Είναι παραπάνω από ξεκάθαρο ότι ουδείς έλληνας Πρωθυπουργός θα συζητούσε την απώλεια εδάφους ή χωρικών υδάτων μέσα από τα έξι μίλια | CreativeProtagon
Θέματα

Πόσες «υποχωρήσεις» αντέχουν οι Ελληνες;

Ο Μητσοτάκης φαίνεται να μετράει αντιδράσεις – και καλά κάνει. Αλλοι υποστηρίζουν ότι καλλιεργεί το έδαφος που θα απαιτηθεί για να στεριώσει μια συμφωνία με την Τουρκία. Αλλά αν δούμε τα αντικειμενικά δεδομένα, είμαστε πολύ μακριά από το (επιθυμητό) σημείο σύγκλισης. Για να φτάσουμε εκεί, δεν πρέπει να υποχωρήσει μόνο η Ελλάδα – πρέπει να υποχωρήσει και ο Ερντογάν
Πιέρρος Ι. Τζανετάκος

Εως ότου να ξεσπάσουν οι αλλεπάλληλες πυρκαγιές εντός και εκτός του Λεκανοπεδίου, πρώτο θέμα στην πολιτική συζήτηση –ελλείψει άλλου– ήταν οι περιβόητες «κάποιες υποχωρήσεις» στις οποίες αναφέρθηκε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, ως αναγκαίο κακό μιας πιθανής και δια της Χάγης συμφωνία με την Τουρκία. Ο λόγος, βέβαια, του πρωθυπουργού ήταν γεμάτος υποθέσεις.

Καταρχάς, μίλησε για υποχωρήσεις από «κάποιες θέσεις που μπορεί να αποτελούν την αφετηρία της διαπραγμάτευσης». Υποχωρήσεις που μπορεί να γίνουν αν (ποτέ) φτάσουμε σε αυτό το σημείο, καθώς τώρα «είμαστε μακριά από αυτό το σενάριο». Υποχωρήσεις, στις οποίες αν (και εφόσον) έλθουν, θα κληθούν η Βουλή και τα κόμματα να «έχουν ρόλο».

Πόσες, όμως, «υποχωρήσεις» αντέχουν οι Ελληνες; Αν κρίνουμε από την αντίδραση στα όσα είπε ο Μητσοτάκης, η απάντηση είναι ίσως «καθόλου». Οι εκπρόσωποι των κομμάτων, είτε στα τηλεοπτικά πάνελ είτε με γραπτές ανακοινώσεις, έσπευσαν να κατακεραυνώσουν τον Πρωθυπουργό. Αν ανατρέξει κανείς στο συγκεκριμένο σημείο, θα αντιληφθεί, ενδεχομένως, μια αξιοσημείωτη παρανόηση, καθώς η ερώτηση αναφέρεται σε πιθανή «απομείωση της κυριαρχίας», που θα μπορούσε να προκύψει από την απόφαση του Διεθνούς Δικαστηρίου.

Είναι παραπάνω από ξεκάθαρο ότι όχι μόνο ο Μητσοτάκης, αλλά ουδείς έλληνας Πρωθυπουργός θα συζητούσε τη μείωση της εθνικής κυριαρχίας – δηλαδή την απώλεια εδάφους ή χωρικών υδάτων μέσα από τα έξι μίλια. Η απάντηση αναφερόταν σε δυνητικά κυριαρχικά δικαιώματα και, για να μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, η πλέον πιθανή προβολή αυτής της συζήτησης αντανακλά στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και έχει να κάνει με την επήρεια που θα έδινε το Δικαστήριο στο Καστελλόριζο. Μπορεί το Καστελλόριζο να έχει υφαλοκρηπίδα έως 200 ναυτικά μίλια;

Εν κατακλείδι, ναι μεν η θέση της Ελλάδας βάσει του Διεθνούς Δικαίου της Θάλασσας είναι ότι τα νησιά έχουν πλήρη κυριαρχικά δικαιώματα, όπως ακριβώς η ενδοχώρα, αλλά ποιος πράγματι πιστεύει ότι αυτή θα ήταν και η απόφαση που θα προέκυπτε από μια προσφυγή στη Χάγη; Αν δούμε αντίστοιχες αποφάσεις, θα καταλάβουμε ότι κάτι τέτοιο είναι απίθανο.

