Πόσο απέχει ένας Γ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος από τον πόλεμο που μαίνεται στην Ουκρανία; Ο Τζο Μπάιντεν διατείνεται ότι ακριβώς για αυτόν τον λόγο, για να αποτραπεί το ξέσπασμα ενός Γ΄ Παγκόσμιου Πολέμου, απέρριψε το ενδεχόμενο οι ΗΠΑ να συνδράμουν στρατιωτικά τους Ουκρανούς και κατέφυγε στις κυρώσεις για να πλήξει τον Βλαντίμιρ Πούτιν και τη Ρωσία.
Είμαστε, όμως, σίγουροι ότι πρόκειται περί μίας αποτελεσματικής στρατηγικής; – διερωτώνται ολοένα περισσότεροι αναλυτές και δημοσιογράφοι και αμφότερα τα παραπάνω ερωτήματα σίγουρα δεν αποσκοπούν στο να τρομοκρατήσουν, ούτε είναι παραπλανητικά ή εμπρηστικά. Μάλιστα αρκετοί υποστηρίζουν πως στην πραγματικότητα ο Γ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος, ο οποίος πιθανότατα δεν θα είναι πυρηνικός αλλά θα διεξαχθεί, όπως πάντα, στην Ευρώπη, ημέρα με την ημέρα απέχει ολοένα και λιγότερο από τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Παρότι η αλήθεια συγκαταλέγεται μεταξύ των πρώτων θυμάτων ενός πολέμου γνωρίζουμε αναμφίβολα πως και στην προκειμένη περίπτωση, όπως σε όλους σχεδόν τους πολέμους, υπάρχει ένας θύτης και ένα θύμα. Γνωρίζουμε επίσης πως την ευθύνη για αυτόν τον αναίτιο πόλεμο τη φέρει ο Βλαντίμιρ Πούτιν ο οποίος, ωστόσο, θα μπορούσε να χάσει τον πόλεμό του, εάν συνεχιστεί η αναπάντεχη και ηρωική, όπως εξελίσσεται, αντίσταση των Ουκρανών που χαίρουν της στήριξης όλου σχεδόν του κόσμου ο οποίος καταδικάζει το Κρεμλίνο και την εισβολή στην Ουκρανία.
«Tα γνωρίζουμε όλα αυτά αλλά τείνουμε να μην κοιτάζουμε κατάματα τον μεγαλύτερο κίνδυνο, το απόλυτο και καταστροφικό κακό ενός ολοκληρωτικού και πολύ πιο εκτεταμένου πολέμου που θα μπορούσε να χαρακτηριστεί εύλογα και τραγικά ως Γ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος», γράφει σε άρθρο του ο Φράνκο Βεντουρίνι της Corriere della Sera, υποστηρίζοντας πως τόσο τα προειδοποιητικά σημάδια όσο και οι κίνδυνοι αυξάνονται επικίνδυνα ημέρα με την ημέρα.
Ο γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ Γενς Στόλτενμπεργκ απέρριψε ρητά (όπως έκανε στη συνέχεια και ο Τζο Μπάιντεν) το αίτημα του ουκρανού προέδρου για την επιβολή Ζώνης Απαγόρευσης Πτήσεων πάνω από τη Ουκρανία υπό την επιτήρηση μαχητικών αεροσκαφών της Βορειοατλαντικής Συμμαχίας. Ομως το ότι ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι, ήτοι ο ηγέτης της ουκρανικής αντίστασης κατά των ρώσων εισβολέων, σκέφτεται σοβαρά το ενδεχόμενο να ξεσπάσει μία (ολέθρια για την Ευρώπη) σύρραξη ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και τη Ρωσία είναι ήδη ιδιαίτερα ανησυχητικό.
Επιπρόσθετα, όσο αυξάνεται η ένταση του πολέμου στην Ουκρανία τόσο αυξάνονται και οι πιθανότητες ενός «ατυχήματος», οι συνέπειες του οποίου θα μπορούσαν κάλλιστα να αποδειχθούν μοιραίες. «Επί χρόνια τα ρωσικά μαχητικά και εκείνα του ΝΑΤΟ παίζουν το παιχνίδι της γάτας με το ποντίκι, αγγίζονται, καταδιώκουν τα μεν τα δε και αντιστρόφως αλλά κάτω δεν διεξάγεται ένας πόλεμος, κανένας δεν πυροβολεί. Με τις σημερινές συνθήκες, με μία σφαγή σε εξέλιξη, θα συνεχίσουν να ισχύουν οι ίδιοι κανόνες στους αιθέρες πάνω από τα κράτη της Βαλτικής;», διερωτάται ο Φράνκο Βεντουρίνι.
Και επισημάνει και έναν άλλον υπαρκτό κίνδυνο που θα μπορούσε να οδηγήσει ακούσια στο ξέσπασμα ενός γενικευμένου, τρίτου παγκόσμιου δυνητικά, πολέμου: το ενδεχόμενο, εάν ο πόλεμος φτάσει έως τα δυτικά σύνορα της Ουκρανίας, κάποιος πύραυλος ή ρουκέτα ή οβίδα των Ρώσων να καταλήξει κατά λάθος στην πολωνική επικράτεια, ήτοι σε έδαφος του ΝΑΤΟ: η Βορειοατλαντική Συμμαχία θα πρέπει να επέμβει κατά των Ρώσων, διαφορετικά θα κινδυνέψει να απολέσει οριστικά την αξιοπιστία της, μαζί με κάθε λόγο ύπαρξης.
