Η Τζοβάνα Τζανούζο παρήγγειλε εμβληματικά γλυπτά, αποκατέστησε πίνακες αναγεννησιακών δασκάλων και πρόσφατα δώρισε σε ένα μουσείο έναν πίνακα που απεικονίζει το Πάνθεον της Ρώμης, πίνακα που στο παρελθόν ανήκε στον αδελφό του ναυάρχου Νέλσον και λέγεται ότι της κόστισε 3 εκατ. ευρώ.
Και τώρα, η κορυφαία προστάτις της τέχνης στην Ιταλία προετοιμάζεται για το πιο φιλόδοξο έργο της μέχρι σήμερα: την πλήρη ανακαίνιση του παλάτσο Ca’ d’Oro, ενός από τα πιο παλιά μέγαρα της Βενετίας, με θέα στο Μεγάλο Κανάλι (Canal Grande), και το καλύτερα σωζόμενο παλάτσο της βενετσιάνικης γοτθικής αρχιτεκτονικής.
Αν, δε, πάνε όλα σύμφωνα με το σχέδιο, η Τζοβάνα Τζανούζο ελπίζει ότι και άλλοι, νεώτεροι λάτρεις της ιταλικής πολιτιστικής κληρονομιάς, θα εμπνευστούν και θα ακολουθήσουν το παράδειγμά της, γράφει στους Times του Λονδίνου ο Τζέιμς Ιμάμ.
«Είναι ένα αριστούργημα» λέει η Τζανούζο στον ανταποκριτή της βρετανικής εφημερίδας στο Μιλάνο για το Ca’ d’Oro. Το μέγαρο πήρε την όνομασία του από τις αστραφτερές επίχρυσες διακοσμήσεις που κάποτε κοσμούσαν τις εξωτερικές όψεις του. «Η αναβίωση μιας τέτοιας αρχαίας λαμπρότητας είναι ένα ονειρικό έργο» προσθέτει.
Το Ca’ d’Oro χτίστηκε τον 15ο αιώνα από την οικογένεια Κονταρίνι, από την οποία κατάγονταν οκτώ βενετσιάνοι δόγηδες. Το 1894 το μέγαρο αγοράστηκε από τον βαρόνο Τζόρτζιο Φρανκέτι και μετατράπηκε σε μουσείο γεμάτο με πίνακες των Τιτσιάνο, Μαντένια και Βαν Ντάικ. Εκεί, δε, τοποθετείται η τρίτη πράξη της όπερας «Η Τζοκόντα» του Αμίλκαρε Πονκιέλι.
Αλλά τα χρόνια της έκθεσής του στις καιρικές συνθήκες και η κακή συντήρηση σημαίνουν ότι το παλάτι περιέπεσε σε μια «άθλια κατάσταση ολικής ερήμωσης» λέει στους Times η Τζανούζο. Τα εντυπωσιακά ψηφιδωτά δάπεδα έχουν ξεθωριάσει, τα ξύλινα δοκάρια έχουν σαπίσει και τα γύψινα διακοσμητικά έχουν ξεκολλήσει.
Η Τζοβάνα Τζανούζο, ιδρύτρια και πρόεδρος του Fondazione Giulio e Giovanna Sacchetti, έχει διαθέσει 2 εκατ. ευρώ για την αποκατάσταση του κτιρίου, ενώ η Venetian Heritage, μια διεθνής μη κυβερνητική οργάνωση για τη διατήρηση της πολιτιστικής κληρονομιάς της Βενετίας, συγκέντρωσε επιπλέον 4,1 εκατ. ευρώ.
Οι πίνακες έχουν ήδη αποθηκευτεί ή δανειστεί σε μουσεία σε όλον τον κόσμο, έτσι ώστε μέσα στις επόμενες εβδομάδες να ξεκινήσουν οι εργασίες αποκατάστασης και οικοδομής, μεταξύ άλλων της νέας αίθουσας εισόδου. Ανακοινώθηκε, δε, ότι το μουσείο θα ανοίξει και πάλι περί τα τέλη του επόμενου έτους.
«Το Ca’ d’Oro θα επιστρέψει στη χρυσή εποχή του» υπόσχεται η Τζανούζο, η οποία ζει σε ένα ρετιρέ στο Μιλάνο διακοσμημένο με πίνακες των Ντέιμιεν Χιρστ και Μάριο Σκίφανο.
Γόνος οικογένειας της ανώτερης τάξης, η Τζοβάνα Τζανούζο γεννήθηκε το 1945 στη Ρώμη και λίγο αργότερα μετακόμισε στο Σάο Πάολο, όπου ο πατέρας της είχε βρει δουλειά ως μηχανικός. Θυμάται ότι πήγαινε απρόθυμα σε μουσεία και καταστήματα με αντίκες στο οικονομικό κέντρο της Βραζιλίας, όπου την έσερνε η φιλότεχνη μητέρα της.
Τη δεκαετία του 1970 η Τζανούζο επέστρεψε στην Ιταλία και άρχισε να δουλεύει σε μια γκαλερί της Ρώμης και να οργανώνει προεκλογικές εκστρατείες για αριστερά και κεντρώα πολιτικά κόμματα. Το 1985 παντρεύτηκε τον μαρκήσιο Τζούλιο Σακέτι.
