδα μαέστρος.
Δεν είναι περίεργο που η Ολσοπ είναι θυμωμένη, γράφει στους Times η Αλεξάνδρα Κόχλαν. Οι λεπτομέρειες του κόσμου της ταινίας -ορχήστρες που αντιμετωπίζονται από αυταρχικούς μαέστρους σαν προσωπικά τους φέουδα, σεξουαλικά παιχνίδια δύναμης και κατάχρησης. Παιδαγωγική του ωδείου που διαμορφώνεται από το εγώ και όχι από την ενσυναίσθηση- είναι αναγνωρίσιμες και αληθινές καθώς ο χώρος της κλασικής μουσικής δεν έχει αποφύγει τα σκάνδαλα #MeToo. Αλλά η κυριαρχία της Ταρ είναι μυθοπλασία.
Οι γυναίκες, μας λέει η Ολσοπ στο ντοκιμαντέρ «The Conductor» της Μπερναντέτ Γουέγκεσταϊν, είναι πιο πιθανό να ηγηθούν μιας χώρας των G7 ή να γίνουν στρατηγοί στον στρατό των ΗΠΑ με βαθμό τεσσάρων αστέρων παρά αρχιμαέστροι σε μεγάλες ορχήστρες. Οταν η Ολσοπ διορίστηκε διευθύντρια της Συμφωνικής Ορχήστρας της Βαλτιμόρης το 2007 (μετά από έναν διαγωνισμό που μύριζε μισογυνισμό), ήταν η μόνη γυναίκα σε μια τέτοια θέση στις ΗΠΑ. Δεκαπέντε χρόνια αργότερα, υπάρχει μόνο μία, ακόμη (η Νάταλι Στάτζμαν στην Ατλάντα), ενώ καμία γυναίκα δεν έχει αναλάβει τη διεύθυνση μιας από τις «πέντε μεγάλες» ορχήστρες της χώρας.
Στην Ευρώπη —ιδίως στις Σκανδιναβικές χώρες— τα πράγματα είναι καλύτερα, αλλά η ισοτιμία εξακολουθεί να είναι ένα μακρινό όνειρο· από το 2006, ο αριθμός των γυναικών αρχιμαέστρων έχει αυξηθεί διεθνώς μόλις κατά 1%: «Νομίζεις ότι είμαι τρελή αν πω, καλά, τουλάχιστον πηγαίνει προς τη σωστή κατεύθυνση; Είναι πολύ λυπηρό, έτσι δεν είναι; Αλλά είναι αυτό που μας κάνει η κοινωνία. Οι άνθρωποι λένε, “Είναι καλύτερα και θα πρέπει να είσαι ευχαριστημένη με αυτό”», λέει η αμερικανίδα αρχιμαεστρέσα.
Το 2002, η Ολσοπ δημιούργησε μια υποτροφία για γυναίκες μαέστρους (αρχικά την υποτροφία Taki Concordia, τώρα την Taki Alsop). «Ημουν από τις πρώτες, οπότε έχω την ευθύνη να υποστηρίξω και να δημιουργήσω ευκαιρίες για τη 10η, την 100η. Το αρχικό μου κίνητρο ήταν μάλλον να προσπαθήσω να φέρω κάποια ισορρποπία στον αγωνιστικό χώρο. Αλλά έχει γίνει πολύ περισσότερο το να είμαστε μια πηγή η μία για την άλλη, μια κοινότητα. Το να υπάρχουν άτομα με τα οποία μπορείς να είσαι σε μια ομάδα WhatsApp και να ρωτάς: “έχεις κάνει ποτέ αυτό το κομμάτι και δυσκολεύτηκες;” είναι τεράστιο. Η ορχήστρα είναι μια μεταφορά για την ύπαρξη στον κόσμο, για τη σύνδεση πραγμάτων», λέει η Ολσοπ στους Times.
Οι απόφοιτοι (μεταξύ των οποίων και οι Κάρολαϊν Κουάν, Bαλεντίνα Περέτζι και Μέι-Αν Τσεν) εργάζονται τώρα με μεγάλα σύνολα διεθνώς και αποτελούν ένα δίκτυο υποστήριξης και επιρροής που αυξάνεται χρόνο με τον χρόνο.
Στο «Tár», ωστόσο, βλέπουμε τη Λίντια να απορρίπτει την ιδέα της αμιγώς γυναικείας αδελφότητας ως μυστικιστική, άσχετη με τον γενναίο νέο κόσμο της ισότητας. Νιώθει ποτέ η Ολσοπ — ή έστω ελπίζει— ότι η ιδέα της θα είναι κάποτε απηρχαιωμένη; «Θα κάνατε αυτή την ερώτηση αν ήμασταν άντρες; Είμαι απλά περίεργη. Είναι σαν να ρωτάς: “Θέλεις πραγματικά αυτό το υπέροχο πράγμα;” Εάν το ερώτημα είναι αν πιστεύω ότι θα έρθει μια στιγμή που δεν θα υπάρχουν εμπόδια για τις γυναίκες, ώστε να μην χρειάζονται αυτές τις ευκαιρίες, τότε, όχι· νομίζω ότι θα χρειάζεται πάντα να δημιουργούνται ευκαιρίες. Αλλά αυτές μπορούν και πρέπει να εξελίσσονται», τονίζει.
«Είμαι αιώνια αισιόδοξη, αλλιώς δεν θα μπορούσα να μείνω σε αυτόν τον τομέα. Είμαι όμως και ρεαλίστρια. Εχω δει πρόοδο και μετά οπισθοδρόμηση πάρα πολλές φορές. Ελπίζω ότι η πρόοδος που έχουμε σημειώσει τώρα είναι αρκετά ουσιαστική και ποσοτική ώστε να μην μπορεί να αντιστραφεί, γιατί νομίζω ότι υπάρχουν εκείνοι που θα ήθελαν να την αντιστρέψουν. Βλέπουμε ότι σε όλο τον κόσμο καταπατώνται τα δικαιώματα των γυναικών, οι γυναίκες κακοποιούνται και εμποδίζονται όταν θέλουν να προχωρήσουν. Η ανατροπή της ιστορικής απόφασης Roe v Wade στις ΗΠΑ μετά από πέντε δεκαετίες είναι μια τεράστια προειδοποίηση για το μέλλον. Είμαι λοιπόν και ρεαλίστρια και αισιόδοξη, και λέω: ας ενώσουμε τα χέρια και απλώς ας συνεχίσουμε να περπατάμε», προτείνει η κορυφαία αμερικανίδα μουσικός.