Σύμφωνα με τον ιταλό αρθρογράφο η Δύση καλείται να προβεί σε μία επίδειξη όχι δύναμης αλλά θάρρους, όχι πολεμώντας τη Ρωσία αλλά αποτρέποντας έναν πόλεμο με τη Ρωσία. «Πράγματι χρειάζεται πολύ θάρρος για να φανταστεί κανείς μία διαπραγμάτευση με τον Βλαντίμιρ Πούτιν, με αυτόν που επιτίθεται στην Ουκρανία, βάλλοντας κατά αμάχων και πυρηνικών σταθμών», εξηγεί.
Αναγνωρίζει πως στην περίπτωση που επιδιωχθεί να ανοίξει ένας δίαυλος επικοινωνίας με το Κρεμλίνο, υπάρχει ο κίνδυνος η Δύση, ή, μάλλον οι ηγέτες της Δύσης, να συγκριθούν με τον Νέβιλ Τσάμπερλεν και τον Εντουάρ Νταλαντιέ οι οποίοι συνυπέγραψαν το 1938, μαζί με τη ναζιστική Γερμανία και την φασιστική Ιταλία, τη Συμφωνία του Μονάχου (ο Βεντουρίνι κάνει λόγο για «αφελή δειλία»). Αλλά θεωρεί πως πλέον είναι ζωτικής σημασίας να αρχίσουν οι διαπραγματεύσεις με τον Πούτιν.
Η Δύση πρέπει να καταστήσει σαφές πως είναι έτοιμη να διαπραγματευτεί μαζί του, όχι χωρίς κόκκινες γραμμές (η κρατική υπόσταση της Ουκρανίας είναι μία από αυτές) αλλά και όντας διατεθειμένη να λάβει σοβαρά υπόψη τις ανησυχίες της Ρωσίας όσον αφορά την ασφάλειά της. Απαραίτητη προϋπόθεση για να συμβεί κάτι τέτοιο, αποτελεί, φυσικά, η κατάπαυση του πυρός ενώ κοινός στόχος των εμπλεκόμενων πλευρών (και των Ουκρανών) θα πρέπει να είναι η αποτροπή ενός ολικού πολέμου ανάμεσα στο ΝΑΤΟ και στη Ρωσία.
Ποιος, όμως, μπορεί να μεσολαβήσει, ποιος είναι σε θέση να συνομιλήσει με τον Βλαντίμιρ Πούτιν στην παρούσα φάση; Η Ανγκελα Μέρκελ την οποία επικαλούνται πολλοί; Η Τουρκία, φίλη της Ρωσίας, που πουλάει drones στην Ουκρανία; Ο ισραηλινός πρωθυπουργός Ναφτάλι Μπένετ που μόλις συναντήθηκε με τον Πούτιν, τον Ζελένσκι και τον Σολτς; Ο ΟΗΕ, ο Μακρόν (αν και πρέπει να σκεφτεί και την επανεκλογή του), η Κίνα που δεν θέλει να πληρώσει το κόστος των κυρώσεων ή η Ευρωπαϊκή Ενωση, παρά την αντίσταση κάποιων κρατών-μελών της;
«Το “ποιος” έχει σχετικά μικρή σημασία. Το σημαντικό, προφανώς, είναι να αποδεχτεί ο Πούτιν, να μην θελήσει να ολοκληρώσει τη βρόμικη δουλειά του πριν συζητήσει, να επικρατήσει η αναζήτηση της ειρήνης έναντι αυτής της ψυχολογίας που εντάσσεται ήδη σε ένα κλίμα πολεμικό, όταν κρίνει ακατάλληλο ένα πανεπιστημιακό σεμινάριο στον Ντοστογιέφκσι», καταλήγει ο Φράνκο Βεντουρίνι.
Αυτό σημαίνει πως η Ρωσία του Πούτιν (η οποία ενδέχεται να μην πετύχει όλους τους στόχους της στην Ουκρανία) δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να ταπεινωθεί ή να αντιμετωπιστεί ωσάν ηττημένη. Αντιθέτως, η επιθετικότητα και η οργή του Πούτιν πρέπει να αποκρουστούν μέσω της προσφοράς μιας ειρηνευτικής συμφωνίας που θα είναι άξια αποδοχής και από την πλευρά της Ρωσίας. «Γνωρίζοντας ότι θα πρέπει σε κάθε περίπτωση να αντιμετωπίσουμε την επιστροφή του Ψυχρού Πολέμου στην Ευρώπη, και ότι το κόστος θα είναι επίσης πολύ υψηλό για εμάς, και όχι μόνο όσον αφορά τις αμυντικές δαπάνες ή την προμήθεια ενέργειας. Αλλά και ο παλιός Ψυχρός Πόλεμος είχε τους κανόνες του, και γι’ αυτό δεν κατέστη ποτέ θερμός», υπενθυμίζει ο ιταλός δημοσιογράφος.