. | CreativeProtagon/Shutterstock
Θέματα

Ποια Κίνα; Η μόνη υπερδύναμη θα είναι πάντα οι ΗΠΑ

Οι δύο χώρες έχουν πέσει στην «Παγίδα του Θουκιδίδη», όμως αν δεις τα μεγέθη τους –και όχι μόνο το, παραπλανητικό ΑΕΠ– τότε θα καταλάβεις ότι οι Αμερικανοί είναι αδύνατο να χάσουν την παγκόσμια ηγεμονία από τους Κινέζους. Μια ανάλυση του σημαντικού Μάικλ Μπέκλεϊ
Protagon Team

Τελικά οι Αμερικανοί δεν θα πρέπει να ανησυχούν τόσο πολύ για το ενδεχόμενο να τους ξεπεράσουν οι Κινέζοι και να απολέσουν την παγκόσμια ηγεμονία. Αυτό, τουλάχιστον, υποστηρίζει ο Μάικλ Μπέκλεϊ, καθηγητής Πολιτικών Επιστημών στα πανεπιστήμια Ταφτς και Χάρβαρντ, συνοψίζοντας σε άρθρο του στο Foreign Affairs τη θέση που παρουσιάζει αναλυτικά στο βιβλίο του «Unrivaled: Why America Will Remain the World’s Sole Superpower».

«Η Κίνα δεν πρόκειται να ξεπεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες οικονομικά ή στρατιωτικά. Αντιθέτως. Σύμφωνα με τους σημαντικότερους δείκτες μέτρησης του εθνικού πλούτου και της εθνικής ισχύος, η Κίνα δυσκολεύεται να κρατήσει τον ρυθμό της και πιθανώς θα χάσει περισσότερο έδαφος κατά τις επόμενες δεκαετίες. Οι Ηνωμένες Πολιτείες είναι και θα παραμείνουν η μοναδική υπερδύναμη του κόσμου στο άμεσο μέλλον, υπό την προϋπόθεση ότι θα αποφύγουν τις υπερβολικές δεσμεύσεις στο εξωτερικό και θα αυξήσουν τις επενδύσεις στο εσωτερικό».

Σύμφωνα με τον αμερικανό ακαδημαϊκό ο μεγαλύτερος κίνδυνος για τις ΗΠΑ δεν είναι τόσο η αδράνεια όσο η υπερβολική ανησυχία. Αντί να υπερτονίζει την άνοδο της Κίνας και την παρακμή της Αμερικής ενώ προετοιμάζεται για έναν νέο Ψυχρό Πόλεμο, η Ουάσινγκτον θα πρέπει να ενισχύσει τις υφιστάμενες ισορροπίες δυνάμεων στην Ανατολική Ασία και να αναζωογονήσει την οικονομία της. Για να διαφυλάξει την ειρήνη στην περιοχή θα ήταν καλύτερο να προσεγγίσει περαιτέρω το Πεκίνο παρά να το αποξενώσει, γνωρίζοντας ότι μακροπρόθεσμα οι γεωπολιτικές τάσεις θα ευνοήσουν τελικά την Αμερική.  

Δεν αρκεί μόνον το ΑΕΠ

Το κύριο στοιχείο που αντικατοπτρίζει την υποτιθέμενη εκρηκτική ανάπτυξη της Κίνας είναι το τεράστιο ακαθάριστο εγχώριο προϊόν (ΑΕΠ) καθώς και διάφορα άλλα στατιστικά στοιχεία που αποτελούν ουσιαστικά υποσυνιστώσες του ΑΕΠ (στρατιωτικές δαπάνες, βιομηχανική και μεταποιητική παραγωγή, εμπορικές και χρηματοοικονομικές ροές, δαπάνες για την έρευνα, την ανάπτυξη και τις υποδομές).

Αυτοί οι γενικοί δείκτες, ωστόσο, είναι οι πλέον ακατάλληλοι για τον υπολογισμό της συνολικής ισχύος μιας χώρας. «Δείκτες όπως το ΑΕΠ ή οι στρατιωτικές δαπάνες υπερτονίζουν την ισχύ χωρών με μεγάλο πληθυσμό, γιατί προσμετρούν τα οφέλη ενός τεράστιου εργατικού δυναμικού αλλά όχι το κόστος για τη σίτιση, την αστυνόμευση, την προστασία και την εξυπηρέτηση πολλών ανθρώπων», εξηγεί ο Μπέκλεϊ.

