Πολλές έρευνες γίνονται, νέες πατέντες κατοχυρώνονται, καινούργια φάρμακα δίνουν ελπίδα στους ασθενείς, όμως τελικά τα αποτελέσματα δεν είναι τόσο εντυπωσιακά, που να ανταποκρίνονται στην οικονομική τους αξία.
Οι φαρμακευτικές εταιρείες δαπανούν κάθε χρόνο δισεκατομμύρια ευρώ στην ανάπτυξη «άχρηστων» νέων θεραπειών, σύμφωνα με έρευνα, η οποία αποκαλύπτει ότι τα περισσότερα καινοτόμα φάρμακα, προσφέρουν ελάχιστα περισσότερα, σε σχέση με αυτά που έρχονται να αντικαταστήσουν.
Στην ψυχιατρική, για παράδειγμα, η κατάσταση είναι «τόσο κακή», όπως αναφέρουν, που μόνο ένα φάρμακο από τα 18 που κυκλοφόρησαν μεταξύ 2011 και 2017 είχε πρόσθετα οφέλη για τους ασθενείς.
Η μελέτη δημοσιεύτηκε στη British Medical Journal (MBJ) και στο «μικροσκόπιό» της βρέθηκαν φάρμακα που κυκλοφόρησαν στη Γερμανία, όπου η διερεύνηση της αποτελεσματικότητας ενός φαρμάκου πριν κυκλοφορήσει, είναι υποχρεωτική, άσχετα με τις κεντρικές εγκρίσεις που έχει λάβει.
Οι ειδικοί κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι το 58% από τις 216 νέες δραστικές ουσίες που εγκρίθηκαν από τις ρυθμιστικές αρχές, δεν βελτίωναν την κατάσταση των ασθενών καθόλου, συγκριτικά με τα παλιά, δοκιμασμένα φάρμακα.
Καθώς η διαδικασία έγκρισης στη Γερμανία χρησιμοποιεί τα δεδομένα του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (EMA), σύμφωνα με τους ερευνητές, τα ευρήματα της έρευνας πιθανότητα να ισχύουν για όλη την Ευρώπη.
Η ομάδα του Ινστιτούτου Ποιότητας και Αποτελεσματικότητας στην Περίθαλψη της Κολωνίας, συμφωνεί ότι τα ευρήματα καταδεικνύουν την ανάγκη στροφής του φαρμακευτικού κλάδου στην ανάπτυξη νέων φαρμάκων. Κάτι στο οποίο θα πρέπει να οριοθετήσουν πρώτα οι αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές.
Αντί δηλαδή να προσπαθούν να αποδείξουν μέσα από μελέτες ότι τα φάρμακα είναι ασφαλή και δραστικά, οι ρυθμιστικές αρχές θα πρέπει να εστιάσουν και να διασφαλίσουν ότι καλύπτουν πραγματικά κενά και ανάγκες και προσφέρουν διαφορετικούς μηχανισμούς δράσεις από τα ήδη υπάρχοντα, ανέφεραν.
Δεδομένου ότι η ανάπτυξη νέων φαρμάκων, η έγκριση, η αποζημίωση (κάλυψη από τα Ταμεία) και η τιμολόγηση είναι θέματα ρυθμιστικών αρχών, η κατάσταση αυτή σημαίνει «πολιτική αποτυχία», γράφουν οι ειδικοί, καταλήγοντας στο συμπέρασμα ότι πρέπει να ληφθούν δράσεις και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά και από τις κυβερνήσεις των χωρών.
Σε δεύτερη ανάγνωση η μελέτη αφήνει να εννοηθεί ότι υπάρχουν τακτικές μάρκετινγκ, που μπορούν να προκύψουν μέσα από τις κλινικές μελέτες που κατατίθενται για τις εγκρίσεις ενός νέου φαρμάκου. Ετσι, ένα φάρμακο που δεν έχει να προσφέρει πολλά, σε σύγκριση με αυτό που έρχεται να αντικαταστήσει, μπορεί να πωλείται έως και 500% πάνω και να έχει πατέντα για δέκα χρόνια.
«Συχνά οι κλινικές μελέτες που γίνονται δεκτές για την έγκριση ενός φαρμάκου, έχουν ένα πολύ ιδιαίτερο αποτέλεσμα για το τι συνιστά αξία στο φάρμακο. Το πρόβλημα είναι ότι δίνεται αξία σε κάτι, ενώ αγνοούνται σημαντικά ζητούμενα για τους ασθενείς», καταλήγουν οι συντάκτες της μελέτης.