Το Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, συνήθως, κοιτάζει να ικανοποιήσει εν μέρει και τους δύο προσφεύγοντες. Αλλά και στο Αιγαίο και δη όσον αφορά τα χωρικά ύδατα, θα πρέπει να είμαστε βέβαιοι ότι δεν πρόκειται να φτάσουμε παντού, όπου δηλαδή υπάρχει χώρος, στα 12 ναυτικά μίλια. Μια τέτοια ρύθμιση θα γινόταν κλιμακωτά, αναλόγως της γεωγραφίας του κάθε σημείου.

Μπορεί, λοιπόν, οι γνωρίζοντες τις τεχνικές λεπτομέρειες να ξέρουν ότι στη Χάγη δεν πρόκειται να πάρουμε το όλον, αλλά μια τέτοια εξέλιξη είναι παραπάνω από φανερό ότι θα ξεσηκώσει θύελλα αντιδράσεων στο εσωτερικό. Οι υποχωρήσεις για τους Ελληνες είναι κάτι σαν την Ιστορία: «Παράγουμε περισσότερη από όση μπορούμε να καταναλώσουμε». Ακούσαμε τόσο τον Κυριάκο Μητσοτάκη, όσο και τον Ταγίπ Ερντογάν να μιλούν πολύ, τελευταία, για την Ιστορία. Πράγματι, αν συνεχίζουμε να βλέπουμε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις μέσα από το πρίσμα της Ιστορίας, δύσκολα θα προχωρήσουμε παρακάτω.

Πόσο εύκολο είναι όμως να γίνει κάτι τέτοιο; Μάλλον απίθανο, διότι η ιστορική πραγματικότητα μεταξύ Ελλάδας-Τουρκίας είναι βαθιά γραμμένη στο DNA μας. Και όπως διαπιστώθηκε πριν από λίγες μέρες, η αντίδραση για τις «υποχωρήσεις» δεν ήρθε απλώς από τα δεξιά. Ηρθε από παντού. Και η κομματική εκμετάλλευση δεν αναγνωρίζει διεθνείς συγκυρίες, πολέμους και έξωθεν «επιταγές». Στόχος των κομμάτων, ειδικά αυτών που είτε αντιμετωπίζουν υπαρξιακά προβλήματα είτε είναι νεοφώτιστα στο πολιτικό σκηνικό, είναι η αναπαραγωγή και η μεγέθυνση της επιρροής τους. Και τα εθνικά θέματα πάντα αποτελούν μια τέτοια ευκαιρία.

Ο Μητσοτάκης φαίνεται να μετράει αντιδράσεις – και καλά κάνει. Αλλοι υποστηρίζουν ότι καλλιεργεί το έδαφος που θα απαιτηθεί για να στεριώσει μια συμφωνία με την Τουρκία. Αλλά αν δούμε τα αντικειμενικά δεδομένα, είμαστε πολύ μακριά από το (επιθυμητό) σημείο σύγκλισης. Για να φτάσουμε εκεί, δεν πρέπει να υποχωρήσει μόνο η Ελλάδα – πρέπει να υποχωρήσει και ο Ερντογάν. Να βγάλει από το τραπέζι το τουρκολιβυκό μνημόνιο και να αφήσει στην άκρη τη θεωρία των «γκρίζων ζωνών». Ακόμα και αν υποθέσουμε ότι η Αγκυρα θα κάνει τα απαραίτητα πίσω βήματα, σε τι βάθος χρόνου θα μπορούσαν οι δύο πλευρές να υπογράψουν το συνυποσχετικό; Διότι αν είναι να φτάσουμε λίγο πριν από το τέλος της θητείας Μητσοτάκη – Ερντογάν, τότε τα πράγματα θα είναι ακόμα πιο δύσκολα.

