Στην Ιταλία, η ήττα του κεντροαριστερού Δημοκρατικού Κόμματος (PD) στις γενικές εκλογές της 25ης Σεπτεμβρίου ερμηνεύτηκε από την πλειονότητα των σχολιαστών ως σημάδι, καταρχάς της αποτυχίας του κόμματος και της στρατηγικής του, αλλά και της αναπόφευκτης ανόδου της εθνικιστικής και συντηρητικής Δεξιάς, καθώς και της συνεπακόλουθης υπαρξιακής αγωνίας της Αριστεράς. Επειτα, όμως, από μόλις πέντε μήνες και τη νίκη της Ελι Σλάιν στις εσωκομματικές εκλογές για την ηγεσία του PD, οι πιο ένθερμοι από τους υποστηρικτές του έσπευσαν να γιορτάσουν την ανάσταση του κόμματός τους.
Με λίγα λόγια, η Αριστερά στην Ιταλία παρουσιάζεται «είτε ως σχεδόν νεκρή ή ωσάν να βρίσκεται σε ανάρρωση, λίγο-πολύ στο στάδιο της αποθεραπείας» συνοψίζει σε άρθρο του στη Repubblica o Μαρκ Λαζάρ. Σύμφωνα, όμως, με τον επιφανή γάλλο ιστορικό (είναι διευθυντής του Κέντρου Ιστορίας του Ινστιτούτου Πολιτικών Επιστημών του Παρισιού και πρόεδρος της Σχολής Διακυβέρνησης του Πανεπιστημίου LUISS της Ρώμης), κάτι παρόμοιο μπορεί να ειπωθεί για την ευρωπαϊκή Αριστερά στο σύνολό της.
Σημειώνει καταρχάς ότι αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η Αριστερά βρίσκεται σε υποχώρηση, βιώνοντας εδώ και καιρό μια επώδυνη εκλογική πτώση. Ο Μαρκ Λαζάρ επικαλείται στο άρθρο του τον Γεράσιμο Μοσχονά (καθηγητή Συγκριτικής Πολιτικής στο Πάντειο Πανεπιστήμιο και από τους κορυφαίους ειδικούς στην ευρωπαϊκή Αριστερά, σύμφωνα με τον γάλλο ιστορικό), ο οποίος έδειξε πρόσφατα ότι τα 12 μεγαλύτερα σοσιαλδημοκρατικά κόμματα της Βόρειας Ευρώπης τη δεκαετία 1950-1959 συγκέντρωναν κατά μέσο όρο σχεδόν το 35% των ψήφων, ενώ την περίοδο 2010 -2022 μόλις που κατάφερναν να ξεπεράσουν το 22%.
Οσον αφορά τα σοσιαλιστικά κόμματα με τη μεγαλύτερη επιρροή στη νότια Ευρώπη –στην Ελλάδα, στην Ισπανία και στην Πορτογαλία–, κατά την περίοδο της ακμής τους, τη δεκαετία 1990-1999, κέρδιζαν κατά μέσο όρο το 40% των ψήφων, ενώ την περίοδο 2010-2022 περιορίζονταν λίγο πάνω από το 23%. Επιπλέον, όλα τα αριστερά κόμματα βλέπουν τα εγγεγραμμένα μέλη τους να μειώνονται, καθώς μειώνεται και η επιρροή, πνευματική και πολιτιστική, που ασκούν, ιδιαίτερα στις νεότερες γενιές και στις λαϊκές τάξεις.
Ο Μαρκ Λαζάρ, που είναι επίσης ειδικός στην Ιστορία της Αριστεράς και των κομμάτων της, λαμβάνοντας υπόψη αυτό «το ανησυχητικό πλαίσιο», αναγνωρίζει, φυσικά, ότι δικαιολογημένα θα μπορούσε να γίνει λόγος για κρίση της Αριστεράς στην Ευρώπη. Προβαίνει, όμως, σε τρεις καίριες παρατηρήσεις.
Πρώτον, αυτή την περίοδο η Αριστερά συγκυβερνά, μέσω συνασπισμών, σε πολλές χώρες – στην Ισπανία, στην Πορτογαλία, στη Γερμανία, στη Δανία, ακόμη και στη Νορβηγία.
