Η απόπειρα εναντίον του Ελευθερίου Βενιζέλου στα πρωτοσέλιδα εφημερίδων της εποχής και αριστερά το γαζωμένο από σφαίρες Πακάρ στο οποίο επέβαινε μαζί με τη σύζυγό του Ελενα | Getty Images / CreativeProtagon
Θέματα

Ποιος ήθελε να σκοτώσει τον Βενιζέλο;

Στις 6 Ιουνίου 1933 ο Ελευθέριος Βενιζέλος και η σύζυγος του Ελενα έγιναν στόχος δολοφονικής επίθεσης στο Μαρούσι. Η εντολή για την επίθεση δόθηκε από τον διοικητή της Γενικής Ασφάλειας, τον οποίο είχε διορίσει προσωπικά ο πρωθυπουργός Παναγής Τσαλδάρης. Ωστόσο δεν μαθεύτηκε ποτέ ποιος ήταν ο ηθικός αυτουργός
Ελένη Λετώνη

Είναι αξιοπρόσεκτο το γεγονός ότι οι χρονολογίες που συγκρατεί το εθνικό μας υποσυνείδητο συνδέονται είτε με έναρξη πολέμων είτε με εθνικές καταστροφές. Δεν μας έρχεται, για παράδειγμα, στον νου ως σημαντική χρονιά το 1830 ή το 1832, έτος ίδρυσης του ανεξάρτητου ελληνικού κράτους, αλλά το 1821, που ξέσπασε η Επανάσταση. Ούτε το 1918 ή το 1920, που βγήκαμε νικητές από τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αλλά το 1922, λόγω της Μικρασιατικής Καταστροφής. Ομοίως, τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο τον έχουμε συνδέσει με το 1940 και όχι με το 1944.

Κατά συνέπεια, φαίνεται απολύτως λογικό χρονιές κατά τις οποίες δεν συνέβησαν πολύ γνωστά γεγονότα να τις προσπερνάμε δίχως να δίνουμε ιδιαίτερη –έως καθόλου– σημασία. Ετσι, από το 1922 «προσγειωνόμαστε» συνήθως στο 1940, σχεδόν εν πλήρη αγνοία των 18 ετών που μεσολάβησαν και είθισται να ονομάζονται Μεσοπόλεμος.

Παραδείγματος χάριν, το 1933 συνέβησαν σημαντικά γεγονότα στην Ελλάδα, που δρομολόγησαν και καθόρισαν τις μετέπειτα εξελίξεις. Ηταν η χρονιά που η εξουσία πέρασε, μετά από μια ολόκληρη δεκαετία, από τους βενιζελικούς στους αντιβενιζελικούς, μετά τις εκλογές της 5ης Μαρτίου και το αποτυχημένο πραξικόπημα του Νικολάου Πλαστήρα, που εκδηλώθηκε την επόμενη μέρα με σκοπό ακριβώς να αποτρέψει την ανάληψη της εξουσίας από το Λαϊκό Κόμμα, με επικεφαλής τον Παναγή Τσαλδάρη.

Οταν, στις 15 Μαΐου, έγινε συζήτηση στη Βουλή για το αν θα παραπεμπόταν ή όχι ο Ελευθέριος Βενιζέλος σε Ειδικό Δικαστήριο ως συνεργός και ηθικός αυτουργός του Κινήματος της 6ης Μαρτίου, τα πάθη ήταν τόσο οξυμένα ώστε δεν ήταν λίγοι οι βουλευτές που πήγαν στη Βουλή οπλοφορώντας! Μόλις μάλιστα ο Βενιζέλος, από το βήμα της Βουλής, επικαλέστηκε τις σπουδαίες υπηρεσίες που είχε προσφέρει ο Πλαστήρας στον τόπο, κόντεψαν να τον λιντσάρουν, ενώ στην αίθουσα αντηχούσαν οι λέξεις «προδότες» και «άτιμοι». Το 1933 η ανάμνηση της Εκτέλεσης των Εξι παρέμενε ολοζώντανη και το αίμα τους έρρεε ακόμα ανάμεσα στις δύο αντίπαλες παρατάξεις.

Η αναφορά στις υπηρεσίες που προσέφερε στο παρελθόν ο Πλαστήρας έμελλε να είναι τα τελευταία λόγια που θα ακούγονταν από τον Ελευθέριο Βενιζέλο στη Βουλή. Τότε δεν το ήξερε, αλλά εκείνη ήταν η τελευταία φορά που εμφανιζόταν στο Κοινοβούλιο.

