Θέματα

Ποια θα είναι τελικά η μοίρα της Ρωσικής Ομοσπονδίας;

Πολλοί στη Δύση εξακολουθούν να είναι επηρεασμένοι από την αυτοπαρουσίαση του καθεστώτος Πούτιν ως ακλόνητου και ξεχνούν ότι και η Σοβιετική Ενωση επίσης έμοιαζε να είναι ένας άφθαρτος κολοσσός, έως και λίγα μόλις χρόνια προτού καταρρεύσει. Ποια όμως είναι τα στοιχεία ευθραυστότητας της σημερινής Ρωσίας;
Protagon Team

«Θα επιβιώσει η Ρωσική Ομοσπονδία από τον πόλεμο που εξαπέλυσε ο Πούτιν κατά της Ουκρανίας;», διερωτάται σε άρθρο του στην La Repubblica o ιταλός ιστορικός (και πρώην βουλευτής) Αντρέα Ρομάνο, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Τορ Βεργκάτα της Ρώμης, σημειώνοντας πως το ερώτημα δεν αφορά τόσο την προσωπική μοίρα του Βλαντίμιρ Πούτιν ή την ισορροπία δυνάμεων γύρω από το Κρεμλίνο αλλά τη Ρωσική Ομοσπονδία αυτή καθαυτή, με τη μορφή και εντός των ορίων στα οποία εκτείνεται από το 1991.

Καταρχάς, στην ανάλυσή του, θυμίζει πως η σημερινή Ρωσία είναι «η πολυεθνική αυτοκρατορία που ελέγχεται από τη Μόσχα, ο κύριος κληρονόμος τόσο της Σοβιετικής Ενωσης όσο και της αποικιακής δύναμης που άρχισε να οικοδομείται από τον δέκατο έκτο αιώνα μέσω των επεκτατικών πολιτικών του τσαρισμού», όπως εξηγεί. Αναγνωρίζει πως το ερώτημα ενδεχομένως να ακούγεται υποθετικό, δεδομένου ότι πολλοί στη Δύση εξακολουθούν να είναι επηρεασμένοι, εδώ και δεκαετίες, από την αυτοπαρουσίαση του καθεστώτος Πούτιν ως ακλόνητου η οποία έγινε ευρέως πιστευτή.

Θυμίζει, όμως, πως «η Σοβιετική Ενωση επίσης έμοιαζε να είναι ένας άφθαρτος κολοσσός, έως λίγα χρόνια πριν καταρρεύσει». Και επικαλείται στο άρθρο του την Ελέν Καρέρ ντ’ Ανκός, την κορυφαία γαλλίδα ιστορικό με ειδίκευση στην Ρωσία, μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας από το 1990 και ισόβια γραμματέας της από το 1999 έως το θάνατό της το περασμένο Σάββατο (5η Αυγούστου) στο Παρίσι σε ηλικία 94 ετών.

Το 1978 η Καρέρ ντ’ Ανκός εξέδωσε ένα βιβλίο που σημείωσε μεγάλη διεθνή επιτυχία («L’Empire éclaté») στο οποίο υποστήριζε πως η Σοβιετική Ενωση θα κατάρρεε υπό το βάρος της «εξέγερσης των εθνών». Ο ιταλός ιστορικός εξηγεί πως η καταξιωμένη γαλλίδα συνάδελφός του απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στις ασιατικές περιοχές της ΕΣΣΔ (ιδιαίτερα στη δημογραφική δυναμική των ισλαμικών πληθυσμών που ήδη αυξάνονταν με ταχύτερο ρυθμό από τον ρωσικό πληθυσμό) σε σύγκριση με τον καθοριστικό ρόλο που επρόκειτο να διαδραματίσουν στο τέλος της ΕΣΣΔ, η κρίση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης και η νεοαποκτηθείσα ανεξαρτησία των χωρών της Βαλτικής αλλά και της ίδιας της Ουκρανίας.

Επιπλέον η θέση μιας πιθανής κατάρρευσης της σοβιετικής αυτοκρατορίας φαινόταν τότε ως «η θορυβώδης άρνηση μιας εικόνας που μόνο λίγοι αμφισβητούσαν: το τέλος της δεκαετίας του 1970 φαινόταν, αν μη τι άλλο, ως η εποχή της μη αναστρέψιμης κρίσης των ΗΠΑ ως υπερδύναμης, που συνθλίβεται από την οικονομική και ταυτοτική κρίση με την στρατιωτική καταστροφή στην Ινδοκίνα, ενώ η Σοβιετική Ενωση έδειχνε να είναι προορισμένη να εδραιωθεί τόσο εσωτερικά όσο και διεθνώς», σημειώνει ο Ρομάνο.

