Από την κιμωλία στον μαρκαδόρο και από εκεί στον διαδραστικό πίνακα· η ελληνική αίθουσα διδασκαλίας μεταμορφώνεται, αποσπασματικά και με χαρακτηριστική καθυστέρηση, ανάλογα με την τεχνολογική εξέλιξη του υλικοτεχνικού εξοπλισμού και των λογισμικών. Πόσο καλά, όμως, μπορούν να χειριστούν τα εργαλεία αυτά όσοι στέκονται πίσω από την έδρα;
Αν έπρεπε να συνοψίσουμε τα αποτελέσματα της έρευνας που διεξήγαγε το Ιδρυμα Vodafone και η Ipsos τον Οκτώβριο του 2022 με τίτλο «Εκπαιδευτικοί στον 21ο αιώνα», τα οποία παρουσιάστηκαν σε ειδική εκδήλωση στο Μουσείο Κυκλαδικής Τέχνης την Πέμπτη 19 Ιανουαρίου, θα λέγαμε ότι οι έλληνες εκπαιδευτικοί νιώθουν εξαιρετική αυτοπεποίθηση με τις ψηφιακές τους δεξιότητες.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την έρευνα, οι περισσότεροι εκπαιδευτικοί (75%) αναφέρουν ότι έχουν προχωρημένο επίπεδο ψηφιακών δεξιοτήτων (επίπεδο ηγέτη-/ειδικού), ενώ μόνο το 24% θεωρεί τον εαυτό του αρχάριο ή άτομο με χαμηλό επίπεδο δεξιοτήτων. Να σημειωθεί ότι τα ποσοστά στις πρώτες δύο κατηγορίες ξεπερνούν τον μέσο όρο των άλλων δέκα ευρωπαϊκών χωρών που συμμετείχαν στην έρευνα (Αλβανία, Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Ισπανία, Ιταλία, Ολλανδία, Ουγγαρία, Πορτογαλία, Ρουμανία, Τουρκία), τουλάχιστον κατά δέκα ποσοστιαίες μονάδες.
Μια σχετικά πρόσφατη επαφή με τα μουτζουρωμένα θρανία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης κάνει αυτά τα νούμερα να προκαλούν τεράστια έκπληξη. Πριν έξι χρόνια, οι διαδραστικοί πίνακες, οι προτζέκτορες και οι μαγικοί μαρκαδόροι ήταν εκεί ―σε κάποιες αίθουσες τουλάχιστον― το ίδιο και η διάθεση των καθηγητών να μάθουν να τους χειρίζονται. Αλλά δεν κατάφεραν σχεδόν ποτέ να τους ενσωματώσουν ουσιαστικά στην εκπαιδευτική διαδικασία. Ηταν πάντα ένα ευχάριστο διάλειμμα, μια εξαίρεση στον κανόνα. Μια επιδερμική λειτουργία που μετέτρεπε το αναλογικό διδακτικό υλικό και τις τεχνικές διδασκαλίες ως έχουν, σε πίξελ, με σκοπό να τα κάνει πιο «φιλικά» στους μαθητές.
Φυσικά, έχουν μεσολαβήσει τα τρία χρόνια της πανδημίας, του μεγάλου «crash test» της ελληνικής εκπαίδευσης με την τεχνολογία, όπως σημείωσε και ο συντονιστής της εκδήλωσης και Πρεσβευτής του Ιδρύματος Vodafone, Παύλος Τσίμας, κάτι το οποίο μπορεί να σημαίνει ότι τα πράγματα είναι όντως πιο αισιόδοξα.
Ο εγκλεισμός ανάγκασε τους εκπαιδευτικούς και τους μαθητές να προσαρμοστούν όσο πιο γρήγορα και αποτελεσματικά γίνεται σε ένα αμιγώς ψηφιακό περιβάλλον και ανέδειξε το πώς τα ψηφιακά εργαλεία θα ενσωματωθούν και θα εξυπηρετήσουν τη σχολική αίθουσα και στο υπουργείο Παιδείας, όπως σημείωσε η υπουργός Νίκη Κεραμέως, η οποία παρευρέθη στην εκδήλωση.
