Στις 4 Απριλίου 1900, Μεγάλη Τρίτη, ένα σφουγγαράδικο από τη Σύμη κατευθυνόμενο προς την Τυνησία πέφτει σε τρομερή θαλασσοταραχή στο Μυρτώο πέλαγος. Ο καπετάνιος του, Δημήτρης Κοντός, το οδηγεί στην ασφάλεια του λιμανιού των Αντικυθήρων μέχρι να πέσει ο καιρός. Και οι άνδρες του αποφασίζουν να βουτήξουν για σφουγγάρια.
Πρώτος ο Ηλίας Σταδιάτης φοράει το σκάφανδρο, τον χάλκινο θώρακα, τα βαριά μολύβια στη μέση του και το μαρκούτσο για να αναπνέει, βουτάει στα γαλαζοπράσινα νερά και φτάνει στον πυθμένα της θάλασσας, σε βάθος περίπου 45 μέτρων. Μισοκλείνοντας τα μάτια για να δει καλύτερα μέσα στο σκοτάδι, διακρίνει μια στοιχειωμένη σκηνή: τριγύρω υπάρχουν τα ασαφή περιγράμματα μελών ανθρωπίνων σωμάτων… Τρομαγμένος ανεβαίνει στην επιφάνεια και ενημερώνει τον καπετάνιο ότι βρήκε «έναν σωρό από σάπια πτώματα».
Ο έμπειρος σφουγγαράς είχε μόλις ανακαλύψει κατά τύχη το ναυάγιο ενός ρωμαϊκού φορτηγού πλοίου, που είχε βυθιστεί στο σημείο εκείνο περισσότερες από δύο χιλιετίες πριν. Σύντομα θα ξεκαθαριζόταν ότι δεν ήταν γεμάτο με πτώματα, όπως είχε φανεί αρχικά, αλλά με έργα τέχνης (μαρμάρινα και χάλκινα αγάλματα, κοσμήματα, αμφορείς, έπιπλα κ.λπ.), που περίμεναν να ανακαλυφθούν μισοθαμμένα ανάμεσα σε φύκια, σφουγγάρια και ψάρια.
Το ναυάγιο αυτό εγκαινίασε το 1901 μ.Χ. τις μεγάλης κλίμακας ενάλιες ανασκαφές – αν και με βαρύ τίμημα: έναν νεκρό και δύο σφουγγαράδες ανάπηρους. Περισσότερα από 100 χρόνια αργότερα, ο περίφημος θησαυρός των Αντικυθήρων (µεγάλο µέρος του οποίου κοσµεί σήμερα το Αρχαιολογικό Μουσείο Αθηνών), ο οποίος περιλαμβάνει και τον µοναδικό Μηχανισµό των Αντικυθήρων, εξακολουθεί να μαγεύει το κοινό. Ωστόσο, υπάρχουν ακόμη πολλά βυθισμένα θαύματα που περιμένουν να ανακαλυφθούν, γράφει στο BBC Future η Ζάρια Γκόρβετ.
Η πρόσφατη αποστολή της UNESCO πραγματοποιήθηκε στο Skerki Bank, έναν ιδιαίτερα ύπουλο ρηχό ύφαλο που συνδέει την ανατολική με τη δυτική Μεσόγειο, αποτελώντας σημείο επαφής πολλών μεσογειακών πολιτισμών. Βρίσκεται σε μια πολυσύχναστη θαλάσσια εμπορική οδό, που χρησιμοποιείται συνεχώς από την Αρχαιότητα μέχρι σήμερα, όπου έχουν γίνει επίσης αρκετές ναυμαχίες και έχουν βυθιστεί εκατοντάδες πλοία.
Χρησιμοποιώντας σόναρ πολλαπλών ακτίνων και υποβρύχια ρομπότ, μια ομάδα επιστημόνων από οκτώ χώρες χαρτογράφησε τον πυθμένα της θάλασσας στην περιοχή. Και αυτή την εβδομάδα ανακοίνωσαν την ανακάλυψη τριών νέων ναυαγίων: τα απόκοσμα υπολείμματα σκαφών που χρονολογούνται στον 1ο αιώνα π.Χ., στον 2ο αιώνα μ.Χ. και στον 19ο ή 20ό αιώνα.
Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της UNESCO, εξάλλου, μπορεί να υπάρχουν και πολλά άλλα ναυάγια που δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμα κάτω από τα κύματα των ωκεανών του πλανήτη μας.
Eνα κρυμμένο αρχείο
Το παλαιότερο γνωστό σκάφος, ένα ξύλινο κανό που κατασκευάστηκε πριν από 10.000 χρόνια, βρέθηκε τυχαία κατά την κατασκευή ενός αυτοκινητόδρομου στην Ολλανδία. Αλλά υπάρχουν ενδείξεις ότι όλα ξεκίνησαν πολύ νωρίτερα, με τους ανθρώπους να εμφανίζονται ξαφνικά στην άλλη πλευρά τεράστιων υδάτινων μαζών. Πιστεύεται ότι πριν από περίπου 50.000 χρόνια μια ομάδα κυνηγών-τροφοσυλλεκτών από τη Νοτιοανατολική Ασία διέσχισε μια ομάδα νησιών μήκους εκατοντάδων μιλίων, επειδή λίγο αργότερα οι πρώτοι Αβορίγινες της Αυστραλίας εμφανίστηκαν στη λίμνη Μάνγκο, στη Νέα Νότια Ουαλία.
Αλλά όπου υπάρχουν θαλάσσιες διαβάσεις υπάρχουν και ναυάγια. Σήμερα οι ωκεανοί είναι διάσπαρτοι με τα συντρίμμια χιλιετιών εμπορίου, πολέμων και εξερευνήσεων: πειρατικά σκαριά φορτωμένα με ασήμι, φορτηγά πλοία κατά μήκος του θαλάσσιου Δρόμου του Μεταξιού, πολυτελή βασιλικά σκάφη που εξαφανίστηκαν μαζί με μελλοντικούς βασιλιάδες, αρχαία αλιευτικά σκάφη, σύγχρονα πολεμικά πλοία και υποβρύχια, φαλαινοθηρικά του 19ου αιώνα και τεράστια επιβατηγά υπερωκεάνια, όπως ο Τιτανικός.
Σαν ξεχασμένες χρονοκάψουλες, γράφει στο BBC Future η Ζάρια Γκόρβετ, αυτά τα πλοία έχουν γοητεύσει τους αρχαιολόγους και έχουν γεμίσει μουσεία σε όλον τον κόσμο με αρχαία θαύματα, μεταξύ των οποίων και ο μυστηριώδης Μηχανισμός των Αντικυθήρων, ο οποίος λειτουργούσε ως αναλογικός μηχανικός υπολογιστής και όργανο αστρονομικών παρατηρήσεων, παρουσιάζοντας ομοιότητες με πολύπλοκο ωρολογιακό μηχανισμό.
Πόσα είναι, άραγε, συνολικά τα ναυάγια και πόσα παραμένουν ακόμα κρυμμένα στα βάθη των ωκεανών;
Υπάρχουν πολλές βάσεις δεδομένων για τα ναυάγια του κόσμου, ωστόσο οι εκτιμήσεις τους για τον συνολικό αριθμό των ναυαγίων που έχουν βρεθεί διαφέρουν ελαφρώς. Η ιστοσελίδα wrecksite.eu διαθέτει έναν κατάλογο 209.660 σκαφών που είναι γνωστό ότι βυθίστηκαν, 179.120 από τα οποία σε γνωστή τοποθεσία. Η Global Maritime Wrecks Database (GMWD), από την άλλη πλευρά, περιέχει τα αρχεία περισσότερων από 250.000 βυθισμένων πλοίων, αν και ορισμένα από αυτά δεν έχουν ακόμη βρεθεί.
