Εναν χρόνο και πλέον από τότε που ο Βλαντίμιρ Πούτιν διέταξε τα στρατεύματά του να εισβάλουν στην Ουκρανία, δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο πόλεμος αποτελεί καταστροφή και για την ίδια τη Ρωσία. Εξυπακούεται ότι από την απρόκλητη ρωσική επιθετικότητα πλήττονται βάναυσα κυρίως οι Ουκρανοί, αλλά εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και τραυματίες μετρούν και οι Ρώσοι. Οι άνευ προηγουμένου Δυτικές κυρώσεις ασκούν αφόρητη πίεση στη ρωσική οικονομία, ενώ η μεγάλης κλίμακας κινητοποίηση της Μόσχας και η καταστολή της κοινωνίας των πολιτών ανάγκασαν εκατοντάδες χιλιάδες εργαζόμενους υψηλής ειδίκευσης να καταφύγουν στο εξωτερικό.
Σύμφωνα, όμως, με τον Αλεξάντερ Γκαμπούεφ, διευθυντή του Προγράμματος για τη Ρωσία και την Ευρασία στο Βερολίνο του Carnegie Endowment for International Peace, το μεγαλύτερο πλήγμα για τη Ρωσία ενδέχεται να είναι ότι απώλεσε οριστικά τη δυνατότητα να ευημερεί εν ειρήνη, καταλαμβάνοντας συγχρόνως σημαντική θέση στην παγκόσμια τάξη πραγμάτων, όπως αυτή διαμορφώνεται στην τρίτη δεκαετία του 21ου αιώνα.
«Η τρέχουσα πορεία της εξωτερικής πολιτικής της Ρωσίας δεν ήταν προκαθορισμένη και υπήρχαν πολλές πιθανότητες να ενεργούσε διαφορετικά το Κρεμλίνο. Κατά τα περισσότερα από τα τελευταία 20 χρόνια –ακόμα και μετά την παράνομη προσάρτηση της Κριμαίας, το 2014– η Ρωσία είχε μια ιστορική ευκαιρία να δημιουργήσει μια δυναμική νέα θέση για την ίδια στο διεθνές σύστημα» γράφει o ρώσος ειδικός σε εκτενή ανάλυσή του στο Foreign Affairs.
Εξηγεί πως όταν ο Βλαντίμιρ Πούτιν ορκίστηκε πρόεδρος, τον Μάιο του 2000, η Ρωσία εισερχόταν σε μια περίοδο κατά την οποία επρόκειτο να της προσφερθούν πάμπολλες δυνατότητες –τόσο εντός όσο και εκτός των συνόρων της–, περισσότερες από οποιαδήποτε άλλη περίοδο της ιστορίας της.
Οσον αφορά την κατάσταση στο εσωτερικό, η χώρα είχε επιζήσει από την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και την ταραχώδη δεκαετία του 1990, θέτοντας συγχρόνως τις απαραίτητες βάσεις ούτως ώστε να μετατραπεί από αυτοκρατορία σε εθνικό κράτος. Και παρά τους δυο φρικτούς πολέμους στην Τσετσενία κατά την αλλαγή του αιώνα, στη Ρωσία επικρατούσε σταθερότητα και ειρήνη. Η κεντρικά σχεδιασμένη και διευθυνόμενη οικονομία είχε αντικατασταθεί από μια οικονομία της αγοράς και η χώρα ήταν μια ατελής αλλά ζωντανή δημοκρατία.
Στη συνέχεια, γύρω στο 2003, η χώρα στάθηκε ιδιαίτερα τυχερή λόγω της αύξησης των τιμών των πρώτων υλών που επέφερε η αμερικανική εισβολή στο Ιράκ το 2003, καθώς και η θεαματική οικονομική ανάπτυξη της Κίνας. Τα ταμεία της Μόσχας άρχισαν να γεμίζουν ξαφνικά με έσοδα από τις πωλήσεις πετρελαίου, φυσικού αερίου, μετάλλων, λιπασμάτων και άλλων προϊόντων στην παγκόσμια αγορά.
