«Η Ζέστη θα Σε Σκοτώσει Πρώτα: Ζωή και Θάνατος σε Εναν Τσουρουφλισμένο Πλανήτη» είναι ο άκρως ανησυχητικός τίτλος του τελευταίου βιβλίου του Τζεφ Γκούντελ, και σύμφωνα με τη Σάνον Οζάκα της Washington Post το περιεχόμενό του ανταποκρίνεται πλήρως σε αυτόν. Λαμβάνοντας υπόψη ότι ο συγγραφέας του καλύπτει ως δημοσιογράφος την κλιματική αλλαγή για λογαριασμό του περιοδικού Rolling Stone εδώ και περισσότερα από 20 χρόνια, το μέλλον διαγράφεται τουλάχιστον ζοφερό, αν όχι εφιαλτικό, όπως είναι η παρακάτω ιστορία που παραθέτει ο συγγραφέας στο βιβλίο του.
Τον Αύγουστο του 2021, μια έρευνα εννέα ωρών για ένα αγνοούμενο ζευγάρι από την Καλιφόρνια, το μόλις ενός έτους μωρό τους και τον σκύλο τους, κατέληξε σε τραγωδία. Τα άψυχα σώματά τους εντοπίστηκαν σε ένα μονοπάτι πεζοπορίας λίγα μόλις λεπτά οδικώς από το σπίτι της οικογένειας, κοντά στην πόλη Μαριπόζα. Αλλά η αιτία του θανάτου τους δεν ήταν ξεκάθαρη: τους δάγκωσε κάποιο φίδι ή μήπως ήρθαν σε επαφή με κάποιο είδος τοξικών φυτών;
Επειτα από δύο μήνες, όμως, διαπιστώθηκε πως οι δύο γονείς και το βρέφος τους, καθώς και το σκυλί τους, έχασαν τη ζωή τους από υπερβολική ζέστη. Αμφότεροι οι ενήλικες ήταν υγιείς και σε φόρμα, αλλά την ημέρα που πέθανε η οικογένεια οι θερμοκρασίες στο μονοπάτι ξεπερνούσαν τους 42 βαθμούς Κελσίου.
Είχαν μαζί τους νερό, αλλά βρίσκονταν στη μέση μιας απότομης ανάβασης κατά την επιστροφή στο φορτηγό τους, και υπήρχε λίγη σκιά. Αν μπορούμε να αντλήσουμε κάποιο δίδαγμα από την τραγική μοίρα της οικογένειας, αυτό είναι ότι «η ακραία ζέστη μπορεί να σκοτώσει οποιονδήποτε, αρκεί να βρεθεί στο λάθος μέρος τη λάθος στιγμή», όπως γράφει στο βιβλίο του ο Γκούντελ.
Επί χρόνια, δημοσιογράφοι και συγγραφείς προσπαθούσαν να περιγράψουν τον αντίκτυπο της ακραίας ζέστης που οφείλεται στην υπερθέρμανση του πλανήτη. Οι αλλαγές στο κλίμα της Γης έως σήμερα ενδεχομένως να φαίνονται μικρές, λαμβάνοντας υπόψη ότι κατά μέσο όρο η θερμοκρασία στον πλανήτη έχει αυξηθεί κατά περίπου 1,1°C από τότε που οι άνθρωποι άρχισαν να χρησιμοποιούν ευρέως ορυκτά καύσιμα για την παραγωγή ενέργειας.
Ομως το πραγματικό τίμημα της κλιματικής αλλαγής στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι η μέση θερμοκρασία, αλλά οι ακραίες τιμές της: οι ημέρες με θερμοκρασίες άνω των 50 βαθμών Κελσίου στην Αριζόνα , ο σαρωτικός καύσωνας στο Παρίσι, η εβδομάδα στο Τζακομπαμπάντ του Πακιστάν – που θεωρείται μια από τις πιο ζεστές πόλεις στη Γη–, κατά την οποία ο υδράργυρος ξεπερνούσε καθημερινά τους 42 βαθμούς Κελσίου, με την υγρασία να κυμαίνεται επίσης σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα.