Σύμφωνα με μια εκτίμηση, μόνο κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου βυθίστηκαν περίπου 15.000 πλοία· υπάρχουν ξεχασμένα θωρηκτά και δεξαμενόπλοια σκορπισμένα από τον Ειρηνικό μέχρι τον Ατλαντικό, που σταδιακά «αιμορραγούν» αποβάλλοντας πετρέλαιο, χημικά και βαρέα μέταλλα στο περιβάλλον, καθώς αποσυντίθενται.
Στην πραγματικότητα, πιστεύεται ότι τα ναυάγια που έχουν καταγραφεί αντιπροσωπεύουν μόνο ένα μικρό κλάσμα του συνόλου. Σύμφωνα με ανάλυση της UNESCO, υπάρχουν πάνω από τρία εκατομμύρια που δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμη στους ωκεανούς της Γης.
Οπως είναι αναμενόμενο, υπάρχουν πολλά σημεία για ναυάγια: θαλάσσια νεκροταφεία κατά μήκος δημοφιλών ή επικίνδυνων διαδρομών, που έχουν αποδειχτεί γόνιμοι τόποι αναζήτησης στο παρελθόν.
Σε αυτά, εκτός από το Σκέρκι, περιλαμβάνεται και το Αρχιπέλαγος των Φούρνων της Ικαρίας, όπου έχουν ανακαλυφθεί 58 πλοία μέχρι στιγμής, 23 από τα οποία σε μόλις 22 ημέρες, το 2015. Το Αρχιπέλαγος των Φούρνων δεν θεωρούνταν ιδιαίτερα επικίνδυνο· συνήθως το χρησιμοποιούσαν για αγκυροβόλιο, οπότε πιστεύεται ότι ο τεράστιος όγκος της κυκλοφορίας οδήγησε σε μεγάλη συγκέντρωση σκαφών που έδεναν εκεί για να ξεκουραστούν.
Κρύπτες θησαυρών
Τα ναυάγια που δεν έχουν ανακαλυφθεί ακόμη κρύβουν συναρπαστικές λεπτομέρειες για το πώς ζούσαν κάποτε οι άνθρωποι –αλλά και για πιθανούς μελλοντικούς κινδύνους– ενώ μπορεί επίσης να περιέχουν εκπληκτικά πλούτη. Και αυτό μπορεί να είναι προβληματικό, επισημαίνει στο BBC Future η Ζάρια Γκόρβετ.
Στις 8 Ιουνίου 1708, γύρω στις 7 η ώρα το βράδυ, μια ισχυρή έκρηξη αντήχησε στη θάλασσα της Καραϊβικής, στα ανοιχτά της Κολομβίας. Ηταν η τελευταία πολεμική κραυγή του «San José», που είχε αποπλεύσει από την Ισπανία δύο χρόνια νωρίτερα. Το τρικάταρτο γαλεόνι ήταν η ναυαρχίδα της ισπανικής Armada de la Guardia de la Carrera de las Indias, μιας νηοπομπής με πλοία φορτωμένα με ζάχαρη, μπαχαρικά, πολύτιμα μέταλλα και άλλα αγαθά, τα οποία μεταφέρονταν στην Ισπανία από τις κτήσεις της στην Αμερική.
Κουβαλούσε έναν αμύθητο θησαυρό, σεντούκια γεμάτα με ασήμι, σμαράγδια και μια τεράστια ποσότητα χρυσών δουβλονιών (ισπανικά νομίσματα). Το τέλος του, όμως, ήταν βίαιο. Καθώς προσπαθούσε να ξεφύγει από την καταδίωξη ενός βρετανικού πλοίου σε μονομαχία κοντά στη νήσο Μπαρού, νότια της Καρταχένα της Κολομβίας, και μετά από ώρες μάχης, οι αποθήκες της πυρίτιδας δέχθηκαν ένα χτύπημα, με αποτέλεσμα να βυθιστεί σχεδόν αμέσως, μαζί με τα περίπου 600 μέλη του πληρώματος.
