Το Ανώτατο Δικαστήριο των ΗΠΑ ξεκίνησε και πάλι τη Δευτέρα τις συνεδριάσεις του και οι εννέα δικαστές επέστρεψαν στην έδρα με φυσική παρουσία για πρώτη φορά από τον Μάρτιο του 2020.
Ανάμεσά τους και η Εϊμι Κόνι Μπάρετ. η τελευταία από τις τρεις επιλογές του Ντόναλντ Τραμπ και μαζί, της συντηρητικής Αμερικής, που απειλεί να τινάξει στον αέρα τις κατακτήσεις δεκαετιών των φιλελεύθερων Δημοκρατικών, καθώς με τη δική της προσθήκη, οι διορισμένοι από Ρεπουμπλικάνο πρόεδρο δικαστές έφτασαν τους έξι.
Οι Δημοκρατικοί, φιλελεύθεροι, αριστεροί και λοιποί προοδευτικοί Αμερικανοί έχουν κάθε λόγο να ανησυχούν, μια που το Ανώτατο Δικαστήριο θα ασχοληθεί τους επόμενους μήνες με τα πιο καυτά ζητήματα που διχάζουν τις ΗΠΑ, έχοντας μάλιστα την ευκαιρία να ανατρέψει την απόφαση-σταθμό για τις αμβλώσεις, που είχαν πάρει οι προκάτοχοι δικαστές το 1973.
Πρόκειται βέβαια για την υπόθεση Ρόου εναντίον Γουέιντ, που κατοχύρωσε το δικαίωμα της άμβλωσης για τις Αμερικανίδες. Ενα δικαίωμα, που βάλλεται από κάθε συντηρητική πλευρά της χώρας, με αποκορύφωμα τον πρόσφατο εξωφρενικό νόμο του Τέξας, η εφαρμογή του οποίου ανεστάλη προσωρινά από ομοσπονδιακό δικαστή, την Πέμπτη, έπειτα από προσφυγή του αμερικανικού υπουργείου Δικαιοσύνης.
Ο νέος νόμος, που τέθηκε σε ισχύ στο υπερσυντηρητικό Τέξας την 1η Σεπτεμβρίου, απαγορεύει τις αμβλώσεις αφού εντοπιστεί καρδιακός κτύπος του εμβρύου, δηλαδή περίπου μετά την έκτη εβδομάδα της κύησης, όταν ακόμη οι περισσότερες γυναίκες δεν ξέρουν καν ότι είναι έγκυες. Μάλιστα, ο νόμος δεν προβλέπει εξαιρέσεις. ούτε καν σε περιπτώσεις που η εγκυμοσύνη έχει προκύψει από βιασμό ή αιμομιξία!
Τα τελευταία χρόνια, παρόμοια νομοθετήματα είχαν υιοθετηθεί από περίπου 10 άλλες συντηρητικές πολιτείες, προτού ακυρωθούν στα δικαστήρια διότι παραβιάζουν τη δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Αυτό το τελευταίο εγγυάται από το 1973 την υπόθεση Ρόου εναντίον Γουέιντ, το δικαίωμα των γυναικών στην άμβλωση εφόσον το έμβρυο δεν είναι βιώσιμο, δηλαδή μέχρι περίπου την 22η εβδομάδα της κύησης.
Το κείμενο που υιοθετήθηκε στο Τέξας εμπεριέχει επίσης μια ακόμη πρωτοφανή διάταξη: εναποθέτει «αποκλειστικά» στους πολίτες να φροντίζουν να τηρείται ο νέος νόμος. Πιο συγκεκριμένα ορίζει ότι πρέπει να μηνύουν όποιον υποψιάζονται ότι βοήθησε οποιαδήποτε γυναίκα να κάνει άμβλωση μετά την έκτη εβδομάδα της κύησης!
Το Ανώτατο Δικαστήριο, με την ψήφο όλων των συντηρητικών δικαστών, επικαλέστηκε «νέα διαδικαστικά ζητήματα» όταν αρνήθηκε, πριν από έναν μήνα, να εμποδίσει τον νόμο όπως του ζητούσαν υπερασπιστές του δικαιώματος στην άμβλωση.
Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση αποφάσισε τότε να προσφύγει στο δικαστήριο, επικαλούμενη το έννομο συμφέρον της να φροντίζει να τηρούνται τα συνταγματικά δικαιώματα των Αμερικανών και των Αμερικανίδων. Την Πέμπτη, κέρδισε την υπόθεση προσωρινά, καθώς η πολιτεία του Τέξας θα ασκήσει έφεση.
Πώς θα έρθει η ώρα να ψηφίσει το Ανώτατο Δικαστήριο για την ανατροπή ή όχι της «Ρόου εναντίον Γουέιντ»; Εχουν φροντίσει για αυτό οι Ρεπουμπλικάνοι και οι φανατικοί χριστιανοί, που εδώ και χρόνια κάνουν προσεκτικά βήματα σε μία προκαθορισμένη μακρά πορεία, η οποία θα καταλήξει στην αίθουσα του επιβλητικού, αρχαιοελληνικής αρχιτεκτονικής, κτιρίου στην Ουάσινγκτον. Η πολιτεία του Μισισιπή είναι ο τελευταίος κρίκος της αλυσίδας, ελπίζουν οι συντηρητικοί, καθώς έχει προσφύγει στο Ανώτατο Δικαστήριο ζητώντας την ανατροπή προηγούμενων δικαστικών αποφάσεων εναντίον ενός νόμου της, που καθιστά παράνομες τις αμβλώσεις μετά τη 15η εβδομάδα. Η πολιτεία του Μισισιπή ισχυρίζεται ότι η απλούστερη λύση στο πρόβλημά της είναι να ανατραπεί η απόφαση-σταθμός του 1973, την οποία αποκαλεί «απόφαση χωρίς αρχές, που έχει βλάψει τη δημοκρατική διαδικασία και έχει δηλητηριάσει τον εθνικό διάλογο».
