Ο Ντόναλντ Τραμπ ανησυχεί για την έκβαση της ποινικής δίκης του, η οποία ξεκίνησε στις αρχές της εβδομάδας με τη διαδικασία επιλογής των ενόρκων. Και δικαίως ανησυχεί, καθώς τα προγνωστικά και τα στοιχεία είναι σαφώς εναντίον του.
Ο ίδιος ο πρώην πρόεδρος, στριμωγμένος στα «σχοινιά», ήταν απολύτως λογικό να στραφεί και κατά του δικαστή, του 62χρονου Χουάν Μέρτσαν. Ο Τραμπ ζήτησε να εξαιρεθεί, όπως γράφουν οι Times, καθώς η κόρη του, Λορίν Μέρτσαν, φέρεται να έχει ταχθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης υπέρ της φυλάκισής του.
Δημοσιεύοντας ένα στιγμιότυπο οθόνης από τα social media της Λορίν, ο πρώην πρόεδρος ζήτησε από τον δικαστή να παραιτηθεί. Η φωτογραφία σημαίνει ότι είναι «εντελώς αδύνατο για μένα να έχω μια δίκαιη δίκη», παραπονέθηκε ο Τραμπ στους ακολούθους του λογαριασμού του στην πλατφόρμα Truth Social.
Αυτή είναι μία –και πιθανώς όχι η μεγαλύτερη– πρόκληση που θα κληθεί να αντιμετωπίσει ο γεννημένος στην Κολομβία Μέρτσαν. Ο δικαστής καλείται κυρίως να αποφανθεί στο τέλος μιας από τις πιο φορτισμένες πολιτικά και σημαντικές δίκες στη σύγχρονη αμερικανική Ιστορία.
Η Λορίν Μέρτσαν αποδείχθηκε ότι είχε εργαστεί σε μια εταιρεία ψηφιακού μάρκετινγκ που συνεργάζεται με υποψηφίους των Δημοκρατικών και εικάζεται ότι υπήρξε σύμβουλος στην προεδρική εκστρατεία της Κάμαλα Χάρις το 2020. Ομως στην πραγματικότητα δεν ήταν το προφίλ της αυτό που δημοσίευσε το μήνυμα.
Ο Μέρτσαν αρνήθηκε να παραιτηθεί, επικαλούμενος μια κρατική συμβουλευτική επιτροπή για τη δικαστική δεοντολογία, η οποία έκρινε ότι η αμεροληψία του δεν μπορούσε «εύλογα να αμφισβητηθεί».
Ο δικαστής είναι και ο ίδιος εγγεγραμμένος Δημοκρατικός, αν και τα αρχεία δείχνουν ότι προϋπήρξε Ρεπουμπλικανός, και άνθρωποι που τον γνωρίζουν τον περιγράφουν ως έναν μετριοπαθή πρώην εισαγγελέα. Ετσι κι αλλιώς είναι πολύ δύσκολο να ανακαλύψει κανείς ατασθαλίες σε δικαστικούς λειτουργούς τέτοιου επιπέδου, αναφέρουν οι Times, καθώς αυτοί οι άνθρωποι είναι γνωστοί για τη διακριτικότητά τους, κρατούν τους κοινωνικούς κύκλους τους πολύ στενούς και το στόμα τους σταθερά κλειστό.
Αυτό που φαίνεται από τα διαδικτυακά αρχεία είναι ότι κατά τη διάρκεια της προεδρικής εκστρατείας του 2020 ο Μέρτσαν δώρισε 15 δολάρια στον αντίπαλο του Τραμπ, Τζο Μπάιντεν. Εκανε επίσης δωρεές 10 δολαρίων σε προφανώς Δημοκρατικές ομάδες, που ονομάζονται «Progressive Turnout Project» και «Stop Republicans». Οποιεσδήποτε περαιτέρω συνδέσεις που ο Τραμπ ισχυρίστηκε ότι έχει ο Μέρτσαν με το Δημοκρατικό Κόμμα δεν έχουν μέχρι στιγμής αποδειχθεί.
Η Πολιτεία της Νέας Υόρκης, ακολουθώντας τις οδηγίες του Αμερικανικού Δικηγορικού Συλλόγου, απαγορεύει στους δικαστές να συνεισφέρουν σε πολιτικές οργανώσεις ή υποψηφίους. Ωστόσο οι δωρεές θεωρήθηκαν πολύ μικρές για να επηρεαστεί η αμεροληψία.
