Εάν σταματήσουμε να κινούμαστε, ο εγκέφαλος δεν θα λειτουργεί τόσο καλά | Shutterstock
Θέματα

Περπατάτε, θα είστε πιο ευτυχείς και πιο έξυπνοι

Ενας ιρλανδός νευροεπιστήμονας πιστεύει ότι το πολύ και τακτικό περπάτημα είναι το μοναδικό που μπορεί να «ξεκλειδώσει» δυνάμεις του εγκεφάλου και εξηγεί γιατί είναι καλύτερο από κάθε άλλο είδος άσκησης
Protagon Team

«Μία από τις μεγάλες φρικαλεότητες της ζωής είναι ότι καθώς περπατάμε αναγκαζόμαστε να περιμένουμε την άδεια για να διασχίσουμε το δρόμο», λέει ο Σέιν Ο’Μάρα στην Εϊμι Φλέμινγκ, δημοσιογράφο του Guardian, ενώ περπατούν στους δρόμους του Δουβλίνου και ο ιρλανδός νευροεπιστήμονας της μιλάει για τα οφέλη του περπατήματος.

Και προσθέτει ότι «η εμπειρία του συγχρονισμού όταν περπατάς μαζί με κάποιον άλλο είναι μια από τις μεγάλες απολαύσεις της ζωής», πράγμα που γνωρίζει όχι μόνο από προσωπική εμπειρία, αλλά και από τα ψυχρά ερευνητικά δεδομένα. Το περπάτημα μάς κάνει πιο υγιείς, πιο ευτυχισμένους και πιο έξυπνους, υποστηρίζει ο Ο’Μάρα στο καινούργιο του βιβλίο «In Praise of Walking»,  με το οποίο υμνεί την επιστήμη, τη φύση, την αρχιτεκτονική και τη λογοτεχνία.

Ο 53χρονος Ο’Μάρα αναδεικνύει τον «κινησιοκεντρικό» σκοπό του εγκεφάλου: ο εγκέφαλος, λέει, εξελίχθηκε για να υποστηρίξει την κίνηση και συνεπώς, εάν σταματήσουμε να κινούμαστε, δεν θα λειτουργεί τόσο καλά.

Ο κύκλος ζωής των ταπεινών χιτωνοφόρων, τα οποία στην ενήλικη μορφή τους είναι θαλάσσια ασπόνδυλα που προσκολλώνται σε βράχους και σε καρίνες σκαφών, το απεικονίζει καθαρά όλο αυτό. Δεν έχουν εγκέφαλο επειδή τον έφαγαν. Στο στάδιο της προνύμφης, το χιτωνοφόρο είχε σπονδυλική στήλη, ένα μάτι και έναν βασικό εγκέφαλο που του επέτρεπε να πάει για κυνήγι κολυμπώντας σαν «μικρός, υδρόβιος, σπονδυλωτός Κύκλωπας» λέει ο Ο’Μάρα. Αλλά, όταν κόλλησε στον βράχο και άρχισε να φυτοζωεί, έφαγε το περιττό μάτι, τον εγκέφαλο και το νωτιαίο μυελό. Αντίθετα, ορισμένα είδη μέδουσας, ξεκινούν ως πολύποδες χωρίς εγκέφαλο κολλημένοι πάνω σε βράχους, και στη συνέχεια, καθώς αρχίζουν να κολυμπούν, αναπτύσσουν περίπλοκα νεύρα που μπορούν να θεωρηθούν ως ημιεγκέφαλοι.

Ενα ζευγάρι άνετα παπούτσια είναι το μόνο που χρειάζεται κανείς για το περπάτημα

Καθισμένος, λοιπόν, όλη την ημέρα σε ένα γραφείο, είναι εύκολο να αρχίσει κανείς να νιώθει σαν ανεγκέφαλος… πολύποδας, ενώ αντίθετα όταν περπατάμε και μιλάμε, το μυαλό μας ζωντανεύει: «Τα αισθητηριακά μας συστήματα δουλεύουν καλύτερα όταν κινούμαστε στον κόσμο», λέει ο Ο’ Μάρα και αναφέρει μια μελέτη του 2018, σύμφωνα με την οποία ερευνητές παρακολούθησαν τα επίπεδα δραστηριότητας των συμμετεχόντων και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους πάνω από 20 χρόνια και διαπίστωσαν ότι όσοι κινούνταν λιγότερο εμφάνισαν αρνητικές αλλαγές προσωπικότητας, και μείωση των θετικών χαρακτηριστικών τους: ανοικτότητα (openness), εξωστρέφεια και ευχαρίστηση.

