Πριν από έναν χρόνο το μέλλον έμοιαζε ρόδινο για τον Τζο Μπάιντεν. Μεταξύ άλλων, μπορούσε να υπερηφανεύεται ότι επί της προεδρίας του είχε σταθεροποιηθεί πέρα από κάθε προσδοκία η κατάσταση στη Μέση Ανατολή. Τον Σεπτέμβριο του 2023 ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας των ΗΠΑ Τζέικ Σάλιβαν έγραψε ένα άρθρο που είχε προγραμματιστεί να δημοσιευθεί στο Foreign Affairs στα μέσα Οκτωβρίου. Ο Σάλιβαν έγραφε ότι η Μέση Ανατολή «ήταν πιο ήσυχη από ό,τι υπήρξε για δεκαετίες».
Στις 7 Οκτωβρίου το άρθρο επεστράφη για διορθώσεις. Εναν χρόνο αργότερα τα πράγματα στη Μέση Ανατολή έχουν αλλάξει δραματικά και οι ΗΠΑ δείχνουν να έχουν χάσει εντελώς τον έλεγχο της κατάστασης. Ο ίδιος ο Μπάιντεν έχει σε προσωπικό επίπεδο λίγα να χάσει, καθώς δεν είναι πλέον υποψήφιος, όμως η κυβέρνησή του είναι αναγκασμένη να κάνει ένα θηριώδες damage control.
Διαβάζοντας όσα λένε υψηλόβαθμοι αξιωματούχοι (υπό τον όρο της ανωνυμίας) σε σχετικό και πολύ εκτενές ρεπορτάζ της Washington Post, γίνεται φανερό ότι αυτός ο περιορισμός των ζημιών επιχειρείται να επιτευχθεί με έναν πολύ συγκεκριμένο τρόπο: οι ΗΠΑ ήθελαν και έκαναν ό,τι μπορούσαν, αλλά όλοι οι άλλοι δεν τις άφησαν.
Οπως το έθεσε ο Βάλι Νασρ, ειδικός στη Μέση Ανατολή και καθηγητής της Σχολής Προηγμένων Διεθνών Σπουδών στο Johns Hopkins, «δεν δημιουργήσαμε εμείς την κατάσταση. Εχουμε όμως να κάνουμε με κακούς παίκτες· πολλούς εχθρούς και συμμάχους που δεν μας ακούν πολύ. Αλλά η πραγματικότητα είναι ότι έχουμε ορισμένους μακροχρόνιους στόχους στην περιοχή και δεν μπορέσαμε να επιτύχουμε κανέναν από αυτούς».
Ο Μπάιντεν βρέθηκε παγιδευμένος σε μια κατάσταση που δεν του άφηνε πολλά περιθώρια δράσης, και πάντως όχι με τον τρόπο που εκείνος επέλεξε να τη διαχειριστεί. Εξαρχής η δέσμευσή του ήταν ότι «θα σταθεί πίσω από το Ισραήλ» χωρίς κανένα δισταγμό, κάτι που πιθανώς το Ισραήλ εκμεταλλεύθηκε, γνωρίζοντας ότι ακόμη και όταν ο Μπάιντεν «του τραβούσε το αυτί», οι πραγματικές συνέπειες θα ήταν αμελητέες.
Μπορεί όλα αυτά να γίνονται εξαιρετικά φανερά τώρα, αλλά οι δυσκολίες είχαν ξεκινήσει από την πρώτη, σχεδόν, ημέρα. Η βασική δυσκολία, αυτή της συνεννόησης των ΗΠΑ με το Ισραήλ, άρχισε να κορυφώνεται την 1η Απριλίου.
Εκείνο το πρωί, οι κορυφαίοι σύμβουλοι εθνικής ασφάλειας του Μπάιντεν έστειλαν ένα αυστηρό μήνυμα στο Ισραήλ καθώς ετοιμαζόταν να ξεκινήσει στρατιωτική επιχείρηση στη νοτιότερη πόλη της Γάζας, τη Ράφα. Η επίθεσή του στη βόρεια Γάζα είχε ήδη σκοτώσει δεκάδες χιλιάδες παλαιστινίους αμάχους. Δεν θα ήταν δυνατό να ξαναγίνει το ίδιο.
Οταν ο ισραηλινός πρέσβης στην Ουάσινγκτον, Μίκαελ Χέρτζογκ, έφτασε στον Λευκό Οίκο για να παρακολουθήσει μια διαδικτυακή συνάντηση που επρόκειτο να πραγματοποιήσουν με τους ομολόγους τους στο Τελ Αβίβ ο Τζέικ Σάλιβαν και ο υπουργός Εξωτερικών Αντονι Μπλίνκεν, ο ισραηλινός διπλωμάτης τούς ανακοίνωσε τα συγκλονιστικά νέα.