Βρισκόμαστε λοιπόν στο 1933 και ο Εθνικός Διχασμός παραμένει ζωντανός. Και στις 6 Ιουνίου εκείνης της χρονιάς θα εκδηλωνόταν, και πάλι με ακραίο τρόπο.

Το βράδυ της 6ης Ιουνίου 1933 ο Ελευθέριος Βενιζέλος δείπνησε μαζί με τη σύζυγό του Ελενα στο σπίτι της Πηνελόπης και του Στέφανου Δέλτα, στην Κηφισιά. Γύρω στις 11 το βράδυ αναχώρησαν για το σπίτι τους στο κέντρο της Αθήνας. Στο αυτοκίνητο τύπου Πακάρ, εκτός από το ζεύγος Βενιζέλου και τον οδηγό βρισκόταν και ο υπομοίραρχος Μ. Κουφογιαννάκης, ενώ τους ακολουθούσε το αυτοκίνητο της ασφάλειας του Βενιζέλου, μάρκας Φορντ.

Οταν έφτασαν στο Μαρούσι, στο ύψος όπου βρισκόταν έναν κέντρο με την ονομασία «Παράδεισος», ένα αυτοκίνητο με σβηστά φώτα χώθηκε ανάμεσα στο αυτοκίνητο του Βενιζέλου και σε εκείνο της ασφάλειάς του. Οι πρώτοι πυροβολισμοί κατευθύνθηκαν προς το αυτοκίνητο της ασφάλειας και ο ένας από τους επιβαίνοντες, ονόματι Ι. Μαρκάκης, τραυματίστηκε θανάσιμα στο κεφάλι. Οταν τα λάστιχα του αυτοκινήτου της ασφάλειας έσκασαν από τις σφαίρες, οι δράστες άρχισαν να πυροβολούν εναντίον του αυτοκινήτου του Βενιζέλου.

Ενόσω εκείνος προσπαθούσε να προστατέψει την Ελενα και να προστατευθεί και ο ίδιος από τις σφαίρες των επίδοξων δολοφόνων τους, ο Κουφογιαννάκης έδωσε εντολή στον οδηγό να σταματήσει και κατέβηκε να αντιμετωπίσει τους δράστες. Ο Βενιζέλος αντιλήφθηκε αμέσως πόσο επικίνδυνο ήταν αυτό και διέταξε τον οδηγό να ξεκινήσει αμέσως.

Φτάνοντας στο ύψος της Φιλοθέης, ο τραυματισμένος οδηγός του Βενιζέλου διαπίστωσε ότι είχε σκάσει το ένα από τα πίσω λάστιχα και έκοψε ταχύτητα. Ομως το αυτοκίνητο των δολοφόνων πλησίαζε επικίνδυνα, οπότε με την ενθάρρυνση του Βενιζέλου ο οδηγός αύξησε ξανά ταχύτητα εν μέσω ομοβροντίας πυροβολισμών και κατάφερε να απομακρυνθεί.

Μόνον όταν έφτασαν στο ύψος του Γηροκομείου, στους Αμπελοκήπους, έπαψαν οι πυροβολισμοί. Κατέληξαν στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», όπου λίγο αργότερα έφτασε και το αυτοκίνητο της ασφάλειας. Η απόπειρα είχε διαρκέσει περίπου 10 λεπτά και ο απολογισμός ήταν ένας νεκρός, ο Μαρκάκης, και δύο τραυματίες, η Ελενα Βενιζέλου και ο οδηγός τους.

Οι αστυνομικές και δικαστικές αρχές συνέλεξαν περισσότερους από 50 (!) κάλυκες σε ένα μήκος τεσσάρων χιλιομέτρων. Δεν άργησε να αποδειχθεί ότι η δολοφονική απόπειρα είχε οργανωθεί από τον ίδιο τον διοικητή της Γενικής Ασφάλειας, τον οποίο είχε διορίσει προσωπικά ο πρωθυπουργός Παναγής Τσαλδάρης.

