Στιγμιότυπο από την τελετή Αφής της Ολυμπιακής Φλόγας στην Αρχαία Ολυμπία, τη Δευτέρα 18 Οκτωβρίου 2021 | ΑΠΕ- ΜΠΕ/ΠΡΟΕΔΡΙΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ/ΘΟΔΩΡΗΣ ΜΑΝΩΛΟΠΟΥΛΟΣ
Θέματα

Πρόταση: «Οι Ολυμπιακοί Αγώνες να έλθουν για πάντα στην Αθήνα»

Με αφορμή τη φετινή διοργάνωση το καλοκαίρι στο Παρίσι και τα προβλήματά της ο ιταλός συγγραφέας και δημοσιογράφος Γκαμπριέλε Ρομανιόλι εξηγεί στη Repubblica γιατί οι Αγώνες πρέπει να γίνονται μονίμως στην ελληνική πρωτεύουσα: «Είναι απλά ασυναγώνιστη. Αλλού επιστρατεύονται η γεωγραφία και η οικονομία ενώ εκεί η ιστορία», γράφει
Protagon Team

Οι διοργανωτές και ο Εμανουέλ Μακρόν εμφανίζονται «περήφανα αισιόδοξοι», ωστόσο, αποτελεί γεγονός πως απομένουν πολλά ακόμη να γίνουν έως την 26 Ιουλίου, ημέρα κατά την οποία θα διεξαχθεί, κατά μήκος του Σηκουάνα, η τελετή έναρξης των Αγώνων της 33ης Ολυμπιάδας που θα λάβει χώρα στο Παρίσι. Και αναμφίβολα το στοίχημα είναι πολύ μεγάλο και για την πρωτεύουσα της Γαλλίας, όπως ήταν για όλες τις άλλες πόλεις ανά την υφήλιο που ανέλαβαν τη διοργάνωση μιας Ολυμπιάδας κατά το παρελθόν.

«Είναι λίγο σαν τη ρουλέτα: γνωρίζεις εξαρχής ότι έχεις μεγάλες πιθανότητες να χάσεις, εάν πάνε όλα καλά θα βγεις από το καζίνο όπως μπήκες, λίγοι τα καταφέρνουν (και μετά προσπαθούν ξανά και χρεώνονται). Αλλά θέλεις να ποντάρεις για την αίγλη, το γούστο, τη συγκίνηση. Ετσι πολλές πόλεις στον κόσμο δοκιμάζουν την τύχη τους στη ρουλέτα των Ολυμπιακών Αγώνων: με ενθουσιασμό, ελπίδες και την πεποίθηση ότι η δική τους μοίρα θα είναι διαφορετική», γράφει ο συγγραφέας και δημοσιογράφος Γκαμπριέλε Ρομανιόλι στο il venerdi, το εβδομαδιαίο ένθετο περιοδικό της ιταλικής εφημερίδας La Repubblica.

Ωστόσο τις περισσότερες φορές η κατάληξη είναι διαφορετική και προς επίρρωση των λεγομένων του ο Ρομανιόλι επικαλείται τον αμερικανό οικονομολόγο Αντριου Ζίμπαλιστ και το βιβλίο του «Circus Maximus», στο οποίο γράφει πως «μόνο σε επτά περιπτώσεις οι Αγώνες είχαν έναν μέτριο θετικό αντίκτυπο στην οικονομία ή στην απασχόληση βραχυπρόθεσμα, αν και πολύ μικρότερο από όσο αναμενόταν. Σε δεκαέξι περιπτώσεις δεν καταγράφηκε καμιά στατιστικά σημαντική επίδραση. Σε τρεις περιπτώσεις ο αντίκτυπος ήταν αρνητικός».

Σε ένα άρθρο με τον τίτλο «Going for the Gold» (Πηγαίνοντας για το Χρυσό) που δημοσιεύτηκε το 2016 στην επιθεώρηση Journal of Economic Perspectives o λογαριασμός είναι πιο βαρύς: «Στην πλειονότητα των περιπτώσεων οι Ολυμπιακοί Αγώνες αποτελούν απώλεια για όποιον τους φιλοξενεί, μόνο σε πολύ συγκεκριμένες συνθήκες μπορούν να παραχθούν καθαρά οφέλη».