Λιγότερο από μία ώρα νωρίτερα, είπε στους άναυδους Αμερικανούς, ισραηλινά πολεμικά αεροσκάφη είχαν χτυπήσει ένα κτίριο γραφείων στη Δαμασκό, με στόχο το αρχηγείο του επίλεκτου Σώματος των Φρουρών της Ισλαμικής Επανάστασης του Ιράν, δίπλα στην ιρανική πρεσβεία.
Αργότερα την ίδια ημέρα ο Χέρτζογκ ειδοποίησε τον Λευκό Οίκο ότι ισραηλινά μη επανδρωμένα αεροσκάφη έπληξαν αυτοκινητοπομπή του World Central Kitchen που έχει έδρα την Ουάσινγκτον, ενός από τους λίγους οργανισμούς που βοηθούσαν τους λιμοκτονούντες αμάχους. Επτά άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους, συμπεριλαμβανομένων εργαζομένων από τις ΗΠΑ, τη Βρετανία, την Πολωνία και την Αυστραλία. Ηταν ένα τρομερό λάθος, είπε ο Χέρτζογκ.
Ηταν το σημείο που η υπομονή του Μπάιντεν, η οποία λιγόστευε εδώ και μήνες, εξαντλήθηκε. Σε μια αγανακτισμένη δήλωση, είπε ότι παρά τις πολύμηνες παροτρύνσεις από τις ΗΠΑ, το Ισραήλ «δεν έχει κάνει αρκετά» για να προστατεύσει τους εργαζομένους στην ανθρωπιστική βοήθεια και τους αμάχους από τις επιθέσεις του στη Γάζα.
Εξι μήνες μετά την αρχή του πολέμου, ο Μπάιντεν συνειδητοποιούσε πλέον ότι το Ισραήλ τον αγνοούσε συστηματικά.
Αντικρουόμενες προτεραιότητες
Ενώ προσωπικά είχε δεσμευθεί να υποστηρίξει τον στόχο του Ισραήλ να εξαφανίσει τη Χαμάς, ο Μπάιντεν είχε επανειλημμένως και εξαρχής τονίσει στον Μπενιαμίν Νετανιάχου την ανάγκη τήρησης των διεθνών κανόνων, που απαιτούν την προστασία των αμάχων και την παροχή ανθρωπιστικής βοήθειας. Το Ισραήλ έλεγε μεν «ναι», αλλά εξίσου συχνά έδειχνε ότι δεν μπορούσε ή δεν ήθελε να συμμορφωθεί.
Η Washington Post γράφει ότι οι αρχικοί στόχοι του Μπάιντεν ήταν λογικοί: Ηθελε να αποτρέψει γενικευμένη ανάφλεξη στην περιοχή. «Ωστόσο, καθώς προσπαθούσε να βρει τον δρόμο για μακροπρόθεσμη ειρήνη και σταθερότητα για το Ισραήλ, υπονομευόταν σε κάθε βήμα από τη συμπεριφορά του Νετανιάχου, την άρνησή του να εξετάσει τη σύσταση ενός παλαιστινιακού κράτους και τις εδαφικές φιλοδοξίες της δεξιάς κυβέρνησής του στα κατεχόμενα» συμπληρώνει.
Σήμερα, παρά την επίπονη διπλωματία των ΗΠΑ και τις διαπραγματεύσεις για κατάπαυση του πυρός, ο πόλεμος στη Γάζα συνεχίζεται. Ο θύλακας είναι θαμμένος κάτω από τα ερείπια που άφησαν πίσω τους οι αμέτρητες ισραηλινές αεροπορικές και χερσαίες επιδρομές, με περισσότερους από 40.000 Παλαιστίνιους να έχουν σκοτωθεί και πάνω από ένα εκατομμύριο να ζουν χωρίς καταφύγιο και τροφή. Η δε Χαμάς, ενώ έχει υποστεί σοβαρές ζημιές, επιζεί και εξακολουθεί να κρατά ομήρους.
Η περιφερειακή σύγκρουση που επιδίωξε να αποφύγει ο Μπάιντεν φαίνεται τώρα σχεδόν αναπόφευκτη. Το Ισραήλ έχει εξαπολύσει εκατοντάδες αεροπορικές επιδρομές και στέλνει χερσαίες δυνάμεις στον Λίβανο εναντίον της Χεζμπολάχ, σκοτώνοντας εκατοντάδες πολίτες. Μετά από έναν στοχευμένο ισραηλινό βομβαρδισμό στα νότια προάστια της Βηρυτού, που σκότωσε τον ηγέτη της Χεζμπολάχ, Χασάν Νασράλα, το Ιράν απάντησε την Τρίτη 1 Οκτωβρίου εκτοξεύοντας εκατοντάδες βαλλιστικούς πυραύλους με στόχο το Ισραήλ.