Ο μεγάλος πληθυσμός αποτελεί σημαντικό πλεονέκτημα. Αυτό σημαίνει ότι το Λουξεμβούργο δεν θα γίνει ποτέ μεγάλη δύναμη γιατί η οικονομία του είναι αμελητέα στις διεθνείς αγορές και ο στρατός του είναι μικρότερος «από τις αστυνομικές δυνάμεις του Κλίβελαντ». Αλλά ο μεγάλος πληθυσμός δεν συνεπάγεται απαραίτητα αύξηση της ισχύος, γιατί οι άνθρωποι, πέρα από το να παράγουν, καταναλώνουν επίσης. «Ενα δισεκατομμύριο αγρότες θα έχουν τεράστια παραγωγή, αλλά θα καταναλώσουν το μεγαλύτερο μέρος της επί τόπου, αφήνοντας λίγα διαθέσιμα μέσα για την προβολή ισχύος στο εξωτερικό».

Με λίγα λόγια, η ισχύς ενός κράτους δεν πηγάζει από τους ακαθάριστους πόρους του αλλά από τους καθαρούς, από τους πόρους, δηλαδή, που απομένουν μετά την αφαίρεση του κόστους για τη δημιουργία τους, το οποίο συνήθως είναι ιδιαίτερα υψηλό.

Σύμφωνα με κάποιες μελέτες, κατά τη διάρκεια της επόμενης τριακονταετίας η Κίνα θα χάσει το 1/4 του εργάσιμου πληθυσμού της, περισσότερους από 200 εκατομμύρια εργαζόμενους (Reuters)

Υπάρχει, καταρχάς, το κόστος παραγωγής στο οποίο συμπεριλαμβάνονται οι πρώτες ύλες που καταναλώνονται για τη συγκέντρωση πλούτου και τη δημιουργία στρατιωτικής ισχύος, καθώς και όλα τα υποπροϊόντα της εν λόγω διαδικασίας όπως η μόλυνση του περιβάλλοντος. Σημαντικό είναι επίσης το κόστος για τη συντήρηση του κράτους πρόνοιας, όλα όσα ξοδεύει μια χώρα για τη σίτιση, την υγεία, την εκπαίδευση και την κοινωνική ασφάλεια των πολιτών της. Τέλος, υπάρχει το κόστος της ασφάλειας και της προστασίας από εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς. Για την κάλυψη όλων αυτών των αναγκών, συνήθως απαιτείται το μεγαλύτερο μέρος των εθνικών πόρων.

Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Παγκόσμιας Τράπεζας, του ΟΗΕ και της επενδυτικής τράπεζας Credit Suisse «τα καθαρά αποθέματα πόρων των Ηνωμένων Πολιτειών είναι πολλαπλάσια των κινεζικών και το προβάδισμά τους αυξάνεται κάθε χρόνο, πιθανώς κατά τρισεκατομμύρια δολάρια».

Το οικονομικό και στρατιωτικό προβάδισμα των ΗΠΑ έναντι της Κίνας είναι τεράστιο. Για να καλύψουν το κενό οι Κινέζοι θα πρέπει να αυξήσουν σημαντικά τους πόρους ισχύος που διαθέτουν. Αλλά πρόκειται για ένα εξαιρετικά δύσκολο εγχείρημα. Λόγω του τεράστιου χρέους, της συρρίκνωσης των πόρων και της αχαλίνωτης διαφθοράς ενώ σημαντικό πρόβλημα αποτελεί και η γήρανση του εργατικού δυναμικού. Σύμφωνα με κάποιες μελέτες, κατά τη διάρκεια της επόμενης τριακονταετίας η Κίνα θα χάσει το 1/4 του εργάσιμου πληθυσμού της, περισσότερους από 200 εκατομμύρια εργαζόμενους. Την ίδια περίοδο το εργατικό δυναμικό των ΗΠΑ αναμένεται να αυξηθεί κατά 30 τοις εκατό.

Το τίμημα του φόβου

Το χειρότερο όσον αφορά το αφήγημα περί της επερχόμενης κινεζικής ηγεμονίας ανά τον κόσμο εις βάρος των ΗΠΑ είναι ο πολιτικός αντίκτυπος, καθώς δημιουργείται την εντύπωση ότι Ουάσιγκτον και Πεκίνο έχουν εγκλωβιστεί στην «Παγίδα του Θουκυδίδη, εντός της οποίας μια ανερχόμενη δύναμη προκαλεί τον κυρίαρχο ηγεμόνα, με τις δύο δυνάμεις να σύρονται σε πόλεμο».

