Τελικά ποιος ακύρωσε το ταξίδι του Ταγίπ Ερντογάν στις Ηνωμένες Πολιτείες; Ο ίδιος ή μήπως η Ουάσιγκτον; Όσο βέβαιο είναι ότι η αλήθεια σε αυτές τις περιπτώσεις βρίσκεται κάπου στη μέση, άλλο τόσο βέβαιο ήταν ότι ο τούρκος πρόεδρος θα έσπευδε να διατυμπανίσει ότι η απόφαση ήταν δική του και μόνο. Ποιος μπορεί, άλλωστε, σε αυτόν τον πλανήτη να κλείσει την πόρτα σε έναν σχεδόν ισόβιο ηγέτη με τα δικά του χαρακτηριστικά;
Η πραγματικότητα είναι ότι ο Ταγίπ Ερντογάν αναζητούσε συστηματικά τα τελευταία χρόνια μια πρόσκληση για τον Λευκό Οίκο. Οχι τόσο για τη διπλωματική ουσία της επίσκεψης, όσο για τον επικοινωνιακό αντίκτυπό της. Διά της παρουσίας του τούρκου προέδρου επί αμερικανικού εδάφους δίπλα στον Τζο Μπάιντεν θα αποδεικνυόταν για ακόμα μία φορά ότι ανεξαρτήτως της αντισυμμαχικής τουρκικής εξωτερικής πολιτικής των τελευταίων ετών, η Αγκυρα θα έχει πάντα μία θέση στο πλευρό των Ηνωμένων Πολιτειών. Τελικά, το μήνυμα έμεινε μετέωρο.
Οπως σημείωναν μέσα στην εβδομάδα στο Protagon πηγές από την Αγκυρα με άριστη γνώση του τρόπου λειτουργίας των ελεγχόμενων από το Ακ Σαράι τουρκικών μίντια, το γεγονός ότι αιωρείτο επί μέρες η φήμη περί ακύρωσης της επίσκεψης, μόνο τυχαίο δεν ήταν. Οσο τα διπλωματικά επιτελεία των δύο προέδρων συνέχιζαν τις προπαρασκευαστικές επαφές, γινόταν αντιληπτό ότι το χάσμα μεταξύ Αγκυρας και Ουάσιγκτον διευρυνόταν όλο και περισσότερο.
Η υποδοχή του ηγέτη της Χαμάς από τον Ερντογάν στην Κωνσταντινούπολη και η έγκριση της οικονομικής ενίσχυσης του Ισραήλ από τα αμερικανικά νομοθετικά σώματα ενέτειναν την ήδη υπάρχουσα, εκατέρωθεν, αρνητική δυναμική. Οι ακραίες δηλώσεις του τούρκου προέδρου περί «Χίτλερ της εποχής» για τον Νετανιάχου, ήρθαν να καθίσουν πάνω στη νωθρή αντίδραση της Αγκυρας έναντι της πυραυλικής επίθεσης του Ιράν, ευθέως, κατά ισραηλινού εδάφους. Αν ο Λευκός Οίκος παλεύει από τον περασμένο Οκτώβριο να σβήσει τη φωτιά, ο τούρκος πρόεδρος ρίχνει κάθε τρεις και λίγο όλο και περισσότερο λάδι.
Αφού πια είχε διαφανεί ότι σημεία σύγκλισης δεν υπάρχουν πια, ο Ερντογάν έβαλε και το επιστέγασμα: «Επειδή το Ισραήλ και οι δυτικοί του υποστηρικτές ζητούν κάτι τέτοιο, εμείς δεν θα είμαστε από αυτούς που ρίχνουν λάσπη στη Χαμάς και τη χαρακτηρίζουν τρομοκρατική οργάνωση. Aς ενοχληθούν κάποιοι, και ας αλλάξουν τα δεδομένα τους. Θα συνεχίσουμε να βλέπουμε τους αδελφούς μας τη Χαμάς, που υπερασπίζονται την πατρίδα τους ενάντια στους κατακτητές, ως την Εθνική Αντίσταση της Παλαιστίνης». Αν ο ένας αποδέκτης των λόγων του Ερντογάν είναι το Τελ Αβίβ, ο άλλος είναι οι Αμερικανοί.