Οι ΗΠΑ, ανίκανες να ελέγξουν την κατάσταση, κατηγορούνται ανοιχτά για συνενοχή σε ισραηλινά εγκλήματα πολέμου στη Γάζα και η διευρυνόμενη σύγκρουση έχει αποκαλύψει την αδυναμία μιας μεγάλης δύναμης να λυγίσει είτε απείθαρχους συμμάχους είτε μικρότερους αντιπάλους. Και ενώ το κόστος του πολέμου της Γάζας είναι ανυπολόγιστο για τους Παλαιστίνιους και τους Ισραηλινούς, η κυβέρνηση Μπάιντεν και ο αμερικανικός λαός πλήρωσαν επίσης ένα τίμημα:
Στο εσωτερικό, η διπλωματική υποστήριξη του Μπάιντεν προς το Ισραήλ δίχασε το Δημοκρατικό Κόμμα και έβγαλε διαδηλωτές στους δρόμους, ενώ οι Ρεπουμπλικανοί καταδίκασαν τον πρόεδρο ως ανεπαρκώς υποστηρικτικό προς τον Νετανιάχου. Καθώς η σύγκρουση συνεχίζεται, οι Αμερικανοί έχουν πολωθεί, ενώ ο αντισημιτισμός και η ισλαμοφοβία έχουν εξαπλωθεί.
Ο πόλεμος έχει καταστήσει τις σχέσεις των ΗΠΑ με το Ισραήλ, τον σημαντικότερο εταίρο τους στη Μέση Ανατολή, βαθιά προβληματικές, ενώ η απειλή μιας ευρύτερης σύγκρουσης έχει αποσπάσει τα αμερικανικά στρατεύματα από άλλες παγκόσμιες προτεραιότητες.
Οι διπλωμάτες που μιλούν στην Washington Post θυμούνται τώρα τις επανειλημμένες προσπάθειες του Μπάιντεν να πείσει τον Νετανιάχου να επικεντρωθεί σε ένα στρατηγικό σχέδιο για ειρήνη και όχι σε στρατιωτικές και πολιτικές νίκες. Εχει κάνει έκκληση στον ισραηλινό ηγέτη, λένε, σε δημόσιες δηλώσεις και σε ιδιωτικές συνομιλίες, να μετριάσει αντί να τροφοδοτήσει τη δικαιολογημένη επιθυμία του ισραηλινού λαού για εκδίκηση.
Ο Νετανιάχου σταθερά απέρριπτε δημοσίως τις προτάσεις των ΗΠΑ για κατάπαυση του πυρός, τόσο στη Γάζα όσο και στον Λίβανο. Κατηγόρησε, δε, τον Μπάιντεν ότι καθυστερούσε τις αποστολές όπλων. Και, όπως προσθέτουν οι ίδιες πηγές, υπονόμευσε σταθερά τις συνομιλίες για την απελευθέρωση των ομήρων από τη Γάζα, προβάλλοντας νέες απαιτήσεις της τελευταίας στιγμής.
Κατ’ επανάληψη, σύμφωνα με αμερικανούς αξιωματούχους, το Ισραήλ έχει μπλοκάρει ή καθυστερεί την άφιξη ανθρωπιστικής βοήθειας στη Γάζα, χωρίς βέβαια να το παραδέχεται. Υπό την ασφάλεια της υποστήριξης των ΗΠΑ, έχει διατάξει επιθέσεις στη Γάζα, στην κατεχόμενη Δυτική Οχθη, στον Λίβανο, στη Συρία και στο Ιράν χωρίς να ενημερώσει εκ των προτέρων τους αμερικανούς συμμάχους του.
Ανυπάκουος σύμμαχος
Οι γνώστες, παρ’ όλα αυτά, καταλογίζουν και κάποιες επιτυχίες στον Μπάιντεν – αν και οι περισσότερες αποδείχτηκαν βραχύβιες: Χωρίς την πίεση των ΗΠΑ, γράφει η Washington Post, το Ισραήλ δεν θα είχε επιτρέψει ούτε την ελάχιστη ανθρωπιστική βοήθεια στη Γάζα. Οι άμεσες επιθέσεις του Ιράν στο Ισραήλ απετράπησαν με τη βοήθεια της στρατιωτικής δύναμης των ΗΠΑ. Οι εναλλασσόμενες εκκλήσεις και απειλές του Μπάιντεν φάνηκαν να μετριάζουν την επίθεση του Ισραήλ στη Ράφα, που ξεκίνησε στις αρχές Μαΐου, και ο ημερήσιος αριθμός θανάτων Παλαιστινίων έχει μειωθεί.
Οι διαπραγματεύσεις υπό την ηγεσία των ΗΠΑ, τέλος, έφεραν μια σύντομη κατάπαυση του πυρός το περασμένο φθινόπωρο στη Γάζα και την απελευθέρωση περισσότερων από 100 ομήρων. Αλλά οι συνεχείς προσπάθειες για την απελευθέρωση των υπολοίπων, τη διακοπή των μαχών και τη φροντίδα των πολιορκημένων κατοίκων της Γάζας απέτυχαν.