Ο πρόγονος του συζύγου της, Τζούλιο Τσέζαρε Σακέτι, ήταν κληρονόμος ενός κορυφαίου οίκου της Φλωρεντίας, ο οποίος αναφέρεται στον «Παράδεισο» του Δάντη (το τρίτο μέρος της «Θείας Κωμωδίας» του), και εχθρικά διακείμενος στους Μεδίκους. Το 1626 αναδείχθηκε καρδινάλιος ενώ στη συνέχεια παραλίγο να εκλεγεί πάπας δύο φορές.
Οταν ο Τζούλιο Σακέτι ο νεότερος και η Τζοβάνα Τζανούζο παντρεύτηκαν, ο σύζυγός της εργαζόταν ως ανώτερος λαϊκός αξιωματούχος στο Βατικανό. Λίγο πριν, δε, είχε παραγγείλει την αποκατάσταση της «Τελευταίας Κρίσης», της τοιχογραφίας του Μιχαήλ Αγγέλου πίσω από τον βωμό της Καπέλα Σιξτίνα.
Το έργο κράτησε περισσότερο από μια δεκαετία, αλλά με την ολοκλήρωσή του επέστρεψε η πολύχρωμη δόξα αποστόλων, μαρτύρων και σαλπιγκτών αγγέλων. «Πήγαινα συχνά και μπορούσα να ανέβω στη σκαλωσιά» λέει η Τζανούζο. «Ηταν απίστευτο, γιατί μπορούσα να απλώσω το χέρι μου και να αγγίξω τον Μικελάντζελο».
Στις πολλές δωρεές της Τζανούζο και του Σακέτι περιλαμβάνεται και το χάλκινο γλυπτό «Σφαίρα Μέσα σε Σφαίρα» του Αρνόλντο Πομοντόρο, το οποίο είχε παραγγείλει το φιλότεχνο ζευγάρι το 1990 για την αυλή με το κουκουνάρι (Cortile della Pigna) έξω από τα Μουσεία του Βατικανού. Ο Σακέτι απεβίωσε το 2010 και τρία χρόνια μετά τον θάνατό του η Τζανούζο δημιούργησε το ίδρυμα, ώστε το έργο του να συνεχιστεί.
Επίσης, πούλησε το Παλάτσο Σακέτι στην καρδιά της Ρώμης –το σκηνικό της ταινίας «Η τέλεια ομορφιά» (2013) του Πάολο Σορεντίνο– και αγόρασε το ρετιρέ της στο Μιλάνο, από το οποίο βλέπει το σπίτι του Αλεσάντρο Μαντσόνι (1785-1873), ρομαντικού ποιητή και ιδρυτή του ιταλικού λογοτεχνικού ρεαλισμού.
Στα πιο πρόσφατα έργα της περιλαμβάνονται η κατασκευή γυάλινων προθηκών για την προβολή έργων σύγχρονης τέχνης στο μουσείο Brera του Μιλάνου το 2019, και η αποκατάσταση της «Μαντόνας με το Θείο Βρέφος» του Αντρέα Μαντένια το 2020, ενώ στις αρχές Ιουνίου έκανε την πιο σημαντική δωρεά της. Δώρισε στο μουσείο Poldi Pezzoli στο Μιλάνο έναν πίνακα του 1743 του Τζοβάνι Πάολο Πανίνι, που απεικονίζει το Πάνθεον της Ρώμης.
Ο πίνακας ανήκε στον Γουίλιαμ Νέλσον, αγγλικανό κληρικό και αδελφό του ναυάρχου Οράτιου Νέλσον. Μετά τον θάνατο του τελευταίου στη Μάχη του Τραφάλγκαρ (21 Οκτωβρίου 1805) έγινε κόμης και του δόθηκαν 90.000 λίρες για να αγοράσει ένα κτήμα. Η Τζανούζο, η οποία αγόρασε τον πίνακα από τη λονδρέζικη γκαλερί Richard Green πριν από μια δεκαετία, αρνείται να σχολιάσει την υποτιθέμενη τιμή των 3 εκατ. ευρώ που αναφέρουν τα ιταλικά μέσα ενημέρωσης.
«Αυτή η δουλειά μού έχει χαρίσει απίστευτα συναισθήματα εδώ και δέκα χρόνια. Δεν έχω κληρονόμους και σκέφτηκα ότι θα καταλήξει σε δημοπρασία» λέει στους Times η μεγαλύτερη προστάτις έργων Τέχνης της Ιταλίας, «Ετσι, αντ’ αυτού, τον δώρισα».
Η Τζοβάνα Τζανούζο προσθέτει ακόμα ότι εμπνεύσθηκε το brand της «μοντέρνο πατρονάρισμα», που επικεντρώνεται στην αποκατάσταση υπαρχόντων έργων για το κοινό καλό, από τις Ηνωμένες Πολιτείες, όπου οικογένειες όπως οι Γκούγκενχαϊμ έχουν κτίσει ολόκληρα μουσεία. Παραπονιέται, ωστόσο, γιατί στην Ιταλία οι δωρητές δεν απολαμβάνουν ανάλογα φορολογικά οφέλη – γι’ αυτό και οι λάτρεις της πολιτιστικής κληρονομιάς προτιμούν να κρατούν αριστουργήματα της τέχνης στην οικογένειά τους.
Οπότε, αυτό που κάνει εκείνη είναι κάτι σπάνιο. «Θα ήθελα πολύ να εμπνεύσω τους μαικήνες της τέχνης της επόμενης γενιάς σε αυτή τη χώρα» λέει, κάτι που «στην Ιταλία δεν είναι μικρό κατόρθωμα».