Αυτή η (ευρέως διαδεδομένη σε αμφότερες τις χώρες) αντίληψη έχει ήδη δημιουργήσει έντονη εχθρότητα με τους Κινέζους, έχοντας πάρει τα μυαλά τους αέρα, να διεκδικούν το 80% της Ανατολικής και Νότιας Σινικής Θάλασσας, δαπανώντας σημαντικούς πόρους για τον εκσυγχρονισμό των ενόπλων δυνάμεών τους. Από την άλλη πλευρά, οι ΗΠΑ, χαρακτηρίζοντας επίσημα την Κίνα ανταγωνίστρια χώρα, προέβησαν στην επιβολή υψηλότατων δασμών στα κινεζικά προϊόντα, επιδιώκουν την αποδέσμευση πόρων για την ενίσχυση του στρατού, εμπλέκουν τις αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις σε εδαφικές διαμάχες στην νοτιοανατολική Ασία ενώ καταστρώνουν και σχέδια για καταφέρουν άμεσα και ισχυρά πλήγματα στην Κίνα σε περίπτωση πολέμου.

Κοιτώντας ρεαλιστικά την πραγματική ισορροπία δυνάμεων, σημειώνει ο Μπέκλεϊ, η Κίνα θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι δεν διαθέτει ούτε την οικονομική ούτε τη στρατιωτική ισχύ για να στηρίξει τις επεκτατικές και ηγεμονικές φιλοδοξίες της. Το καλύτερο, οπότε που θα μπορούσε να κάνει το Πεκίνο είναι να διεκδικήσει έναν υπεύθυνο ρόλο εντός υπάρχουσας διεθνούς τάξης πραγμάτων. Ταυτόχρονα, οι ΗΠΑ θα πρέπει να αναγνωρίσουν ότι το Πεκίνο δύσκολα θα καταφέρει να αναδειχθεί σε περιφερειακή ηγεμονική δύναμη, πόσο μάλλον να απειλήσει την παγκόσμια ηγεμονία τους, και να επιδιώξουν τη σύσφιξη των οικονομικών, διπλωματικών και πολιτισμικών δεσμών με την Κίνα, προβαίνοντας την ίδια ώρα στις κατάλληλες ενέργειες για τον έλεγχο της.

Ο αμερικανός πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ ποζάρει με το προεδρικό διάταγμα που υπέγραψε για την επιβολή τιμωρητικών δασμών στις εισαγωγές κινεζικών προϊόντων, τον περασμένο Μάρτιο (REUTERS/Jonathan Ernst)

Αντί να ξοδεύουν τρισεκατομμύρια δολάρια για την ανάπτυξη νέων οπλικών συστημάτων, οι ΗΠΑ θα πρέπει να συμβάλουν στην ανάπτυξη και την ενίσχυση των αμυντικών στρατιωτικών δυνατοτήτων των όμορων στην Κίνα χωρών. Αντί να σύρονται σε έναν εμπορικό πόλεμο, θα πρέπει να επιβάλουν κυρώσεις για τις όποιες εμπορικές παραβάσεις των Κινέζων, μέσω της μεταρρύθμισης του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου. Αντί η Ουάσιγκτον να εναντιώνεται στις διεθνείς πρωτοβουλίες της Κίνας, όπως συνέβη με την Ασιατική Τράπεζα Επενδύσεων και Υποδομών, η Ουάσινγκτον θα πρέπει να συμμετάσχει σε αυτές, ώστε να συμβάλει εκ των έσω στο σχηματισμό τους, όπως έκανε το Πεκίνο με την Παγκόσμια Τράπεζα. Αντί να αντιδρά στη χάραξη του νέου Δρόμου του Μεταξιού, επενδύοντας δισεκατομμύρια δολάρια σε έργα υποδομής αμφιβόλου αξίας στο εξωτερικό, θα ήταν καλύτερο να ξοδέψουν αυτά τα χρήματα για υποδομές και την προώθηση της έρευνας και της καινοτομίας στο εσωτερικό.

«Η μακροχρόνια πολιτική εμπλοκής των ΗΠΑ μπορεί να μην εκδημοκράτισε την Κίνα, αλλά διασφάλισε την αμερικανική πρωτοκαθεδρία, ενισχύοντας την παγκόσμια ειρήνη. Το να αφήσουμε τους υπερβολικούς φόβους να υπονομεύσουν αυτό το επίτευγμα είναι ένα τραγικό λάθος που τελικά θα πλήξει την ασφάλεια, την ισχύ και την ευημερία των ΗΠΑ», προειδοποιεί, καταλήγοντας, ο αμερικανός πολιτειολόγος.