Ο Μπάιντεν βρέθηκε συχνά σε θέση ταχυδακτυλουργού που προσπαθεί να ισορροπήσει τις συχνά αντικρουόμενες προτεραιότητες της «ακλόνητης» υποστήριξης προς το Ισραήλ, της προστασίας των αμάχων και της αποφυγής ενός περιφερειακού πολέμου. Πλέον, όμως, φαίνεται πως οι δυνατότητές του εξαντλήθηκαν. Ενώ στην αρχή είχε πείσει το Ισραήλ να μείνει μακριά από τον Λίβανο, τελικά ο Νετανιάχου τον παράκουσε, η δε ανθρωπιστική κρίση στη Γάζα συνεχίζεται.
Η διαμάχη για τους αμάχους
Αυτή η ανθρωπιστική κρίση αποτέλεσε συχνά σημείο τριβής ανάμεσα στις ΗΠΑ και το Ισραήλ, το οποίο αρχικά είχε κλείσει όλα τα σημεία εξόδου και εισόδου στην περιοχή. «Ούτε ηλεκτρικό ρεύμα, ούτε φαγητό, ούτε νερό, ούτε καύσιμα» θα έμπαιναν στον θύλακα μέχρι να εξαφανιστεί η Χαμάς, είπε πει τότε ο ισραηλινός υπουργός Αμυνας Γιοάβ Γκάλαντ.
Οι Αμερικανοί προέτρεψαν πιεστικά τους ισραηλινούς αξιωματούχους να δρομολογήσουν μια ροή ανθρωπιστικής βοήθειας. Ο ίδιος ο Μπάιντεν αρνήθηκε να πάει στο Ισραήλ μέχρι να ανοίξουν οι δρόμοι της ανθρωπιστικής βοήθειας. «Ο Μπίμπι έλεγε: “Δεν γίνεται. Οι άνθρωποι εδώ δεν θέλουν ούτε μια ασπιρίνη να μπει στη Γάζα. Ο ισραηλινός λαός ζητά εκδίκηση”» ανέφερε στην Post ένας αξιωματούχος που είχε μεταβεί στο Τελ Αβίβ για να διαπραγματευτεί. Τελικά οι Ισραηλινοί υποχώρησαν.
Δύο ημέρες αργότερα, καθώς ο Μπάιντεν ετοιμαζόταν να αναχωρήσει για το Ισραήλ, βομβαρδίστηκε ένα νοσοκομείο στη βόρεια Γάζα σκοτώνοντας εκατοντάδες ανθρώπους. Ο Μπάιντεν τηλεφώνησε στον Νετανιάχου, ο οποίος επέμεινε ότι το Ισραήλ δεν ευθυνόταν για την επίθεση. Ο Μπάιντεν αποφάσισε να πάει στο Ισραήλ, ακόμη και πριν προκύψουν στοιχεία ότι το νοσοκομείο είχε χτυπηθεί από πύραυλο που εκτοξεύθηκε από άλλη μαχητική ομάδα στη Γάζα.
Οταν το Air Force One προσγειώθηκε στο Τελ Αβίβ, στις 18 Οκτωβρίου, ο Νετανιάχου περίμενε τον Μπάιντεν και οι δύο άνδρες αγκαλιάστηκαν. Οι φωτογραφίες θα γίνονταν σύντομα εμβληματικές της υποστήριξης του Μπάιντεν προς το Ισραήλ. Επιστρέφοντας στην Ουάσινγκτον, ο πρόεδρος ανακοίνωσε ότι υποβάλλει στο Κογκρέσο αίτημα για ένα τεράστιο πακέτο στρατιωτικής βοήθειας προς το Ισραήλ και την Ουκρανία.
Αλλά «κατέστησε επίσης σαφές» στον Νετανιάχου ότι «πρέπει να αντιμετωπίσει την ανθρωπιστική πλευρά του πολέμου με μεγάλη σοβαρότητα» είπε στην Postο Ντέιβιντ Σάτερφιλντ, ανώτερος διπλωμάτης των ΗΠΑ με μακρά εμπειρία στη Μέση Ανατολή, τον οποίο ο Μπάιντεν κάλεσε για να διαχειριστεί την επικείμενη ανθρωπιστική καταστροφή στη Γάζα. «Εγιναν οι μέγιστες προσπάθειες από το Ισραήλ; Οχι. Ούτε τότε και σίγουρα ούτε τώρα».
Μια εβδομάδα μετά την επίσκεψη του Μπάιντεν, μόνο 20 φορτηγά βοήθειας είχαν φθάσει στη Γάζα και το Ισραήλ ξεκίνησε την χερσαία εισβολή του.
