Η τυπική κατάταξη όλων των χωρών στον νοητό άξονα των πολιτευμάτων δείχνει ότι στην εποχή μας η ανθρωπότητα έχει προοδεύσει: το «συντριπτικό» ποσοστό (75%) των αυταρχικών καθεστώτων στη δύση της ψυχροπολεμικής δεκαετίας του ‘70 έχει συρρικνωθεί πια (38%), αφήνοντας στο τελευταίο έτος του 20ού αιώνα το ισοζύγιο τυραννίας-δημοκρατίας ισοσκελισμένο (50%).
Είναι, αλήθεια, τόσο ιδανικά τα πράγματα όσο δείχνουν;
Και βέβαια όχι, λένε δύο κείμενα –της Ερικα Φραντς στο Foreign Policy και του Ιαν Μπρέμερ στην Corriere della Sera-, αφού όπως συμβαίνει σε όλες τις καταστάσεις άλλο το φαίνεσθαι και άλλο το είναι.
Η ιστορική ειρωνεία συνίσταται στο ότι οι τυραννίδες του 21ου αιώνα έχουν περιβληθεί τον μανδύα των δημοκρατιών: ο απολυταρχισμός είναι κεκαλυμμένος πίσω από δημοκρατικοφανείς συλλογικές λειτουργίες, δημοψηφίσματα, εκλογές, κ.λπ. Η προσποίηση έχει εξελιχθεί σε τέχνη των εξουσιαστών σε κράτη, λόγου χάρη, τύπου Τουρκίας (του Ερντογάν) ή Σιγκαπούρης, ωστόσο χρησιμοποιείται και επί ευρωπαϊκού εδάφους σε δημοκρατικά κράτη όπως η Ιταλία, η Ουγγαρία και η Πολωνία, ακόμη και στις ΗΠΑ (του Τραμπ), με πρόφαση μείζονα θέματα με κοινωνικο-οικονομικό αντίκτυπο, όπως είναι η μετανάστευση και η εργασία/ανεργία.
Οι ανά τον πλανήτη δικτάτορες μεταχειρίζονται μόνο τα μέσα εκείνα που εξασφαλίζουν τη διαιώνιση της εξουσίας τους, γνωρίζοντας ότι οι παραδοσιακές τεχνικές επιβολής και ελέγχου του πληθυσμού ανήκουν στον περασμένο αιώνα. Τα στοιχεία αποκαλύπτουν ότι καλώς πράττουν, καθώς από τους ψευδοδημοκρατικούς θεσμούς οι τύραννοι δεν έχουν να φοβηθούν τίποτε. Ο νόθος πολιτικός πλουραλισμός προσφέρει πλεονεκτήματα και ελαχιστοποιεί τους κινδύνους. Η μίμηση των δημοκρατικών λειτουργιών είναι επιφανειακή.
Οι ψευδοδημοκρατίες νομιμοποιούν μεν μη κυβερνητικές οργανώσεις, αλλά μόνο εκείνες οι οποίες εξυπηρετούν το καθεστώς προωθώντας την κυβερνητική/κρατική ατζέντα. Οι δικτάτορες αγοράζουν έξωθεν καλή μαρτυρία μέσω επιχειρήσεων δημοσίων σχέσεων. «Κλειδί» και στις δύο παραπάνω περιπτώσεις είναι το χρήμα.
Ταυτόχρονα, στις παραδοσιακές αστικές δημοκρατίες (της Δύσης), όπως παρατηρεί ο οργανισμός ανθρωπίνων δικαιωμάτων Freedom House, η λαϊκή εμπιστοσύνη στις κυβερνήσεις βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα.
Ετσι το οξύμωρο επικρατεί: στον κινεζικό, μονοκομματικού εξουσιαστικού πλαισίου, επιθετικό καπιταλισμό, επί παραδείγματι, προσβλέπουν πολλές κυβερνήσεις αλλά και πολίτες από κάθε γωνιά της Γης για λύση σε προβλήματα οικονομίας, ασφάλειας και σταθερότητας. Αυτοί παραβλέπουν την καταστολή εντός της Κίνας, ακόμα και σε επίπεδο φίμωσης του Διαδικτύου, όπως και την εκμετάλλευση των τεχνολογικών εξελίξεων προς όφελος του αυταρχικού κράτους (μοντέρνα εργαλεία παρακολούθησης, αναγνώρισης προσώπου, εντοπισμού πιθανών «ταραξιών», μείωσης του κινδύνου διαδηλώσεων μεγάλης κλίμακας, κ.ά.).
Επίσης, το ρωσικό κράτος, γράφει ο Μπρέμερ, εκμεταλλεύτηκε τις νέες τεχνολογίες στον συριακό εμφύλιο με σκοπό να βοηθήσει τον Ασαντ «να κοσκινίσει γραπτά ηλεκτρονικά μηνύματα και κοινωνικά προφίλ σύρων πολιτών προκειμένου να εντοπίσει και να συλλάβει πιθανούς αντικαθεστωτικούς».
Παρά ταύτα, στη Δύση οι δημοκρατικοί θεσμοί αποδεικνύονται ανθεκτικοί. Στις ΗΠΑ ειδικά, οι μηχανισμοί ελέγχου της εξουσίας (αντιπολίτευση, Δικαιοσύνη, media) αντιτίθενται σθεναρά στις αποκλίνουσες πολιτικές του Ντόναλντ Τραμπ. Στη Βρετανία, πάλι, το Κοινοβούλιο ανέστειλε το άτακτο Brexit.
Ολα αυτά είναι αποδείξεις δημοκρατικότητας – με μεγαλύτερη όλων την εξής: στην αστική δημοκρατία κανένας εκλεγμένος ηγέτης δεν μπορεί να είναι βέβαιος ότι θα παραμείνει στην εξουσία για πάντα.