«Είμαστε σε μία μετά-Covid εποχή. Πιστεύω ότι το πραγματικό στοίχημα είναι το πώς ερχόμαστε να χτίσουμε πάνω σε αυτό το τεράστιο άλμα ψηφιακού μετασχηματισμού, το οποίο πιστώνεται στους εκπαιδευτικούς, στους μαθητές και στους γονείς, για να εμπλουτίσουμε τη δια ζώσης διδασκαλία. Τα ψηφιακά εργαλεία είναι πολύ χρήσιμα –πρέπει, κατά τη γνώμη μου, να χρησιμοποιούνται με όριο–, αλλά έρχονται να διανθίσουν τη δια ζώσης διδασκαλία.
Σε αυτό το πλαίσιο, το υπουργείο, σύμφωνα με όσα δήλωσε η κυρία Κεραμέως, έχει δεσμευτεί να εξοπλίσει όλα τα τμήματα δημόσιων Λυκείων, Γυμνασίων και Ε’ & ΣΤ’ του Δημοτικού με διαδραστικούς πίνακες, και να μοιράσει κιτ ρομποτικής στα σχολεία.
Μια τέτοια κίνηση ίσως βελτιώσει την άποψη του 76% των ερωτηθέντων οι οποίοι βαθμολογούν την ποιότητα της υποδομής πληροφορικής στα σχολεία τους ως μέτρια ή χαμηλή και αυξήσει το μειοψηφικό ποσοστό (43%) όσων θεωρούν επαρκή την πραγματική στήριξη του ψηφιακού εγγραμματισμού μέσω της εκπαιδευτικής πολιτικής. Αρκεί οι διαδραστικοί πίνακες να μην συνδέονται με υπολογιστές που προσφέρουν βιωματικό μάθημα στην αρχαιολογία του μέσου.
Το θέμα αυτό δεν είναι αμιγώς θέμα εξοπλισμού. Οι εκπαιδευτικοί, οι οποίοι στην πλειοψηφία τους είναι ψηφιακοί νομάδες, δηλαδή άνθρωποι οι οποίοι γεννήθηκαν σε έναν κόσμο όπου δεν είχε ο καθένας υπολογιστή ―πόσο μάλλον έναν που να χωράει στην τσέπη του― χρειάζονται διαρκή εκπαίδευση πάνω σε νέα εργαλεία για να μπορούν να τα χρησιμοποιούν με άνεση και φυσικότητα.
Σύμφωνα με την έρευνα, το 71% από τους 302 εκπαιδευτικούς που ρωτήθηκαν έχουν παρακολουθήσει τουλάχιστον μία επίσημη δράση κατάρτισης για τη χρήση της ψηφιακής τεχνολογίας στη διδασκαλία, ενώ οι μισοί (52%) έχουν συμμετάσχει σ’ αυτές περισσότερες από μία φορές. Ως επί το πλείστον, αυτές αφορούσαν καθηγητές Λυκείου και λιγότερο Γυμνασίου, ενώ η συμμετοχή τους στις περισσότερες ήταν προαιρετική.
Ενα αντίστοιχο εκπαιδευτικό πρόγραμμα σπουδών για μελλοντικούς ή ενεργούς εκπαιδευτικούς ανακοινώθηκε από το επιτυχημένο πρόγραμμα εκμάθησης δεξιοτήτων STEM σε του Ιδρύματος Vodafone, Generation Next σε συνεργασία με την ομάδα DAISSy του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου (ΕΑΠ), τον εκπαιδευτικό Μη Κερδοσκοπικό Οργανισμό Επιστήμη Επικοινωνία (SciCo) και την Ελληνογερμανική Αγωγή.
Το ψηφιακό πρόγραμμα διάρκειας 130 ωρών από το οποίο, όσοι συμμετέχουν, θα έχουν πιστοποίηση και 5,2 ακαδημαϊκές μονάδες ECTS, έχει ως στόχο να εισάγει τους εκπαιδευτικούς στον κόσμο της STEAM (Science, Technology, Engineering, Arts, Mathematics) εκπαίδευσης.
Με την ολοκλήρωση του σύντομου προγράμματος σπουδών οι εκπαιδευόμενοι θα είναι ικανοί να αξιοποιούν σύγχρονα ηλεκτρονικά περιβάλλοντα μάθησης αλλά και νέες εκπαιδευτικές τεχνολογίες στη STE(A)M τάξη. Θα αναπτύξουν τις ψηφιακές και τις οριζόντιες δεξιότητες (21st century skills), τις σχετικές με την εκπαίδευση STE(Α)M ικανότητες, αλλά και τις πράσινες δεξιότητες (green skills) των ιδίων καθώς επίσης και των μαθητών και μαθητριών τους και θα δημιουργήσουν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για ελκυστικές και ποιοτικά αναβαθμισμένες μαθησιακές εμπειρίες στη δευτεροβάθμια τυπική και μη τυπική εκπαίδευση, προετοιμάζοντας τη μαθητική κοινότητα να ανταπεξέλθει στις υψηλές απαιτήσεις της ψηφιακής εποχής και αγοράς εργασίας.