Ωστόσο η ταυτότητα των ηθικών αυτουργών της απόπειρας δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ. Τα εμπόδια, δε, που παρουσιάστηκαν εξαρχής στη δίκη για τη διαλεύκανση της υπόθεσης χειροτέρεψαν το ήδη τεταμένο κλίμα ανάμεσα στην κυβέρνηση και την αντιπολίτευση, οξύνοντας περαιτέρω την πόλωση. Στην ελληνική κοινωνία του 1933 ο Εθνικός Διχασμός παρέμενε τρομακτικά ζωντανός. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος για κάποιους ήταν ο Σατανάς που έπρεπε να πεθάνει και για άλλους ο επίγειος Θεός τους.

Ενδεικτικό είναι το παρακάτω περιστατικό που περιγράφει η Πηνελόπη Δέλτα και συνέβη λίγες μέρες μετά τη δολοφονική απόπειρα, όταν η ίδια πήγε στο σπίτι του Βενιζέλου για να επισκεφθεί τη σύζυγό του, που είχε πάρει εξιτήριο από τον «Ευαγγελισμό»:

Σαν κατεβήκαμε στην είσοδο και άνοιξε η πόρτα και βγήκε μαζί μου ο Βενιζέλος, νευρίασα, μ’ έπιασε πανικός:

«Πάτε μέσα! Παρακαλώ πάτε μέσα, κύριε Πρόεδρε!» του είπα και κοίταξα τα κλειστά παράθυρα του αντικρινού σπιτιού. «Για χάρη μου, πάτε μέσα!»

«Γιατί; Μα γιατί κάνετε έτσι;» ρώτησε ήσυχα.

«Μια σφαίρα έρχεται από δεν ξέρετε πού» είπα όλο και πιο εκνευρισμένη. Ο Βενιζέλος χαμογέλασε.

«Ε, και τί;», έκανε αδιάφορα, «ce sont les risques du métier (αυτοί είναι οι κίνδυνοι του επαγγέλματος). Θα φοβηθούμε τώρα και τους δολοφόνους;»

Και αρνήθηκε να υποχωρήσει, και στάθηκε εκεί και με βοήθησε να μπω στο αυτοκίνητο, και μουρμουρίζοντας και αγανακτώντας για την ανημποριά μου και τις αργές μου κινήσεις, όλο τον παρακαλούσα να φύγει και όλο διαμαρτυρόταν εκείνος.

«Αφήστε τα αυτά, θα σας βάλω στο αμάξι σας», έλεγε ήρεμα. Και ενώ βίαζα τον σωφέρ να φύγει, στεκόταν ο Βενιζέλος και αποχαιρετούσε ακόμα με το χέρι.

Συγκινημένος μας διηγήθηκε τότε ο Gouroff, ο σωφέρ: «Είδα κάτι που με τάραξε βαθιά. Ετυχε να διαβάσω κάτι τέτοια σ’ εφημερίδες, μα δεν τα πίστευα, έλεγα πως ήταν υπερβολές και ανθρωπολατρείες. Σήμερα το είδα, το είδα με τα μάτια μου. Ενώ σας περίμενα απ’ έξω, δύο άντρες περνούσαν, καλοντυμένοι, μ’ ένα παιδάκι. Και σταμάτησαν έξω από τα κάγκελα και σταυροκοπήθηκαν, και προσκύνησαν τα κάγκελα. Και ο ένας σήκωσε το παιδί και του είπε: “Προσκύνησε! Είναι το σπίτι του Βενιζέλου”. Και το παιδί έκανε το σταυρό του, φίλησε τα κάγκελα, και ήσυχα πήραν και οι τρεις το δρόμο τους».

Και πρόσθεσε ο Gouroff: «Δεν θα το πίστευα αν δεν το είχα δει. Μ’ από κείνη την ώρα η καρδιά μου είναι αναστατωμένη! Κατάλαβα πως ο Βενιζέλος είναι θρησκεία για τους Ελληνες που έχουν πατριωτισμό».

Συλλογίστηκα τότε τους Πολυχρονόπουλους, την Τσαλδάρενα, τους Δικαίους, τους Θεοτόκηδες, Λεβίδηδες, Μπέηδες, και τόσους άλλους δολοφόνους. Ρέπας, Γιάννης Ράλλης, και, και, και, που και αυτοί ήταν Ελληνες.

Και ντράπηκα τον ρώσο σωφέρ…

«Κάθε γωνιά, μια ιστορία». Το podcast της Ελένης Λετώνη