Τα πρώτα ουσιαστικά δείγματα γραφής, πάντως, είναι αδύνατο να χαρακτηριστούν θετικά. Σε όποιο θέμα έχει γωνίες και έχει έρθει –κυρίως λόγω χρονισμού– στη δημοσιότητα, έχει αποκαλυφθεί το πραγματικό χάσμα που υπάρχει μεταξύ των δύο πλευρών του Αιγαίου. Η παρουσία του Ερντογάν στην Κύπρο ανήμερα της μαύρης επετείου της τουρκικής εισβολής, η επανάληψη της παράνομης, διχοτομικής θέσης περί δύο κρατών και η προσπάθεια διεθνούς αναβάθμισης του ψευδοκράτους είναι στοιχεία που αναδεικνύουν ότι το Κυπριακό αποτελεί ένα ζήτημα με σαφείς ιστορικές αναφορές, που θα μπορούσε να λειτουργήσει ως ανάχωμα στις προσπάθειες σύγκλισης.

Αλλά ο Ερντογάν φρόντισε να θέσει ξανά, δημοσίως, την ατζέντα της αποστρατιωτικοποίησης. Του ζητήματος που λειτούργησε ως η αιχμή του δοράτος του τουρκικού αναθεωρητισμού τα τελευταία χρόνια. Είναι η βάση αμφισβήτησης της ελληνικής κυριαρχίας των νησιών του Αιγαίου και κατ’ επέκταση της Συνθήκης της Λωζάννης.

Οπως κι αν έχει η κατάσταση, είναι απολύτως θεμιτό το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση κερδίζει χρόνο διαλεγόμενη με την Τουρκία. Απολύτως κατανοητό, επίσης, είναι ότι ο πόλεμος στην Ουκρανία δημιουργεί νέες γεωπολιτικές απαιτήσεις. Το πλέον κατανοητό, όμως, είναι ότι αυτό που προέχει για τον Μητσοτάκη είναι η προώθηση των μεταρρυθμίσεων στο εσωτερικό. Θα έχει το πολιτικό κεφάλαιο η κυβέρνηση να προχωρήσει παραλλήλως σε αυτές τις βαθιές τομές; Γιατί να το ρισκάρει; Αλλά και επί της ουσίας: Είναι τόσο εκ διαμέτρου αντίθετες –αλλά και γνωστές– οι θέσεις Ελλάδας και Τουρκίας, που φαντάζει πραγματικά απίθανο να προκύψει συνολική ή τμηματική συμφωνία. Κάποιος θα αναγκαστεί να πάει πολύ πίσω από τις γραμμές του.

Προσθέτοντας όλα αυτά, δηλαδή τις πραγματικές διπλωματικές διαφορές, το ιστορικό περιεχόμενων των ελληνοτουρκικών σχέσεων, το ειδικό βάρος των ακροατηρίων, αλλά και τις προτεραιότητες των δύο ηγετών στο εσωτερικό, σου έρχεται στο μυαλό ένα εξαιρετικό συμπέρασμα δύο κορυφαίων ευρωπαίων ιστορικών για την κατάσταση που επικρατούσε στην Ελλάδα την εποχή των Δεκεμβριανών: «Οι ελάχιστες απαιτήσεις της μίας πλευράς υπερέβαιναν τις μέγιστες παραχωρήσεις που η άλλη πλευρά ήταν διατεθειμένη να κάνει»[1].

1.Οι ιστορικοί Baerentzen και Close στη μελέτη τους για τα αίτια των Δεκεμβριανών («The British Defeat of EAM 1944- 45»)