Οπως ανέφερε χαρακτηριστικά και ο καθηγητής και κοσμήτορας της Σχολής Θετικών Επιστημών και Τεχνολογίας του Ελληνικού Ανοικτού Πανεπιστημίου Αχιλλέας Καμέας, «πρέπει να βρούμε άλλους τρόπους αξιοποίησης των ψηφιακών τεχνολογιών μέσα στην τάξη πέρα από την απλή αναζήτηση και εδώ χρειαζόμαστε ανάπτυξη των ικανοτήτων των εκπαιδευτικών». Να ανεβάσουμε δηλαδή τον πήχη σχετικά με το τι σημαίνει προχωρημένο επίπεδο ψηφιακών δεξιοτήτων.
Ακόμη, ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της Vodafone Ελλάδας και Πρεσβευτής του Ιδρύματος Vodafone, Χάρης Μπρουμίδης, δήλωσε: «Στη Vodafone πιστεύουμε ότι η τεχνολογία, η εκπαίδευση και η επιστημονική γνώση θα είναι ο καταλύτης της Ελλάδας για τα άλματα που θα κληθούμε να κάνουμε σήμερα και στο μέλλον. Και συμβάλλουμε σε αυτήν την προσπάθεια με ουσιαστικά προγράμματα και ενέργειες για την εξοικείωση των νέων με τις δεξιότητες STEM, υποστηρίζοντας έτσι την ψηφιακή μετάβαση της Ελλάδας».
Τόνισε επίσης ότι το επόμενο βήμα πρόκειται να είναι πολύ πιο δύσκολο και αφορά τη ζήτηση και την προσφορά αποφοίτων με εξεζητημένες τεχνολογικές δεξιότητες. Σύμφωνα με προηγούμενη έρευνα του Ιδρύματος αυτή τη στιγμή «80.000 άνθρωποι εργάζονται στην τεχνολογία και στις επικοινωνίες στην Ελλάδα», ενώ «μέχρι το τέλος της δεκαετίας θα χρειαζόμαστε μισό εκατομμύριο».
Η κυρία Κεραμέως σχολίασε πως υπάρχει ανάγκη γεφύρωσης της εκπαίδευσης με την αγορά εργασίας και εξήγησε ότι οι 8.000 φοιτητές πληροφορικής και προγραμματισμού που «παράγονται» ετήσια δεν είναι αρκετοί και για αυτό «προσπαθούμε να μειώσουμε εισακτέους σε άλλους τομείς, σε κορεσμένα επαγγέλματα, να αυξήσουμε εισακτέους σε αυτά τα επαγγέλματα και στον κλάδο της επαγγελματικής εκπαίδευσης και κατάρτισης να δώσουμε μια ώθηση σε προγραμματιστές σε ανθρώπους που γράφουν αλγόριθμο, που κάνουν web design, ως κάποια ενδεικτικά παραδείγματα».
Πάνω σε αυτό το θέμα, τοποθετήθηκε και ο διευθυντής πληροφορικής του MIT Media Lab και πρεσβευτής του Ιδρύματος Vodafone, Μιχάλης Μπλέτσας, αναφέροντας τη σημασία της διαφοροποίησης της παιδείας και της εξειδίκευσης με γνώμονα την επαγγελματική κατάρτιση και εξηγώντας πως σκοπός δεν είναι απαραίτητα να ασχολείται κανείς με το εργαλείο, τον υπολογιστή δηλαδή, αλλά να τον χρησιμοποιεί για τους δικούς του σκοπούς. Υπάρχουν δηλαδή πολλά επαγγέλματα που προϋποθέτουν την γνώση συγκεκριμένων τέτοιων εργαλείων αλλά δεν αρκούν για να κάνει κάποιος αυτό το επάγγελμα όπως πρέπει: «Για να κάνεις καλό web design πρέπει να έχεις μια αίσθηση αισθητικής».