Εν μέσω συνεχών διαδηλώσεων σε όλη τη χώρα, τόσο από υπέρμαχους όσο και από αντιπάλους των αμβλώσεων (που έδωσαν το παρόν έξω από το δικαστήριο και την ημέρα της εναρκτήριας συνεδρίασης) η ακρόαση της προσφυγής του Μισισιπή μπορεί να ξεκινήσει τον Νοέμβριο και η απόφαση θα βγει του χρόνου, λίγο πριν τις κρίσιμες ενδιάμεσες εκλογές του Νοεμβρίου του 2022.
Αν το δικαστήριο είναι έτοιμο να ανατρέψει την δική του απόφαση του 1973, θα επισκιάσει όλες τις υπόλοιπες υποθέσεις που θα κληθεί να κρίνει, ακόμα και αν πρόκειται για εξίσου διχαστικά για την αμερικανική κοινωνία ζητήματα, όπως η οπλοκατοχή και η φυλετική ποσόστωση σε εκπαιδευτικά ιδρύματα και οργανισμούς.
Το δικαίωμα στην άμβλωση είναι ένα από τα πολιτικά δικαιώματα που έχουν κατακτήσει οι Αμερικανοί τις τελευταίες δεκαετίες και τα οποία βρίσκονται σε κίνδυνο εφέτος ή τα αμέσως επόμενα χρόνια εξαιτίας της συντηρητικής πλειοψηφίας στο Ανώτατο Δικαστήριο. Μαζί τους κινδυνεύει η ίδια η αμερικανική δημοκρατία, αναφέρουν χαρακτηριστικά οι Times του Λονδίνου.
Πριν από την προσφυγή της πολιτείας του Μισισιπή, οι εννέα δικαστές θα εξετάσουν μία προσφυγή εναντίον της πολιτείας της Νέας Υόρκης, που θέτει αυστηρά όρια στην οπλοφορία εκτός οικίας. Κανένας πρόεδρος, όσο και αν έχει προσπαθήσει, δεν έχει καταφέρει να μειώσει την οπλοκατοχή στις ΗΠΑ, ενώ το δικαστήριο έχει να ασχοληθεί πάνω από 10 χρόνια με το ζήτημα και την Δεύτερη Τροποποίηση του Συντάγματος, το οποίο επικαλούνται οι υποστηρικτές της ιδιωτικής οπλοκατοχής και οπλοφορίας.
Επίσης, το Ανώτατο Δικαστήριο θα εξετάσει υποθέσεις θρησκευτικών ελευθεριών και ενδεχομένως της ποσόστωσης των νέων φοιτητών που γίνονται δεκτοί στο Χάρβαρντ, βάσει της φυλετικής τους καταγωγής. Οι υπέρμαχοι της ποσόστωσης θεωρούν ότι διασφαλίζει την επαρκή εκπροσώπηση πολιτών κάθε προέλευσης, ενώ οι αντίπαλοί της ισχυρίζονται ότι ρίχνει το επίπεδο των φοιτητών και αφήνει εκτός άτομα που διαθέτουν περισσότερα προσόντα για να φοιτούν σε ένα από τα καλύτερα πανεπιστήμια του κόσμου, κυρίως Αμερικανούς ασιατικής καταγωγής.
Οι Δημοκρατικοί προσπαθούν να αποτρέψουν μελλοντικές ήττες, πιέζοντας τον 83χρονο ανώτατο δικαστή Στίβεν Μπράιερ να παραιτηθεί για να προλάβουν έναν νέο θάνατο δικαστή στην έδρα (μετά την απώλεια της Ρουθ Μπέιντερ Γκίνσμπεργκ) και την ευκαιρία στους Ρεπουμπλικάνους να διορίσουν έναν ακόμα δικό τους δικαστή. Επίσης, ο Τζο Μπάιντεν έχει αναθέσει σε μία επιτροπή να εξετάσει πώς μπορεί να επαναφέρει την ισορροπία στο δικαστήριο, προς όφελος των Δημοκρατικών, με μέτρα όπως είναι η αύξηση του αριθμού των δικαστών, η θέσπιση ορίων ηλικίας και χρονικής διάρκειας της υπηρεσίας τους.
Οι αναλυτές επισημαίνουν ότι είναι η πρώτη φορά μετά το 2000, όταν η συντηρητική πλειοψηφία του δικαστηρίου έδωσε τη νίκη στις προεδρικές εκλογές στον Τζορτζ Μπους τον νεότερο σε βάρος του Αλ Γκορ, που οι Αμερικανοί θεωρούν ότι το δικαστήριο λαμβάνει τις αποφάσεις του με βάση τις πολιτικές πεποιθήσεις της πλειοψηφίας των δικαστών. Οι Δημοκρατικοί μάλιστα, φοβούνται ότι κάτι αντίστοιχο με την ήττα του Γκορ στο δικαστήριο και όχι στις κάλπες, μπορεί να επαναληφθεί στο άμεσο μέλλον μετά από αμφίρροπες προεδρικές εκλογές.