Το επιχείρημα υπέρ της άμεσης κατάπαυσης του πυρός στην Ουκρανία και η άποψη ότι η Δύση θα πρέπει να περιορίσει τους στρατιωτικούς στόχους του ουκρανού προέδρου Βολοντίμιρ Ζελένσκι διατυπώνεται όλο και πιο συχνά τις τελευταίες ημέρες και συνδέεται από αναλυτές με τις κινήσεις ηγετών της Ευρώπης και τους προβληματισμούς εντός των ΗΠΑ (και στο στρατόπεδο Μπάιντεν).
Η πιο ολοκληρωμένη καταγραφή αυτής της θέσης βρίσκεται στο εκτενές άρθρο του καθηγητή διεθνών σχέσεων του αμερικανικού πανεπιστημίου Georgetown, Τσαρλς Κάπτσαν (ανώτερου στελέχους του think tank Council on Foreign Relations και πρώην κορυφαίου συμβούλου των Ομπάμα και Κλίντον) στην ιστοσελίδα The Atlantic.
Στο ίδιο κλίμα, «τη διακοπή της συζήτησης για την αλλαγή καθεστώτος στη Μόσχα» ζήτησε πριν από λίγες μέρες με άρθρο του και ο πρόεδρος του Council on Foreign Relations, Ρίτσαρντ Χάας
Το σκεπτικό είναι συνοπτικά το εξής, αρχίζοντας από τη «φωτογραφία» της σημερινής κατάστασης.
Οι Ρώσοι, αφότου οι ουκρανικές δυνάμεις απέκρουσαν την προέλασή τους προς το Κίεβο, θέλουν να διευρύνουν το τμήμα της Ανατολικής και Νότιας Ουκρανίας στο οποίο κατάφεραν να «πατήσουν» το 2014.
Από την άλλη πλευρά, οι ουκρανικές δυνάμεις, ενισχυμένες από τα μέλη του ΝΑΤΟ με σύγχρονα όπλα (μεταξύ άλλων με αντιαρματικούς και αντιαεροπορικούς πυραύλους και drones) αλλά και πληροφορίες για τις κινήσεις του εχθρού, βλέπουν για πρώτη φορά ακόμη και τη δυνατότητα εκδίωξης της Ρωσίας από την Ουκρανία.
Ετσι, όπως έχουν κάθε ηθικό δικαίωμα, οι Ουκρανοί επιδιώκουν την αποκατάσταση της πλήρους εδαφικής ακεραιότητας της χώρας τους με την ανακατάληψη της Κριμαίας και του τμήματος του Ντονμπάς που κατέλαβε η Ρωσία το 2014.
Μέχρι τώρα η κυβέρνηση Μπάιντεν υποστηρίζει ότι οι Ουκρανοί πρέπει να αποφασίσουν οι ίδιοι τους δικούς τους πολεμικούς στόχους και αποφεύγει να πιέσει το Κίεβο να τους περιορίσει.
«Ωστόσο το δικαίωμα του Κιέβου να αγωνίζεται για πλήρη εδαφική κυριαρχία δεν το καθιστά στρατηγικά σοφό. Ούτε η αξιοσημείωτη επιτυχία της Ουκρανίας στην απόκρουση της αρχικής προέλασης της Ρωσίας πρέπει να αποτελέσει αιτία υπερβολικής εμπιστοσύνης για τις επόμενες φάσεις της σύγκρουσης» υποστηρίζει ο Τσαρλς Κάπτσαν.
«Με τις δύο πλευρές να ενισχύουν τις πολεμικές τους προσπάθειες, το ΝΑΤΟ πρέπει να ξεκινήσει έναν ειλικρινή διάλογο με την ουκρανική κυβέρνηση για τους στόχους της και τον καλύτερο τρόπο να τερματιστεί η αιματοχυσία το συντομότερο δυνατό. Η Ρωσία έχει ήδη υποστεί μια αποφασιστική στρατηγική ήττα» προσθέτει ο ίδιος.