Η διαδικασία είναι γνωστή: κατά την προκριματική φάση διάφορες πόλεις διεκδικούν τη διοργάνωση των αγώνων, ξοδεύοντας τεράστια ποσά σε επιτροπές, λομπίστες, εκδηλώσεις και «πολύ συχνά σε μίζες», όπως δεν παραλείπει να αναφέρει ο ιταλός συγγραφέας και δημοσιογράφος στο κείμενό του.

Στη συνέχεια απομένει μόνο μία, η οποία, όμως, ουσιαστικά αγνοεί τι πρόκειται να κληθεί να αντιμετωπίσει, με το συνολικό κόστος τις περισσότερες φορές (σε όλες τις Ολυμπιάδες που διεξήχθησαν από το 1960 έως το 2016 σύμφωνα με έρευνα του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης) να είναι, τελικά, υπερδιπλάσιο σε σχέση με τις αρχικές εκτιμήσεις. Και όλα αυτά «για να ανατινάζονται στάδια στη συνέχεια, κολυμβητήρια να μην χρησιμοποιούνται ξανά, ολυμπιακά χωριά να μετατρέπονται σε πόλεις-φαντάσματα», συνοψίζει ο Ρομανιόλι.

«Γιατί συνεχίζεται αυτός ο αγώνας πριν από τους αγώνες; Οταν ο παγκόσμιος πληθυσμός ταξίδευε λίγο, στις αρχές και στα μέσα του περασμένου αιώνα, (η διοργάνωση των αγώνων σε διαφορετική πόλη κάθε φορά) θα μπορούσε να ήταν ένας τρόπος για την περιγραφή και, στη συνέχεια, για την προβολή στην τηλεόραση άγνωστων τόπων. Σήμερα ποιος δεν έχει πάει ποτέ στο Παρίσι; Και, ούτως ή άλλως, είναι η τρίτη φορά (που διοργανώνει Ολυμπιακούς Αγώνες) όπως έχει διοργανώσει ήδη το Λονδίνο», προσθέτει.

Τι προτείνει οπότε; Να τερματιστεί το παιχνίδι της ρουλέτας, πριν οι σεΐχηδες αγοράσουν την μπάνκα, και να καθοριστεί μία και μοναδική και μόνιμη έδρα των Ολυμπιακών Αγώνων, η οποία δεν μπορεί να είναι άλλη από την «πιο φυσική, την πρώτη και την καλύτερη: την Αθήνα».

Εχοντας, έως σήμερα, παρακολουθήσει από κοντά έξι Ολυμπιάδες (η τρίτη ήταν του 2004), ο Γκαμπριέλε Ρομανιόλι υποστηρίζει πως η ελληνική πρωτεύουσα είναι απλά ασυναγώνιστη. «Αλλού επιστρατεύονται η γεωγραφία και η οικονομία ενώ εκεί η ιστορία», γράφει. «Πραγματοποιήθηκαν αγώνες σε αρχαία στάδια ή κάτω από τη σκιά του Παρθενώνα. Υπήρχε εκείνη η ηχώ που δεν έφτανε, φυσικά, στην Ατλάντα ή στο Πεκίνο. Η Αθήνα ως πρωτεύουσα και μόνιμη έδρα των Ολυμπιακών Αγώνων θα μπορούσε να βοηθήσει την Ελλάδα να μην αντιμετωπίσει ξανά τα οικονομικά προβλήματα που τη γονάτισαν και να γλιτώσει άλλες πόλεις και χώρες από έξοδα και απογοητεύσεις. Είμαστε σίγουροι ότι για το 2036 είναι προτιμότερος ένας αγώνας μεταξύ της Βαρσοβίας και της ινδικής πόλης του Αχμενταμπάντ; Η μήπως ήρθε η ώρα το Μεγάλο Τσίρκο να μετατρέψει τέντες και τροχόσπιτα σε μόνιμες εγκαταστάσεις με την ισχύ του παρελθόντος και την προοπτική του μέλλοντος;», διερωτάται, ολοκληρώνοντας το άρθρο του.