Ακόμη, υπάρχουν σημαντικά δεδομένα, που δείχνουν ότι οι περιπατητές έχουν επίσης χαμηλότερα ποσοστά κατάθλιψης. Και από την επιστημονική βιβλιογραφία, γνωρίζουμε ότι «η ενασχόληση των ανθρώπων με τη σωματική άσκηση πριν δραστηριοποιηθούν δημιουργικά έχει μεγάλη δύναμη. Η ιδέα μου είναι -και χρειάζεται να το ελέγξουμε- ότι η ενεργοποίηση που συμβαίνει σε ολόκληρο τον εγκέφαλο κατά τη διάρκεια της επίλυσης προβλημάτων είναι πολύ μεγαλύτερη, σχεδόν όσο σε ένα ατύχημα στο περπάτημα, που απαιτεί πολλούς νευρικούς πόρους», λέει ο Ο’Μάρα.

Δεδομένου ότι είναι καθηγητής πειραματικής έρευνας του εγκεφάλου, ο ενθουσιασμός του Σέιν Ο’ Μάρα για το περπάτημα συνδέεται με τα δύο βασικά του ενδιαφέροντα: άγχος, κατάθλιψη και ανησυχία από τη μια, μάθηση, μνήμη και νόηση από την άλλη. «Αποδεικνύεται ότι τα συστήματα του εγκεφάλου, που υποστηρίζουν τη μάθηση, τη μνήμη και τη νόηση, είναι τα ίδια που επηρεάζονται πολύ άσχημα από το άγχος και την κατάθλιψη», λέει, «Και από μια ιδιοτροπία της εξέλιξης, αυτά τα συστήματα του εγκεφάλου υποστηρίζουν επίσης λειτουργίες όπως η νοητική χαρτογράφηση», εννοώντας το εσωτερικό μας σύστημα πλοήγησης. Αλλά αυτές δεν είναι οι μοναδικές αλληλοεπικαλύψεις μεταξύ κίνησης και ψυχικής και νοητικής υγείας, που έχει εντοπίσει η νευροεπιστήμη.

Όταν η δημοσιογράφος αναφέρεται στην επουλωτική επίδραση που είχε το περπάτημα στον εγκέφαλο του συντρόφου της την περίοδο της ανάρρωσής του από οξεία εγκεφαλική βλάβη λέγοντας ότι «το μυαλό του ήταν συχνά αναστατωμένο, αλλά κατά τη διάρκεια της βραδινής μας βόλτας στο ανατολικό Λονδίνο, τα πράγματα άρχισαν να έχουν περισσότερο νόημα και η συζήτηση έρεε εύκολα», ο Ο’Μαρα συμφωνεί: «Περπατούσατε ρυθμικά μαζί», της λέει, «και στον εγκέφαλο συμβαίνουν όλα τα είδη των ρυθμών ως αποτέλεσμα της συμμετοχής σε αυτό το είδος δραστηριότητας, απουσιάζουν, όμως, όταν κάθεστε. Μία από τις μεγάλες αλλά αγνοημένες υπερδυνάμεις που διαθέτουμε είναι ότι όταν σηκωνόμαστε και περπατάμε, οι αισθήσεις μας οξύνονται. Οι ρυθμοί, που προηγουμένως ήταν ήσυχοι, ζωντανεύουν ξαφνικά και ο τρόπος, με τον οποίο ο εγκέφαλός μας αλληλεπιδρά με το σώμα μας, αλλάζει».