«Μας συμβούλεψαν να μην το κάνουμε» είπε στην Post ένας ισραηλινός αξιωματούχος. Εκτός από τις προειδοποιήσεις από τον Μπάιντεν και τον Μπλίνκεν, οι Αμερικανοί «έστειλαν τρεις στρατηγούς με εμπειρία στο Ιράκ, που προσπάθησαν να μας τρομάξουν λέγοντας ότι κάθε μέρα θα χάνουμε 200 στρατιώτες». Αλλά η απόφαση είχε ληφθεί, πρόσθεσε.
Μέχρι το νέο έτος Μπάιντεν και Νετανιάχου μιλούσαν όλο και πιο αραιά. Ο αριθμός των νεκρών Παλαιστινίων ανέβηκε στα ύψη, οι ανθρωπιστικές οργανώσεις προειδοποίησαν για πιθανό λιμό και η υπομονή του Μπάιντεν άρχισε να στερεύει. Το Ισραήλ κινδύνευσε να χάσει τη διεθνή υποστήριξη με τον «αδιάκριτο βομβαρδισμό» του στη Γάζα, όπως είπε ο Μπάιντεν στους εβραίους χορηγούς της εκστρατείας επανεκλογής του, σε μια συγκέντρωση στον Λευκό Οίκο.
Οι διαμαρτυρίες κατά της υποστήριξης του προέδρου προς το Ισραήλ ήταν πλέον ο κανόνας στις εμφανίσεις του για την προεκλογική εκστρατεία, και μέσα στην κυβέρνηση όλο και περισσότερα στελέχη τάσσονταν κατά της στρατιωτικής βοήθειας στο Ισραήλ. Και η παγκόσμια προσοχή, όμως, είχε μετατοπιστεί, από τη βαρβαρότητα της Χαμάς στη βάναυση απάντηση του Ισραήλ.
Στις 11 Φεβρουαρίου ο Μπάιντεν είπε στους δημοσιογράφους ότι η στρατιωτική εκστρατεία του Ισραήλ στη Γάζα, όπου οι θάνατοι αμάχων μέχρι τότε φερόταν να έχουν φτάσει τις 28.000, ήταν «υπερβολική». Ο Νετανιάχου, από την πλευρά του, εξέφρασε ελάχιστο ενδιαφέρον για τα δεινά των αμάχων της Γάζας, για πολλούς από τους οποίους πίστευε ότι ήταν μέλη της Χαμάς, και αρνήθηκε μια πρόταση «πλαισίου» των ΗΠΑ για εκεχειρία έξι εβδομάδων που θα επέτρεπε τη διανομή βοήθειας και την απελευθέρωση περισσότερων ομήρων.
Για να επιδείξει την ανησυχία των ΗΠΑ για τους Παλαιστίνιους ο Μπάιντεν διέταξε τον στρατό των ΗΠΑ να ρίξει αεροπορικώς την αμερικανική βοήθεια και να κατασκευάσει μια προβλήτα στη Γάζα για παράδοση βοήθειας από θαλάσσης. Οι κινήσεις απέτυχαν να μετριάσουν την ανθρωπιστική κρίση.
Οι αμερικανοί αξιωματούχοι γελούσαν πικρά με τη δημόσια δήλωση του Νετανιάχου ότι η αναλογία μαχητών προς αμάχους που σκοτώθηκαν στη Γάζα ήταν 1 προς 1. Ομοίως απέρριψαν τους ισχυρισμούς του Ισραήλ ότι η βοήθεια δεν έφτανε στον πεινασμένο πληθυσμό επειδή η Χαμάς λεηλατούσε τα κονβόι.
Η στρατιωτική βοήθεια
Εν μέσω της κριτικής ότι ο Μπάιντεν έκανε είτε πάρα πολλά είτε πολύ λίγα, οι αποστολές όπλων από τις ΗΠΑ συνεχίστηκαν αμείωτες. Το Ισραήλ αισθανόταν όλο και περισσότερο ότι οι ΗΠΑ ήταν ένας «σκύλος που γαυγίζει, χωρίς να δαγκώνει», σημειώνει η Post.
Μέχρι που, κάποια στιγμή την άνοιξη, ο Μπάιντεν σταμάτησε μια αποστολή με βόμβες του ενός τόνου –τις οποίες το Ισραήλ είχε εκτοξεύσει γενναιόδωρα στη βόρεια Γάζα–, ως σήμα ότι οι ΗΠΑ δεν θα ενέκριναν τη χρήση τους στη Ράφα. Η ισραηλινή κυβέρνηση, που δεν είχε ενημερωθεί, έγινε έξαλλη.
Οταν, στα μέσα Μαρτίου, μίλησε ξανά με τον Νετανιάχου, ο Μπάιντεν εξέφρασε και πάλι ανησυχίες για την ανθρωπιστική βοήθεια και τη Ράφα. Ζήτησε από τον Νετανιάχου να στείλει τους ανώτερους βοηθούς του στην Ουάσινγκτον για να εξηγήσουν τι ακριβώς σχεδίαζε το Ισραήλ.