Περισσότερα από 300 χρόνια αργότερα, το 2015, το Ναυτικό της Κολομβίας εντόπισε τελικά τα σπασμένα υπολείμματά του, μαζί με κανόνια, κεραμικά και νομίσματα. Συνολικά, το φορτίο του υπολογίζεται ότι αξίζει περίπου 17 δισ. δολάρια (16 δισ. ευρώ). Το εύρημα, ωστόσο, οδήγησε αμέσως σε μια πικρή διαμάχη για την ιδιοκτησία του ναυαγίου· και πλέον υπάρχουν ανησυχίες ότι ο αρχαιολογικός χώρος μάλλον θα λεηλατηθεί παρά θα προστατευτεί.
Μια χρυσή εποχή
Στο παρελθόν, πολλά ναυάγια βρέθηκαν σε σχετικά ρηχά νερά, μερικές φορές τυχαία, καθώς ψαράδες, επιστήμονες ή κυνηγοί θησαυρών εξερευνούσαν τον βυθό γύρω από τις ακτές της υφηλίου. Αλλά με την ύπαρξη εξελιγμένων υποβρυχίων, σύγχρονου εξοπλισμού με κάμερες και νέες τεχνολογίες σόναρ, η εύρεση βαθύτερων ναυαγίων δεν ήταν ποτέ τόσο εύκολη όσο σήμερα.
Είναι πλέον δυνατό να αποκαλυφθεί η εικόνα του βυθού ακόμη και στα πιο βαθιά νερά· το 2019 ερευνητές ανακάλυψαν το σημείο όπου βρίσκεται το αντιτορπιλικό «USS Johnston», στη Φιλιππινέζικη Τάφρο, σε βάθος μεγαλύτερο των έξι χιλιομέτρων. (Διαβάστε στο BBC Future για το πώς βρέθηκε το βαθύτερο ναυάγιο του κόσμου). Ακόμη, νωρίτερα φέτος, επιστήμονες κατασκεύασαν ένα ψηφιακό τρισδιάστατο αντίγραφο του «Τιτανικού» βασισμένοι σε έρευνες του ναυαγίου στον πυθμένα του Ατλαντικού Ωκεανού.
Οι ωκεανοί αποκαλύπτουν τα μυστικά τους με πρωτοφανείς ρυθμούς. Η χρήση σόναρ και GPS έχει μεταμορφώσει την αλιεία, επιτρέποντας τον εντοπισμό ολόκληρων κοπαδιών τόνου στον ανοιχτό ωκεανό, τα οποία κάποτε ήταν άπιαστα· και πλέον οποιοσδήποτε μπορεί να χρησιμοποιήσει τις ίδιες τεχνολογίες για να εντοπίσει ναυάγια σε τοποθεσίες για τις οποίες δεν υπήρχαν προηγουμένως υποψίες.
Προς το παρόν, γράφει η Ζάρια Γκόρβετ, πολλά ακόμα ναυάγια κρύβονται στα βάθη των ωκεανών και δεν έχουν ανακαλυφθεί, ανάμεσά τους μερικά από τα πιο διάσημα, όπως το «Waratah», ένα τεράστιο επιβατηγό και εμπορικό ατμόπλοιο που συχνά συγκρίνεται με τον «Τιτανικό». Μόλις στο δεύτερο ταξίδι του, το καμάρι της Blue Anchor Line απέπλευσε στις 26 Ιουλίου 1909 από το Ντέρμπαν με 211 επιβάτες και πλήρωμα. Αναμενόταν στο Κέιπ Τάουν στις 29 του μηνός, αλλά δεν έφτασε ποτέ. Εξαφανίστηκε και μέχρι σήμερα κανείς δεν ξέρει τι συνέβη ή πού ακριβώς βυθίστηκε: παρά τις τουλάχιστον εννέα αποστολές για να αναζητήσουν τα λείψανά του, τίποτα δεν βρέθηκε ποτέ.
Ποιος ξέρει τι θα γίνει στη συνέχεια; Το μόνο σίγουρο είναι ότι δεν θα αργήσουμε να το μάθουμε…