Απαριθμώντας τα κέρδη της Δύσης (αποτροπή της κατάληψης του Κιέβου, αυστηρές κυρώσεις στη Ρωσία, ενίσχυση της ανατολικής πτέρυγας του ΝΑΤΟ με Φινλανδία και Σουηδία) και τους πιθανούς κινδύνους από τη συνέχιση του πολέμου (πιθανότητα διεύρυνσης των πολεμικών στόχων του Κρεμλίνου, κίνδυνος ο Πούτιν –αν οι δυνάμεις του παραπαίουν– να καταφύγει σε όπλα μαζικής καταστροφής, ενδεχόμενο τυχαίας κλιμάκωσης από ρωσικά πυρά κοντά στο έδαφος του ΝΑΤΟ), οι υποστηρικτές αυτής της άποψης τάσσονται υπέρ του «στρατηγικού πραγματισμού».
Το σχήμα αυτό προβλέπει τον περιορισμό των φιλοδοξιών του Κιέβου και την επίτευξη συμβιβαστικής λύσης για τον τερματισμό του πολέμου με ένα αποτέλεσμα που θα υπολείπεται της «νίκης». Και η λογική είναι ότι «η πλάτη του Πούτιν είναι στον τοίχο. Το να τον σπρώχνεις παραπέρα είναι και περιττό και άσκοπα ριψοκίνδυνο».
Και προσθέτουν: Οσο συνεχίζεται ο πόλεμος, τόσο μεγαλύτερο είναι το κόστος σε ανθρώπινες ζωές και καταστροφές, τόσο οι κυρώσεις κατά της Ρωσίας και τα προβλήματα στον εφοδιασμό τροφοδοτούν την αύξηση των τιμών σε πολλές χώρες (και θα μπορούσαν να προκαλέσουν παγκόσμια έλλειψη τροφίμων), ενώ η διακομματική συνεργασία στις ΗΠΑ και η ενότητα στις αποφάσεις της ΕΕ δεν μπορεί να θεωρείται 100% δεδομένη για πολύ μεγάλο διάστημα.
Πολλοί συνδέουν αυτούς τους φόβους με τις κινήσεις και τις δηλώσεις του Ντράγκι που υποστήριξε σήμερα ότι «η Ουκρανία θα πρέπει η ίδια να αποφασίσει τι είδους ειρήνη θα αποδεχθεί» αλλά και το γεγονός ότι ο ιταλός Πρωθυπουργός έστειλε χθες, μέσω του υπουργού Εξωτερικών Ντι Μάιο στον ΟΗΕ, το ιταλικό σχέδιο τεσσάρων σημείων για το τέλος του πολέμου.
Παράλληλα, όπως θυμίζει ο Κάπτσαν «οι ηγέτες της Γαλλίας, της Γερμανίας και της Ιταλίας ήδη από την περασμένη εβδομάδα μίλησαν για την ανάγκη κατάπαυσης του πυρός και μιας λύσης μέσω διαπραγματεύσεων».
Την ίδια στιγμή στις ΗΠΑ ο πληθωρισμός επιβαρύνει τη δημοτικότητα του προέδρου Τζο Μπάιντεν και ο κεντρικός του σχεδιασμός του για τη βελτίωση των συνθηκών ζωής της μεγάλης πλειοψηφίας των εργαζόμενων Αμερικανών έχει ουσιαστικά παραγκωνιστεί. Και ο Μπάιντεν έχει μπροστά του τις ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου για το Κογκρέσο και αντίπαλο το απλουστευτικό αλλά αποτελεσματικό σύνθημα «Πρώτα η Αμερική» του Τραμπ.
Τέλος, το πιο προωθημένο σκέλος των προβληματισμών αυτών λέει ότι η Δύση θα πρέπει να αρχίσει να βλέπει και πέρα από τον πόλεμο, ώστε να διασώσει μια κάποια μελλοντική σχέση με τη Ρωσία, κρατώντας την πόρτα ανοιχτή, ακόμη και σε περιορισμένου εύρους πεδία συνεργασίας. Διότι ακόμη και αν ζήσουμε έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο, ο διάλογος στον σημερινό διασυνδεδεμένο πλανήτη θα είναι ακόμη πιο σημαντικός από ό,τι ήταν κατά τη διάρκεια του «Ψυχρού Πολέμου 1.0».