Ο Μπάιντεν δεν αμφισβήτησε την ανάγκη για δράση, είπαν στην Post αξιωματούχοι, αλλά προειδοποίησε ότι οι ΗΠΑ δεν θα υποστηρίξουν καμία επιχείρηση που δεν θα λαμβάνει υπόψη τους πολίτες και δεν θα αποφύγει τον μεγάλο αριθμό νεκρών, όπως συνέβη στις επιχειρήσεις στον Βορρά.
Στο μεταξύ, ο αυξανόμενος αριθμός των νεκρών στη Γάζα ήταν αντίστροφα ανάλογος με τα ποσοστά δημοφιλίας του Μπάιντεν, που έφθιναν. Η κυβέρνηση συνέχισε να απευθύνει έκκληση στο Ισραήλ να μετριάσει τις απώλειες αμάχων και οι Δημοκρατικοί έμοιαζαν τρομοκρατημένοι από τις πολεμικές τακτικές του Ισραήλ.
Οταν, στα τέλη Μαρτίου, οι ΗΠΑ αρνήθηκαν, για πρώτη φορά, να ασκήσουν βέτο σε ψηφοφορία στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ που απαιτούσε κατάπαυση του πυρός, ο Νετανιάχου ακύρωσε απότομα τη συνάντηση κορυφαίων στελεχών του με τον Μπάιντεν. Τελικά η συνάντηση έγινε εικονικά την 1η Απριλίου. Ηταν η ημέρα που έγινε το ισραηλινό χτύπημα εναντίον ιρανών αξιωματούχων στη Δαμασκό και εναντίον των εργαζομένων της World Central Kitchen στη Γάζα.
Αλλά το κύριο θέμα της συνάντησης ήταν η Ράφα. Οι Ισραηλινοί είπαν πως ήθελαν να «τελειώσουν τη δουλειά», όσο οι αμερικανοί αξιωματούχοι υποστήριζαν ότι η Χαμάς δεν ήταν πλέον μια αποτελεσματική στρατιωτική δύναμη και ότι μια πλήρους κλίμακας επίθεση στη Ράφα δεν άξιζε το πιθανό κόστος σε ζωές αμάχων. Μια πιο συγκρατημένη προσέγγιση με στοχευμένες επιχειρήσεις, είπαν, θα αρκούσε.
Πίστευαν, ήδη από καιρό, ότι η συνέχιση του πολέμου από το Ισραήλ δεν θα επιτύγχανε διαρκή έλεγχο του θύλακα ούτε θα έστρεφε τους κατοίκους της Γάζας εναντίον των μαχητών της Χαμάς, που διοικούσαν τον τόπο επί χρόνια. Οι αεροπορικές και χερσαίες επιχειρήσεις στη βόρεια Γάζα είχαν αποδεκατίσει προπύργια της Χαμάς, αφήνοντας πίσω τους έναν θυμωμένο πληθυσμό και επιτρέποντας στους μαχητές να επιστρέψουν επανειλημμένως σε περιοχές που το Ισραήλ είχε κηρύξει «καθαρές».
Οι αμερικανοί αξιωματούχοι κατηγορούσαν όλο και πιο σφοδρά το Ισραήλ για τη λάθος επιλογή των κατάλληλων πυρομαχικών για κάθε στόχο, αλλά και για πλήρη αδιαφορία για τους αμάχους. Οι ΗΠΑ προειδοποίησαν επανειλημμένα τους ισραηλινούς αξιωματούχους ότι αν ξεκινήσουν μια επιχείρηση στη Ράφα «θα χτυπήσετε ένα εκατομμύριο απροστάτευτους ανθρώπους. Βρείτε τους καταφύγια να πάνε» είπε στην Post ο Σάτερφιλντ.
Το Ισραήλ απέρριψε τις ανησυχίες των ΗΠΑ επιμένοντας ότι είχε σχέδιο. Οι Αμερικανοί έλεγαν: «Μην ξεκινάτε πριν να έχετε μια ολοκληρωμένη λύση για τους αμάχους», η οποία θα χρειαζόταν πολλούς μήνες, επιβεβαιώνει ο ισραηλινός αξιωματούχος. «Εμείς είπαμε ότι δεν μπορούμε να περιμένουμε».
Οι Αμερικανοί λένε τώρα ότι αιφνιδιάστηκαν όταν ξεκίνησε η επίθεση, λίγες ημέρες αργότερα. Εκατοντάδες χιλιάδες κάτοικοι της Γάζας άρχισαν να πηγαίνουν σε «ασφαλείς» περιοχές που είχε ορίσει το Ισραήλ, οι οποίες τελικά επλήγησαν από αεροπορικές επιδρομές. «Ολες μας οι ανησυχίες έγιναν πραγματικότητα» είπε στην Post ο Σάτερφιλντ. «Η δυστυχία του εκτοπισμένου πληθυσμού στη Ράφα ήταν ακόμη μεγαλύτερη από ό,τι είχαμε προβλέψει».