Ο έμπειρος Γκούντελ δικαιολογεί τον ζοφερό τίτλο του βιβλίου του σε 14 κεφάλαια, ταξιδεύοντας από τον Αρκτικό Κύκλο έως τα τροπικά δάση και εντοπίζοντας τις επιπτώσεις της υπερθέρμανσης του πλανήτη στο λιώσιμο των πάγων και στα κοράλλια που υποφέρουν, αλλά και στα κουνούπια, που πληθαίνουν και καταλαμβάνουν μεγαλύτερες εκτάσεις λόγω της αύξησης των θερμοκρασιών.
Σύμφωνα, όμως, με τη δημοσιογράφο της Washington Post, οι πιο ενδιαφέρουσες σελίδες του βιβλίου είναι εκείνες όπου ο συγγραφέας περιγράφει πώς η ζέστη επηρεάζει το ανθρώπινο σώμα. Σημειώνει ότι οι περισσότεροι από εμάς δεν σκεφτόμαστε πολύ το πώς ο ιδρώτας μάς επιτρέπει να επιβιώνουμε σε θερμοκρασίες και καταστάσεις που διαφορετικά θα μας οδηγούσαν σε γρήγορο θάνατο.
Οι άνθρωποι εξελίχθηκαν έτσι ώστε να μπορούν να ιδρώνουν, για να αποκτήσουν ένα κυνηγετικό πλεονέκτημα: η απελευθέρωση έως και 11 λίτρων ιδρώτα την ημέρα επέτρεπε στους προϊστορικούς ανθρώπους να κυνηγούν τα θηράματά τους επί πολλές ώρες, έως ότου η αντιλόπη ή το ελάφι κατέρρεε από θερμική εξάντληση.
Ωστόσο, ακόμη και με αυτόν τον εξαιρετικά χρήσιμο μηχανισμό, οι άνθρωποι εξακολουθούν να είναι αρκετά ευάλωτοι στις ακραίες θερμοκρασίες. Χωρίς προστατευτικό ρουχισμό και θέρμανση, το κρύο μπορεί να μας σκοτώσει, όπως, ακριβώς μπορεί να μας σκοτώσει και η ζέστη χωρίς κλιματισμό και νερό.
Οταν το σώμα ζεσταίνεται πολύ, το αίμα συγκεντρώνεται στο δέρμα σε μια προσπάθεια να το δροσίσει, εγκαταλείποντας τα εσωτερικά όργανα. Γύρω στους 39 βαθμούς Κελσίου κάποιος μπορεί να αρχίσει να αισθάνεται τρεμούλιασμα ή τάση για λιποθυμία (λόγω της προσπάθειας του εγκεφάλου να αντλήσει περισσότερο αίμα για να εκπληρώσει τις βασικές του λειτουργίες).
Στους 41 βαθμούς δεν αποκλείονται ακόμη και επιληπτικές κρίσεις, ενώ άνω των 42 βαθμών η κατάσταση αρχίζει να ξεφεύγει σε κυτταρικό επίπεδο, «καθώς η θερμότητα αυξάνεται, οι πρωτεΐνες ξεδιπλώνονται και οι δεσμοί που κρατούν τις δομές ενωμένες σπάνε», εξηγεί ο Γκούντελ στο βιβλίο του. «Στο πιο θεμελιώδες επίπεδο, το σώμα σου ξηλώνεται… Το εσωτερικό σου λιώνει και διαλύεται – αιμορραγείς παντού».
Φυσικά, κάποιοι είναι πιο ευάλωτοι από άλλους, και από αυτούς τους πιο ευαίσθητους στις υψηλές θερμοκρασίες πολλοί αναγκάζονται να εργάζονται ολοένα συχνότερα σε συνθήκες ακραίας ζέστης, ρισκάροντας τις ζωές τους, είτε πρόκειται για αγρότες είτε για εργάτες κατασκευαστικών εταιρειών ή διανομείς.
Οσον αφορά τις ευρύτερες ανθρώπινες κοινωνίες, κάποια στιγμή άρχισαν να επιδιώκουν την προστασία τους από τη ζέστη. Ο κλιματισμός, για παράδειγμα, επιτρέπει σε έναν τεράστιο αριθμό ανθρώπων να ζουν σε περιοχές με υψηλές θερμοκρασίες. Από ορισμένες κρίσιμες απόψεις, ωστόσο, ακόμη και αυτό το επίτευγμα έχει αρνητικές συνέπειες.