Ο προγραμματισμός και οι υπολογιστές είναι ένα μέσο για να βοηθήσει τα παιδιά να ακολουθήσουν και να καλλιεργήσουν τις κλίσεις τους και όχι μόνο σαν αυτοσκοπός. Αυτό αποτελεί μια θέση που απέχει ακόμα πολύ από την οπτική μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινής γνώμης που συνοψίζεται σε φράσεις-καρικατούρες όπως το «να μάθεις κομπιούτερ εκεί είναι το μέλλον». «Τα εργαλεία αυτά πρέπει να τα χρησιμοποιούμε δημιουργικά από μικρή ηλικία» τόνισε ο κ. Μπλέτσας, ενώ εξήγησε πως «το στοίχημα για το 2043 είναι να αλλάξουμε τη χρήση των εργαλείων και από εργαλεία κατανάλωσης περιεχομένου να γίνουν εργαλεία δημιουργίας περιεχομένου».
Παρά το γεγονός ότι όλοι οι ομιλητές αναγνωρίζουν πως έχουν γίνει πολύ σημαντικά βήματα προς αυτή την κατεύθυνση, ένα τέτοιο όραμα φαντάζει ακόμα μακρινό. Η Διάνα Βουτυράκου η οποία λόγω της θέσης της ως γενική διευθύντρια και συνιδρύτρια του μη κερδοσκοπικού οργανισμού Unique Minds έρχεται πολύ τακτικά σε επαφή με καθηγητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, ακόμα και στη μετά-Covid εποχή εκείνοι συχνά υπερτιμούν τις δυνατότητές τους. «Εχουν βασικά προβλήματα όπως να δείξουν σε έναν μαθητή πώς να πλοηγείται με ασφάλεια, πώς να φιλτράρει αυτό που διαβάζει αν είναι μια αληθής είδηση ή μια ψευδής, πώς να βάλει σωστές πηγές σε μια εργασία», δεξιότητες τις οποίες δεν χρειάζεται κάποιος εκπαιδευτικός μόνο αλλά «οποιοσδήποτε πολίτης ζει σε μια σύγχρονη κοινωνία υπό ψηφιακή μετάβαση».
Ως όψη του ίδιου νομίσματος χαρακτήρισε ο κ. Μπλέτσας και την απάντηση του 96% των ερωτηθέντων πως η δεξιότητα που απαιτεί η ψηφιακή κοινωνία περισσότερο είναι η υπευθυνότητα (ακολουθούμενη από την «ψηφιακή παιδεία/ χρήση ψηφιακής τεχνολογίας και πληροφορίας» και την «προσαρμοστικότητα/ευελιξία»). Εξήγησε ότι «πρώτη θα έπρεπε να είναι η δημιουργικότητα, το να κάνουμε κάτι πρωτότυπο, το να βρούμε μια χρήσιμη πληροφορία και να τη μοιραστούμε».
Αυτό κρίνεται ακόμα δύσκολο, καθώς «οι ψηφιακές τεχνολογίες από τα παιδιά αυτή τη στιγμή έχουν μία άσχημη χροιά από την άποψη ότι αρέσκονται, όπως και οι ενήλικες, στην κατανάλωση μικρών ψηφίδων ευχάριστου περιεχομένου το οποίο είναι μια φτηνή μορφή ψυχαγωγίας και απέχει πολύ από το να δημιουργήσει ένα χρήσιμο εκπαιδευτικό αποτέλεσμα». Αυτό δείχνει και η αμφιβολία της πλειονότητας των ερωτηθέντων για το εάν αυτά βελτιώνουν στην πραγματικότητα τις ακαδημαϊκές επιδόσεις των μαθητών.
Αν πρόκειται να δούμε την αμφιβολία να εξαλείφεται, καταρτισμένοι εκπαιδευτικοί και μαθητές θα πρέπει να κοιτάξουν πέρα από τα προφανή. Η πρόκληση είναι μεγάλη: πρέπει να ξεπεράσουν τη συνηθισμένη ψηφιακή εμπειρία όπου ο χρήστης παίρνει αυτό που θέλει ή ακόμα και αυτό που δεν ήξερε καν ότι ήθελε χωρίς να το αναζητήσει. Πρέπει να φανταστούν και να χαράξουν τα δικά τους ψηφιακά μονοπάτια, να αναλάβουν δράση σε ένα κατά τα άλλα παθητικό τοπίο, να αποκτήσουν λόγο από 0 και 1 σε έναν κόσμο που ελάχιστοι από εμάς έχουν ή έστω, για αρχή, να μάθουν όλοι το Control, Alt, Delete.