Υπό αυτά τα δεδομένα, μια κοινή παρουσία των δύο προέδρων —και δη οι δηλώσεις τους στον Τύπο— θα έμοιαζαν περισσότερο με ωρολογιακή βόμβα. Η εικόνα δύο εκ των βασικότερων νατοϊκών εταίρων να συγκρούονται δημοσίως, εν μέσω της πλέον ανατρεπτικής συγκυρίας των τελευταίων εκατό ετών και ειδικά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, είναι δυσχερώς διαχειρίσιμη. Περισσότερο, ίσως, για τη δυτική συμμαχία. Ακόμα περισσότερο για τον ίδιο τον Μπάιντεν, ο οποίος επιθυμεί να αναδείξει τη διεύρυνση, άρα και την ενίσχυση του ΝΑΤΟ ως καίρια κληρονομιά της προεδρικής θητείας του.
Το βασικό ερώτημα, όμως, είναι πώς αντιλαμβάνεται η αμερικανική διπλωματία τη στρατηγική της Τουρκίας. Η προφανής απάντηση, μετά και την ηχηρή ήττα του ΑΚΡ στις αυτοδιοικητικές εκλογές, είναι ότι ο Ερντογάν έχει πρωτίστως το βλέμμα στο εσωτερικό: Επιδιώκει να συσπειρώσει το δικό του ακροατήριο- σαφώς αντιδυτικό, υπέρ της σουνιτικής Χαμάς και του ένοπλου αγώνα των Παλαιστινίων κατά του Ισραήλ. Αλλά και πέραν αυτών: Η Τουρκία του Ερντογάν θέλει να είναι μια χώρα ανεξάρτητη από τις «μεγάλες δυνάμεις», μια περιφερειακή δύναμη χωρίς την έγκριση της οποίας δεν θα ολοκληρώνεται καμία διευθέτηση στην ευρύτερη περιοχή.
Ετσι οραματίζονται στην Αγκυρα τον «Αιώνα της Τουρκίας», και όσα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στη Μέση Ανατολή σε συνδυασμό με το γεγονός το παγκόσμιο σύστημα ασφαλείας δεν διαμορφώνεται, πια, απλώς και μόνο από το παλαιό ή το νέο ψυχροπολεμικό δίπολο, δημιουργούν στον Ερντογάν την αίσθηση ότι βρίσκεται μπροστά σε μια μεγάλη ευκαιρία: Να διεκδικήσει έναν διακριτό ρόλο με ευρεία επιρροή στον νέο πολυπολικό κόσμο που ήδη ξημερώνει. Αυτή η Τουρκία, θα είναι η δική του κληρονομιά. Θα είναι το αφήγημα με το οποίο θα πορευτεί τόσο ο ίδιος, όσο και το ΑΚΡ στο μέλλον.
Πώς θα απαντήσει η Ουάσιγκτον στις κινήσεις του Ερντογάν; Το βέβαιο είναι ότι η αμερικανική διπλωματία δεν θα κινηθεί σπασμωδικά και βεβιασμένα. Δεν είναι, άλλωστε, η πρώτη φορά που οι Ηνωμένες Πολιτείες έρχονται αντιμέτωπες με τέτοιου είδους ανατροπές και με συμμάχους που —ξαφνικά ή όχι— αποφασίζουν να ξεφύγουν από τη σφιχτή αγκαλιά τους. Ούτε επίσης θα είναι η πρώτη φορά που οι Αμερικανοί θα περιμένουν έως ότου βρουν την κατάλληλη ευκαιρία για να φέρουν, ξανά, την Άγκυρα στο δικό τους γήπεδο.
Ούτως ή άλλως, η κατεστημένη άποψη που επικρατεί, ειδικά στο Στέιτ Ντιπάρτμεντ, είναι ότι η Τουρκία «δεν πρέπει να χαθεί». Η γεωγραφική θέση της και μόνο αρκεί για να στηρίξει αυτήν την άποψη, ειδικά μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, πολύ περισσότερο δε με τη Μέση Ανατολή να φλέγεται ξανά. Η Τουρκία, λοιπόν, παραμένει ένας στρατηγικός και απαραίτητος σύμμαχος και γι’ αυτό οι Αμερικανοί θα σταθούν απέναντί της ήπια και με υπομονή. Παραλλήλως, οι δίαυλοι επικοινωνίας στα χαμηλότερα επίπεδα θα συνεχίσουν να λειτουργούν κανονικά. Τα ίδια θα συνεχίσουν να ισχύουν και μετά τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου. Και αν αυτή τη φορά ο Ερντογάν δεν ποντάρει όπως κάποτε στον Τραμπ, σίγουρα ποντάρει σε μια ακόμα βαθύτερη απορρύθμιση του ισοζυγίου των παγκόσμιων δυνάμεων.