Καταρχάς, η χρήση κλιματιστικών αντιστοιχεί ήδη περίπου στο ένα πέμπτο της συνολικής ενέργειας που καταναλώνεται στα κτίρια – ενώ κατά τη διάρκεια ενός κύματος καύσωνα, με εκατομμύρια κλιματιστικά να λειτουργούν ταυτόχρονα, το ηλεκτρικό δίκτυο μπορεί να κινδυνεύσει με κατάρρευση.
Επιπλέον, η εύκολη λύση των κλιματιστικών έχει ως αποτέλεσμα τη σταδιακή εγκατάλειψη αρχιτεκτονικών πρακτικών και μεθόδων για την αντιμετώπιση της ζέστης (λευκές στέγες, χοντροί τοίχοι κ.ά.) «Ο κλιματισμός δεν είναι απλώς μια τεχνολογία προσωπικής άνεσης, είναι επίσης μια τεχνολογία λήθης» αναφέρει χαρακτηριστικά ο Γκούντελ.
Επειτα, υπάρχουν αρκετά μέρη που δεν προσαρμόστηκαν ποτέ στη ζέστη. Το 2021, περισσότεροι από 600 άνθρωποι έχασαν τη ζωή τους κατά τη διάρκεια ενός κύματος καύσωνα στην υπό φυσιολογικές συνθήκες δροσερή Βρετανική Κολομβία, καθώς οι θερμοκρασίες αυξήθηκαν κατά πολλούς βαθμούς πάνω από τα κανονικά επίπεδα. Ομως ο αμερικανός ειδικός παραθέτει και ένα άλλο τραγικό περιστατικό: τον θάνατο 15.000 ανθρώπων κατά τη διάρκεια ενός άλλου κύματος καύσωνα, το 2003, μόνο στο Παρίσι.
Οι ιστορικά ήπιες θερμοκρασίες στη γαλλική πρωτεύουσα δημιούργησαν μια πόλη χωρίς «κλιματική κουλτούρα», όπως την αποκαλεί ο Γκούντελ. Οι Παριζιάνοι δεν έχουν συνηθίσει να αντιμετωπίζουν οποιοδήποτε είδος ακραίων καιρικών συνθηκών. Εχουν χτίσει όμορφα διαμερίσματα με στέγες από ψευδάργυρο, που δεν είναι κατάλληλες για τις ολοένα υψηλότερες θερμοκρασίες. Και ο σεβασμός που δείχνουν στην παραδοσιακή αρχιτεκτονική της πόλης τους, καθιστά πολύ δύσκολη υπόθεση τη μετατροπή αυτών των κτιρίων.
Ωστόσο, οι κάτοικοι πόλεων όπως το Παρίσι έχουν μόνο τρεις επιλογές: «Να ψηθούν, να φύγουν ή να δράσουν», όπως το έθεσε μία από τις πηγές του συγγραφέα. Ο τελευταίος παραθέτει στο βιβλίο του ένα σχετικό, φρικιαστικό συμβάν, με μια νεαρή γυναίκα να επιστρέφει στο διαμέρισμά της και να το βρίσκει γεμάτο αίμα, και τις Αρχές να διαπιστώνουν στη συνέχεια πως ο ηλικιωμένος γείτονάς της στον επάνω όροφο είχε πεθάνει κατά τη διάρκεια του καύσωνα και υγρά από το σώμα του, που είχε αρχίσει να αποσυντίθεται, είχαν διαρρεύσει μέσω του δαπέδου στο δικό της διαμέρισμα.
Το πιο τρομακτικό για το ολοένα θερμότερο μέλλον μας είναι ότι δεν αντιμετωπίζουμε την κατάσταση με τον σεβασμό και την ανησυχία που επιβάλλεται. Οταν η θερμοκρασία αυξάνεται υπερβολικά, τα φυτά, τα ζώα και οι άνθρωποι πεθαίνουν. Αλλά η πανδημία του κορονοϊού έδειξε πόσο θάνατο και καταστροφή μπορεί να δεχτεί μια κοινωνία. Τα βάσανα και ο θάνατος «θα καταστούν μέρος αυτού που σημαίνει να ζεις στον 21ο αιώνα» γράφει ο Γκούντελ, σημειώνοντας ότι, δυστυχώς, αυτό είναι «κάτι που αποδεχόμαστε».