Ωστόσο από το 1978 επρόκειτο να περάσουν μόλις επτά χρόνια μέχρι η ηγεσία του Κρεμλίνου να αναγκαστεί να προβεί – με μπροστάρη τον Γκορμπατσόφ – σε μια απεγνωσμένη προσπάθεια μεταρρύθμισης της οικονομίας και της κοινωνίας, επιδιώκοντας να σταματήσει τη παρακμή του στρατιωτικού-βιομηχανικού μοντέλου στο οποίο βασιζόταν η σοβιετική αυτοκρατορία, και, έπειτα, μόλις άλλα έξι, έως ότου να πάψει να υπάρχει η ΕΣΣΔ.

Επιστρέφοντας στο παρόν και όσον αφορά τη σύγχρονη Ρωσία, υποστηρίζει πως «με όλες τις προφανείς διαφορές μεταξύ του τώρα και του τότε, η επιθετικότητα κατά της Ουκρανίας αποκάλυψε τη διατήρηση ενός αυτοκρατορικού και αποικιοκρατικού στοιχείου στη βάση της Ρωσικής Ομοσπονδίας ακόμη και στη μετασοβιετική της εκδοχή», γράφει ο ιταλός ιστορικός.

Εξηγεί πως πρόκειται για «ένα χαρακτηριστικό που αντιπροσωπεύει το κύριο στοιχείο της δομικής ευθραυστότητας και που θα μπορούσε να προκαλέσει την κατάρρευση εκ των έσω (της Ρωσικής Ομοσπονδίας), όχι μεν αύριο αλλά ούτε και σε πενήντα χρόνια», τουλάχιστον με βάση του ό,τι συνέβη πρώτα στην τσαρική αυτοκρατορία και μετά στη Σοβιετική Ενωση.

Και αυτό, σύμφωνα με τον Αντρέα Ρομάνο, υποδηλώνεται καταρχάς από τον αυτοκρατορικό τόνο του ιδεολογικού αφηγήματος με το οποίο το καθεστώς του Πούτιν δικαιολογεί την επιθετικότητά του – υποστηρίζοντας πως η Ουκρανία «δεν υπάρχει», πως ο «ρωσικός κόσμος» θα πρέπει εκ νέου να διευρυνθεί, ούτως ώστε να περιλαμβάνει όλα τα εδάφη και τους πληθυσμούς που κάποτε τελούσαν υπό τον έλεγχο της Μόσχας, πως τα ρωσικά στρατεύματα «εκπολιτίζουν» τα εδάφη και τους πληθυσμούς που κατακτούν και κατέχουν.

Περισσότερα, όμως, όσον αφορά αυτό το «αυτοκρατορικό και αποικιοκρατικό στοιχείο» της σύγχρονης Ρωσίας που θα μπορούσε να οδηγήσει στη διάλυσή της, αποκαλύπτει ο ίδιος ο πόλεμος του Πούτιν στην Ουκρανία καθώς «στην πραγματικότητα, οι εθνοτικές μειονότητες είναι αυτές που προμηθεύουν το μεγαλύτερο μέρος της “τροφής για τα κανόνια” που ζητά η Μόσχα, όπως ακριβώς οι ανατολικές περιοχές της αυτοκρατορίας πληρώνουν το τίμημα όσον αφορά την αυξανόμενη φτωχοποίηση και εκμετάλλευση, ενώ οι ρωσικές ελίτ προστατεύονται το δυνατόν περισσότερο από τον ανθρώπινο και οικονομικό αντίκτυπο της σύγκρουσης», συνοψίζει ο Αντρέα Ρομάνο.

Σχετικά με το κατά πόσο η συντριβή της Ρωσίας είναι μια επιθυμητή εξέλιξη για τη διεθνή κοινότητα, γράφει πως το θέμα δεν είναι τόσο αυτό όσο η κατάληξη προς την οποία φαίνεται να οδηγείται η κρίση του ρωσικού οικοδομήματος υπό το βάρος του πολέμου και της ουκρανικής αντίστασης.

Αλλωστε ότι το πραγματικό διακύβευμα στον πόλεμο κατά της Ουκρανίας είναι η διάλυση της Ρωσικής Ομοσπονδίας το έχει υπογραμμίσει πολλές φορές ο ίδιος ο Πούτιν. «Αλλά γνωρίζουμε ότι η μοίρα των αυτοκρατοριών σπάνια συμπίπτει με τις επιθυμίες των αυτοκρατόρων, ειδικά όταν χάνουν τη διαύγειά τους και τη λαϊκή συναίνεση», καταλήγει.