Ο Μέρτσαν έχει προηγούμενη πείρα από τις τακτικές της νομικής ομάδας του Τραμπ. Προέδρευσε της δίκης κατά του Οργανισμού Τραμπ πέρυσι, η οποία κατέληξε σε καταδίκη και για τις 17 κατηγορίες, ενώ ήταν και επιβλέπων στην υπόθεση εναντίον του Στιβ Μπάνον, μακροχρόνιου συμβούλου του Τραμπ, ο οποίος κατηγορήθηκε ότι εξαπάτησε δωρητές που προσπάθησαν να βοηθήσουν στην κατασκευή ενός τείχους στα νότια σύνορα των ΗΠΑ.
Οι δικηγόροι του Τραμπ κατηγόρησαν τον Μέρτσαν ότι επέδειξε μεροληψία στη δίκη του Οργανισμού Τραμπ το 2022, ενθαρρύνοντας τον πρώην οικονομικό διευθυντή του Τραμπ, Αλεν Βάισελμπεργκ, να συνεργαστεί με τις Αρχές εναντίον του πρώην αφεντικού του. Ο Βάισελμπεργκ φυλακίστηκε πρόσφατα για ψευδορκία.
Εκτοτε ο Τραμπ έχει δημοσιεύσει πολλές φορές αναρτήσεις για τον Μέρτσαν, αναφερόμενος σε αυτόν ως «ο δικαστής που μισεί τον Τραμπ». Ο ίδιος ο δικαστής τηρούσε πάντα μια στωική σιωπή, ακόμη και ενόψει των απειλών θανάτου που δέχθηκε στον απόηχο των μηνυμάτων του Τραμπ.
Ο Μέρτσαν μετανάστευσε με την οικογένειά του από την Μπογκοτά στις Ηνωμένες Πολιτείες σε ηλικία έξι ετών. Μεγάλωσε φτωχικά στο Τζάκσον Χάιτς του Κουίνς, σύμφωνα με ανθρώπους που γνωρίζουν το παρελθόν του.
Ο πατέρας του, ο οποίος είχε εργαστεί στην υπηρεσία πληροφοριών της Κολομβίας, έπιασε δουλειά στις ΗΠΑ ως νυχτερινός υπάλληλος στο παλιό ξενοδοχείο «Americana», στο Μανχάταν, πλένοντας πιάτα. Η μητέρα του άρχισε να δουλεύει σε ένα εργοστάσιο κατασκευής φερμουάρ.
Ο γιος τους απέκτησε πτυχίο επιχειρήσεων από το Baruch College, αλλά όχι πριν εγκαταλείψει το σχολείο για να εργαστεί ως εσωτερικός ελεγκτής σε μια μικρή εταιρεία ανάπτυξης ακινήτων.
Στη συνέχεια σπούδασε Νομικά, αποφοιτώντας το 1994 από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Hofstra. Υπηρέτησε στο γραφείο του εισαγγελέα της κομητείας της Νέας Υόρκης και ως βοηθός γενικός εισαγγελέας, προτού διοριστεί δικαστής οικογενειακού δικαστηρίου το 2006. Εχει περάσει τα τελευταία 15 χρόνια στο δικαστικό εδώλιο.
Ο Μέρτσαν ηγείται επίσης του Δικαστηρίου Ψυχικής Υγείας του Μανχάταν και του Δικαστηρίου Θεραπείας Βετεράνων, που παρέχουν ειδικές υπηρεσίες σε μη βίαιους κατηγορούμενους.
Ο Ρότζερ Στάβις, ένας δικηγόρος που υπερασπίστηκε τον πελάτη του ενώπιον του Μέρτσαν σε μια δίκη ενόρκων πριν από χρόνια, θυμάται ότι ο δικαστής είχε αυτοπεποίθηση αλλά «όχι αυταρχικότητα». «Ελέγχει απόλυτα την αίθουσα του δικαστηρίου του» είπε ο Στάβις στο Associated Press.
Εκτός από τις υποθέσεις Τραμπ, ο Μέρτσαν, σύμφωνα με το ρεπορτάζ των Times, προέδρευσε και σε πολλές άλλες δίκες υψηλού προφίλ, συμπεριλαμβανομένης της υπόθεσης όπου όρισε εγγύηση 2 εκατ. δολαρίων για την Αννα Γκριστίνα, η οποία κατηγορείτο για τη διαχείριση υπηρεσίας «συνοδών» έναντι 2.000 δολαρίων την ώρα για πλουσίους.
Ωστόσο, η τωρινή δίκη τον έκανε πραγματικά διάσημο. Σε συνέντευξή του είπε ότι προσπαθούσε να βεβαιωθεί πως έχει κάνει ό,τι μπορούσε για να είναι προετοιμασμένος, ώστε να διασφαλίσει πως θα απονεμηθεί δικαιοσύνη. «Δεν υπάρχει καμία ατζέντα εδώ. Θέλουμε να ακολουθήσουμε τον νόμο. Θέλουμε να αποδοθεί δικαιοσύνη. Αυτό είναι το μόνο που θέλουμε».