Ο ισραηλινός αξιωματούχος υπερασπίστηκε τη συμπεριφορά της κυβέρνησής του, αναγνωρίζοντας τις μειωμένες δυνατότητές της να παρέχει βοήθεια και καταφύγιο, αλλά επιμένοντας ότι η ανθρωπιστική κρίση που είχαν προβλέψει οι επικριτές του Ισραήλ δεν συνέβη. «Δεν είναι μια ρόδινη εικόνα, φυσικά» είπε στην Post. «Ο πόλεμος είναι πόλεμος».
Η ώρα του Ιράν
Καθώς αυτά συνέβαιναν στη Ράφα, το Ισραήλ και οι ΗΠΑ προετοιμάζονταν για την απάντηση της Τεχεράνης στο χτύπημα της 1ης Απριλίου στη Δαμασκό. Ηρθε στις 13 Απριλίου. Ο Μπάιντεν και η ομάδα του παρακολούθησαν σε πραγματικό χρόνο πάνω από 300 ιρανικούς πυραύλους και μη επανδρωμένα αεροσκάφη να κατευθύνονται προς το Ισραήλ.
Το Ισραήλ, με την υποστήριξη των ΗΠΑ, απέκρουσε με επιτυχία την πρώτη απευθείας επίθεση. Αφήστε το να τελειώσει εκεί, είπε ο Μπάιντεν. Η ανησυχία του ήταν ότι η επιθυμία του Ισραήλ να έχει τον τελευταίο λόγο θα κρατούσε την περιοχή εγκλωβισμένη σε έναν επικίνδυνο κύκλο βίας. «Δεν ακούσαμε αυτή τη συμβουλή» είπε ένας ανώτερος ισραηλινός αξιωματούχος στην Post σχετικά με την έκκληση του Μπάιντεν. «Στην περιοχή μας η άμυνα δεν αρκεί».
Εξι ημέρες μετά το ιρανικό μπαράζ, ο ισραηλινός στρατός χτύπησε στρατιωτική τοποθεσία στο κεντρικό Ιράν. Την τελευταία ημέρα του Ιουλίου, ισραηλινό χτύπημα σε προάστιο της Βηρυτού σκότωσε το στέλεχος της Χεζμπολάχ, Φουάντ Σουκρ. Ωρες αργότερα, ο πολιτικός αρχηγός της Χαμάς, Ισμαήλ Χανίγια, δολοφονήθηκε με βόμβα που είχε τοποθετηθεί σε ξενώνα στην Τεχεράνη.
Αμερικανοί αξιωματούχοι, οι οποίοι είχαν λάβει μόνο μια γενική ειδοποίηση από το Ισραήλ πριν την επιχείρηση εναντίον του Σουκρ, και καμία πριν από τη δολοφονία του Χανίγια, φοβήθηκαν ότι οι δολοφονίες έθεταν σε κίνδυνο τα αμερικανικά στρατεύματα στις βάσεις της Μέσης Ανατολής. Οι δυνάμεις των ΗΠΑ στην περιοχή είχαν ήδη υποστεί επιθέσεις με ρουκέτες και μη επανδρωμένα αεροσκάφη από πολιτοφυλακές που υποστηρίζονται από το Ιράν, στο Ιράκ και στη Συρία, με αποτέλεσμα δεκάδες τραυματισμούς και τον θάνατο τριών στρατιωτών στην Ιορδανία. Το Πεντάγωνο φοβόταν ότι το Ιράν θα μπορούσε να χάσει τον έλεγχο αυτών των ομάδων, οι οποίες θα συνέχιζαν τις επιθέσεις τους εναντίον αμερικανικών δυνάμεων.
Η πολιτική του Μπάιντεν ήταν σταθερή: Εάν το Ισραήλ αντιμετώπιζε μια εξωτερική επίθεση, η Αμερική θα βοηθούσε. Αλλά αν το Ιράν ήταν διατεθειμένο να σπάσει ένα ταμπού 75 ετών και να επιτεθεί απευθείας στο Ισραήλ εξαιτίας ενός χτυπήματος στη Συρία, τι θα επιχειρούσε μετά η Τεχεράνη;
Η ισραηλινή απάντηση ήταν ένα ακόμη παράδειγμα της τακτικής του Τελ Αβίβ: χτυπήματα εκτός ορίων, με την πεποίθηση ότι οι ΗΠΑ θα το στηρίξουν.