Τα απροσδόκητα κέρδη παρείχαν στη Ρωσία τη δυνατότητα να αποπληρώσει γρήγορα το εξωτερικό χρέος της και να διπλασιάσει, σχεδόν, το ΑΕΠ της κατά τη διάρκεια των δύο πρώτων προεδρικών θητειών του Βλαντίμιρ Πούτιν. Παρά την αυξανόμενη και γενικευμένη διαφθορά, οι περισσότεροι απλοί ρώσοι πολίτες έβλεπαν τα εισοδήματά τους να αυξάνονται.
«Σε σύγκριση με το ταραγμένο αυτοκρατορικό και σοβιετικό παρελθόν τους, οι Ρώσοι δεν είχαν ποτέ ξανά υπάρξει τόσο εύποροι και ταυτόχρονα τόσο ελεύθεροι όσο κατά την πρώτη δεκαετία του 21ου αιώνα. Με αυτά τα ισχυρά οικονομικά και πολιτικά θεμέλια, η Ρωσία είχε πολλές πιθανότητες να καταστεί μια παγκόσμια δύναμη μεταξύ Ανατολής και Δύσης – επωφελούμενη από τους δεσμούς της, τόσο με την Ευρώπη όσο και με την Ασία, και εστιάζοντας στην εσωτερική ανάπτυξη» συνοψίζει ο Αλεξάντερ Γκαμπούεφ.
Σχετικά με τη θέση που θα μπορούσε να κατέχει η Ρωσία στη διεθνή σκηνή εάν ο ηγέτης της συμπεριφερόταν διαφορετικά, επισημαίνει καταρχάς πως οι γεωπολιτικές συνθήκες στις αρχές του 21ου αιώνα, δηλαδή όταν ο Πούτιν ανήλθε στην εξουσία, ήταν εξαιρετικές για τη χώρα.
Γιατί δεν είχε εξωτερικούς εχθρούς και δεν την απασχολούσαν εδαφικές διεκδικήσεις πρώην σοβιετικών δημοκρατιών, γιατί οι ΗΠΑ δεν την αντιμετώπιζαν πλέον ως θανάσιμο εχθρό, ενώ είχε και πολύ καλές σχέσεις με την Ευρώπη, γιατί εξακολουθούσε να ασκεί επιρροή σε πολλές περιοχές της πρώην σοβιετικής επικράτειας και διατηρούσε δεσμούς με πολλές αναπτυσσόμενες οικονομίες στον παγκόσμιο Νότο, γιατί οι Δυτικές επενδύσεις στη Ρωσία αυξάνονταν, όπως και οι ρωσικές εξαγωγές ανά τον κόσμο, γιατί η Μόσχα συνέχιζε να συνδέεται οικονομικά με τα κράτη της Ανατολικής Ευρώπης και της Βαλτικής, γιατί για πρώτη φορά στην ιστορία της δεν χρειαζόταν να ξοδεύει το μεγαλύτερο μέρος των πολύτιμων πόρων της για να αμύνεται από εξωτερικές απειλές ή να επιδιώκει την παγκόσμια κυριαρχία, αναφέρει μεταξύ άλλων ο ρώσος αναλυτής.
Πίσω ολοταχώς εξαιτίας του Πούτιν
Θα μπορούσε, λοιπόν, το Κρεμλίνο να χαράξει μια εξωτερική πολιτική, επιδιώκοντας σχεδόν αποκλειστικά τη μεγιστοποίηση της ευημερίας του ρωσικού λαού (μέσω της οικονομικής ανάπτυξης) και την εξασφάλιση της ασφάλειάς του με σχετικά ελάχιστο κόστος. «Δεδομένων των ευνοϊκών οικονομικών δεσμών και σχέσεων ασφαλείας, η Ρωσία θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί σε ένα έθνος με οικονομία παρόμοια με εκείνη του Καναδά, με μόνιμη έδρα στο Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, μεγάλο απόθεμα πυρηνικών όπλων και γεωπολιτική ουδετερότητα. Με λίγα λόγια, η Ρωσία είχε τα θεμέλια που χρειαζόταν για να καταστεί μια ευημερούσα, σίγουρη, ασφαλής και αξιόπιστη μεγάλη δύναμη του 21ου αιώνα – μια χώρα που θα μπορούσε να συμβάλει στην αντιμετώπιση ορισμένων από τα πιεστικά προβλήματα του κόσμου» γράφει ο ρώσος αναλυτής.