Δεύτερον, οι δυσκολίες δεν αποτελούν μονοπώλιο της Αριστεράς. Εξίσου έχει αποσταθεροποιηθεί και η παραδοσιακή Δεξιά, όπως αποδεικνύουν τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν πολλά δεξιά (πρώην κυβερνώντα) κόμματα, όπως το Forza Italia στην Ιταλία, οι Ρεπουμπλικανοί στη Γαλλία, το Λαϊκό Κόμμα στην Ισπανία, η Χριστιανοδημοκρατική Ενωση στη Γερμανία και το Κόμμα των Μετριοπαθών στη Σουηδία.
Το τρίτο που επισημαίνει ο Μαρκ Λαζάρ στο άρθρο του είναι πως η ιστορία της μεταρρυθμιστικής Αριστεράς χαρακτηρίζεται από μια συνεχή εναλλαγή περιόδων δόξας και φάσεων κρίσης. Μεταξύ των δύο παγκοσμίων πολέμων, για παράδειγμα, έπρεπε να αντιμετωπίσει την πρόκληση των φασιστών, των ναζί, αλλά και των κομμουνιστών, και έδειχνε καταδικασμένη να εξαφανιστεί. Στη δεκαετία του 1960 αμφισβητήθηκε έντονα από την εξωκοινοβουλευτική Αριστερά, η οποία προκάλεσε αναταραχή ακόμη και στις τάξεις της. Σε όλες, όμως, αυτές τις περιπτώσεις βρήκε τον τρόπο να προσαρμοστεί.
«Θα συμβεί το ίδιο;» διερωτάται ο γάλλος ιστορικός, εξηγώντας πως για να απαντηθεί αυτό το ερώτημα είναι σημαντικό να γίνει αντιληπτή η κατάσταση στην οποία κατέληξε να βρίσκεται σήμερα η ευρωπαϊκή Αριστερά, έπειτα από την πολυετή επίδραση φαινομένων όπως η παγκοσμιοποίηση, οι μεταλλάξεις του καπιταλισμού, η επέλαση της ατομοκρατίας, η τεχνολογική επανάσταση και οι μετασχηματισμοί των κοινωνιών, ιδιαίτερα η διαφοροποίηση, ο κατακερματισμός, η εξαφάνιση ενός συγκεκριμένου κόσμου της εργατικής τάξης.
Σε πολιτικό επίπεδο, στην αποδυνάμωση της Αριστεράς συνέβαλαν η δυναμική του προσωποκεντρισμού, ο ολοένα πιο κεντρικός ρόλος των ΜΜΕ και η προώθηση διαφόρων δεξιών λαϊκισμών (που συχνά είχαν απήχηση μεταξύ των μη προνομιούχων), σε ορισμένες περιπτώσεις και αριστερών λαϊκισμών (που απέκοψαν από τη μεταρρυθμιστική Αριστερά μορφωμένους νέους και ορισμένα λαϊκά στρώματα).
Φυσικά, η Αριστερά δεν έμεινε αδρανής μπροστά σε όλα αυτά. Αντέδρασε, με τον Μαρκ Λαζάρ να θυμίζει πως, ακολουθώντας, τη δεκαετία του 1990, τον Τρίτο Δρόμο των Εργατικών του Τόνι Μπλερ στη Βρετανία και των Σοσιαλδημοκρατών (SPD) του Γκέρχαρντ Σρέντερ στη Γερμανία, αποδέχτηκε συγκεκριμένες μορφές οικονομικού φιλελευθερισμού, εφαρμόζοντας κοινωνικές πολιτικές προσαρμοσμένες στα όποια νέα δεδομένα – κάτι που τη δίχασε βαθιά, ενώ ακόμη δεν έχει προβεί σε έναν απολογισμό όσον αφορά τις επιτυχίες και τις αποτυχίες αυτού του περιβόητου Τρίτου Δρόμου.
Σήμερα καλείται να καταστρώσει ένα νέο σχέδιο, να συνθέσει μια νέα στρατηγική, ούτως ώστε να συνδυάσει την απαραίτητη οικολογική μετάβαση, τη βιώσιμη ανάπτυξη, τις κοινωνικές πολιτικές υπέρ των λαϊκών τάξεων, τη μείωση των κοινωνικών, γενεαλογικών, εδαφικών και έμφυλων ανισοτήτων, τον εκσυγχρονισμό του δημόσιου τομέα και των υπηρεσιών που παρέχει το κράτος, την απαραίτητη ανανέωση της πολιτικής, τον επαναπροσανατολισμό των ευρωπαϊκών πολιτικών και την υπεράσπιση των μειονοτήτων. «Το εγχείρημα είναι δύσκολο, όχι όμως αδύνατο» γράφει ο Μαρκ Λαζάρ, ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του.