Κάποιοι υπέθεσαν ότι η προφανής διανοητική κατάρρευση του Μπάιντεν είχε ενθάρρυνε περαιτέρω τον Νετανιάχου, ο οποίος πιστεύει πως μια πιθανή επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο θα σήμαινε περισσότερη υποστήριξη των ΗΠΑ στο Ισραήλ και λιγότερες διαμαρτυρίες. Λίγες μέρες πριν από τις επιθέσεις στον Σουκρ και τον Χανίγια, και μετά από μια καταιγιστική ομιλία του στο Κογκρέσο, ο Νετανιάχου είχε επισκεφθεί τον Τραμπ στην κατοικία του στη Φλόριντα.
Τον Αύγουστο ο Μπλίνκεν έκανε έκκληση στον ιρακινό πρωθυπουργό να χρησιμοποιήσει τους στενούς δεσμούς της χώρας του με την Τεχεράνη. Η Ιορδανία και η Αιγύπτος επιστρατεύθηκαν για να προσεγγίσουν το Ιράν και ο Λευκός Οίκος κοινοποίησε προειδοποιήσεις στους ιρανούς αξιωματούχους. Αλλά το Πεντάγωνο προειδοποίησε επίσης το Ισραήλ ότι η υποστήριξη των ΗΠΑ δεν θα επεκταθεί σε περίπτωση περιττών επιθετικών επιχειρήσεων.
Τον Αύγουστο υπήρχαν ενδείξεις ότι οι Ισραηλινοί σχεδίαζαν μια μεγάλη επίθεση κατά της Χεζμπολάχ. «Αν κάνετε κάτι τέτοιο», τους είπε ο Μπλίνκεν, «θα θεωρηθεί ότι ενεργείτε ανεύθυνα, όχι μόνο από τη Χεζμπολάχ και το Ιράν, αλλά και από πολλούς φίλους σας. Και δεν μπορείτε να αντέξετε οικονομικά κάτι τέτοιο αυτή τη στιγμή».
Επί μήνες ο απεσταλμένος του Λευκού Οίκου προσπαθούσε να μεσολαβήσει για μια διπλωματική εκεχειρία μεταξύ Ισραήλ και Χεζμπολάχ, η οποία είχε δηλώσει ότι θα δεχόταν μόνον όταν επιτευχθεί κατάπαυση του πυρός στη Γάζα. Ομως οι διαπραγματεύσεις για κατάπαυση του πυρός παρέμεναν κολλημένες σε αδιάλλακτες απαιτήσεις και από τις δύο πλευρές.
Στις 27 Αυγούστου, μετά από επίθεση με ρουκέτα που σκότωσε 12 νεαρούς στα Υψίπεδα του Γκολάν, ο Νετανιάχου υποσχέθηκε ότι η Χεζμπολάχ θα «πλήρωνε βαρύ τίμημα». Στις 17 Σεπτεμβρίου έγινε η συντονισμένη πυροδότηση των βομβητών της Χεζμπολάχ, σε μια άνευ προηγουμένου επίθεση δολιοφθοράς από το Ισραήλ.
Τις ημέρες που ακολούθησαν το Ισραήλ εξαπέλυσε εκατοντάδες αεροπορικές επιδρομές σε όλον τον Λίβανο, με στόχο τη Χεζμπολάχ, αλλά με θύματα πολλούς αμάχους. Οι αρχηγοί του ισραηλινού στρατού ανέφεραν ότι σύντομα επρόκειτο να ακολουθήσει χερσαία επίθεση. Καθώς η Χεζμπολάχ απάντησε με το δικό της μπαράζ ρουκετών στο βόρειο Ισραήλ, συμπεριλαμβανομένου του πρώτου βαλλιστικού πυραύλου που στόχευσε το Τελ Αβίβ, το Ιράν ανακοίνωσε ότι οι ισραηλινές επιθέσεις δεν θα γίνουν ανεκτές.
Στα μέσα Σεπτεμβρίου, κορυφαίοι αξιωματούχοι από όλον τον κόσμο συγκεντρώθηκαν στη Νέα Υόρκη για την ετήσια Γενική Συνέλευση του ΟΗΕ. Ο Μπάιντεν ανέβηκε στη σκηνή για την τελευταία του ομιλία ως πρόεδρος ενώπιον της Γενικής Συνέλευσης και έκανε έκκληση στους συγκεντρωμένους για παγκόσμια ηρεμία. «Βρισκόμαστε σε άλλο ένα σημείο καμπής» είπε.
Τρεις ημέρες αργότερα, την ώρα που ο Νετανιάχου ανέβαινε στο ίδιο βήμα για να επικρίνει τον διεθνή οργανισμό ως «αντισημιτικό», ισραηλινά αεροσκάφη βομβάρδιζαν τα νότια προάστια της Βηρυτού, σε ένα μαζικό χτύπημα με βασικό θύμα τον Νασράλα, τον μακροχρόνιο ηγέτη της Χεζμπολάχ, θέτοντας την περιοχή σε τροχιά ολοκληρωτικού πολέμου. Ο Νετανιάχου δεν είχε καν ενημερώσει τον Μπάιντεν.