Πλέον, ωστόσο, όλα αυτά ανήκουν στο παρελθόν, εξαιτίας κυρίως του Πούτιν. «Καθοδηγούμενη από την αυξανόμενη όρεξή του για εξουσία, η Ρωσία μετετράπη την τελευταία δεκαετία σε ένα αυταρχικό καθεστώς, με τη ρωσική κοινωνία και τις ελίτ της χώρας να είναι ανίκανες και απρόθυμες να εμποδίσουν τη διαδικασία. Αυτός ο μετασχηματισμός ευθύνεται σε μεγάλο βαθμό για την αποτυχία της Μόσχας να εκμεταλλευθεί αυτές τις ευκαιρίες και να επαναπροσδιορίσει το παγκόσμιο ανάστημα της Ρωσίας».
Αντιθέτως, η σταθερή συσσώρευση εξουσίας από τον επικεφαλής του Κρεμλίνου είχε ως αποτέλεσμα μια αυστηρή διαδικασία χάραξης εξωτερικής πολιτικής που βασιζόταν σε αμερόληπτες αναλύσεις και διαπραγματεύσεις να μετατραπεί σε μια ολοένα πιο προσωπική (του επικεφαλής του Κρεμλίνου) υπόθεση. Σε αυτό το πλαίσιο, ο Πούτιν και ο στενός κύκλος του «ενέδωσαν στην αυξανόμενη παράνοια σχετικά με τις δυνητικές Δυτικές στρατιωτικές απειλές και οι αποφάσεις τους δεν υποβάλλονταν στον νοητικό και θεσμικό έλεγχο που απαιτούνταν. Τελικά, αυτό οδήγησε τη χώρα στη στρατηγική και ηθική καταστροφή του πολέμου στην Ουκρανία» σημειώνει ο Αλεξάντερ Γκαμπούεφ.
Οσον αφορά το μέλλον, κρίνει πως η δυνατότητα που είχε η Μόσχα (ακόμη και μετά την εισβολή στο Ντονμπάς και την προσάρτηση της Κριμαίας το 2014) να επανακαθορίσει τη θέση της στη διεθνή σκηνή, κυρίως προς όφελός της αλλά και προς όφελος της παγκόσμιας κοινότητας στο σύνολό της, χάθηκε «όταν οι πρώτες βόμβες και οι πρώτοι πύραυλοι της Ρωσίας έπληξαν την Ουκρανία. Είναι αδύνατο να ειπωθεί πώς θα τερματιστεί αυτός ο βάναυσος πόλεμος, αλλά ένα πράγμα είναι ξεκάθαρο: αυτές οι χαμένες ευκαιρίες δεν θα εμφανιστούν ποτέ ξανά».
Ακόμη και αν η Ουκρανία κατάφερνε τελικά να νικήσει κατά κράτος τη Ρωσία, με τους όρους που εξακολουθεί να θέτει το Κίεβο, αυτό δεν θα επέφερε απαραίτητα και τον εκδημοκρατισμό της Ρωσίας. Δεδομένου, όμως, ότι ο Πούτιν ενδέχεται να καταφύγει στο πυρηνικό του οπλοστάσιο, εάν αρχίσει να αισθάνεται πως απειλείται η επιβίωση του καθεστώτος του, το να καταφέρουν μια ολοκληρωτική νίκη οι Ουκρανοί θεωρείται ελάχιστα πιθανό, τουλάχιστον όσο ο ρώσος πρόεδρος παραμένει στην εξουσία.
«Εν τω μεταξύ, η Ρωσία θα παρασύρεται σταδιακά προς ένα οικονομικό και πολιτικό μοντέλο που θα μοιάζει με αυτό του Ιράν και θα εξαρτάται ολοένα περισσότερο από την Κίνα. Η μεγαλύτερη συμφορά για τη χώρα μπορεί να είναι ότι μια τέτοια, ιρανικού τύπου, κατάληξη θα μπορούσε να αποδειχθεί αρκετά ανθεκτική και κάθε χρόνο που θα διαρκεί θα μειώνει περαιτέρω τις πιθανότητες η Ρωσία να επιλύσει τη σύγκρουση με την Ουκρανία, να μετανοήσει για το κακό που έκανε, να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με τον έξω κόσμο και να αρχίσει να χαράσσει πραγματιστικά και ισορροπημένα την εξωτερική πολιτική της» καταλήγει ο Αλεξάντερ Γκαμπούεφ.