Περπατώντας γρήγορα και κουβεντιάζοντας ενεργοποιείται ο εγκέφαλος

Από τα ελάχιστα δεδομένα, που διαθέτουμε, σχετικά με το περπάτημα και την εγκεφαλική βλάβη, λέει ο ιρλανδός νευροεπιστήμονας, «είναι λογικό να υποθέσουμε ότι το περπάτημα με επίβλεψη μπορεί να βοηθήσει τον εγκέφαλο, ανάλογα με τη φύση, τον τύπο και την έκταση της βλάβης, ίσως ενισχύοντας τη ροή του αίματος και ίσως επίσης μέσω της εισαγωγής διαφόρων ηλεκτρικών ρυθμών στον εγκέφαλο. Και ίσως με την εμπλοκή συστηματικής διπλής διαδικασίας, όπως η ομιλία και το περπάτημα».

Μερικοί άνθρωποι, πάντως, δεν θεωρούν ότι το περπάτημα είναι κανονική άσκηση, πράγμα που ο Ο’Μάρα εκτιμά ότι «είναι τρομερό λάθος». Και επισημαίνει ότι «γενικά χρειάζεται να είμαστε πολύ πιο ενεργοί κατά τη διάρκεια της ημέρας από όσο είμαστε», κάτι που δεν το επιτυγχάνει κανείς με μια ώρα στο γυμναστήριο: «Τοποθετώντας μόνιτορ σε ανθρώπους, παρατηρήσαμε ότι μετά από μια ώρα έντονης δραστηριότητας, είναι ελάχιστα δραστήριοι στη συνέχεια».

Ποια είναι η γνώμη του για τις ενδορφίνες; «Παράγεται άραγε η ίδια ποσότητα όταν κάποιος τρέχει  και όταν παίρνει μορφίνη; Απλά δεν γνωρίζουμε αν είναι αλήθεια», λέει, «Οι άνθρωποι που μελετούν αυτόν τον τομέα δεν προχωρούν στις ενδορφίνες και μπορεί να υπάρχει κάποιος λόγος γι ‘αυτό». Ο Ο’Μάρα δεν αντιτίθεται στην έντονη άσκηση, αλλά λέει ότι το περπάτημα είναι πολύ πιο προσιτό και μπορεί να μπει εύκολα στην καθημερινότητά μας αφού «δεν χρειάζεται τίποτα άλλο εκτός από άνετα παπούτσια και ένα αδιάβροχο, ούτε πολλές προετοιμασίες, στρέτσινγκ, προθέρμανση, διατάσεις για αποθεραπεία…». Και για να έχουμε όφελος σε μέγιστο βαθμό συνιστά να περπατάμε για τουλάχιστον 30 λεπτά, τουλάχιστον τέσσερις ή πέντε φορές την εβδομάδα διατηρώντας σταθερά υψηλή ταχύτητα πάνω από 5 χλμ την ώρα.

Τι έχει να πει για το εσωτερικό μας GPS; Μήπως οι χάρτες του Google εξασθενίζουν την έμφυτη ικανότητά μας να βρίσκουμε τον δρόμο μας; «Ας σκεφτούμε λογικά», λέει, «Ακολουθώντας μια διαδρομή με νοικιασμένο αυτοκίνητο σε μια πόλη που δεν έχετε ξαναπάει, την πρώτη φορά βασίζεστε στο GPS. Τη δεύτερη φορά, όχι τόσο πολύ και, την τρίτη ή την τέταρτη φορά, δεν χρειάζεστε πια καθόλου το GPS, επειδή έχετε μάθει τη διαδρομή. Πιστεύω πραγματικά ότι το GPS είναι εξαιρετικό γιατί μας βοηθάει να ξέρουμε πού βρισκόμαστε».

Αρα είναι μύθος ότι τα συστήματα πλοήγησης των αυτοκινήτων σκοτώνουν την αίσθηση της κατεύθυνσης; «Ναι είναι μύθος. Δεν υπάρχουν δεδομένα που να δείχνουν ότι, μακροπρόθεσμα, η εξάρτηση από το GPS είναι κακό πράγμα. Ειλικρινά, ο εγκέφαλός μας είναι πολύ πιο ισχυρός», λέει.

Το εσωτερικό μας GPs είναι ένα σιωπηλό, αντιλαμβανόμαστε την ύπαρξή του όταν αποτυγχάνει

Ο Ο’Μάρα περιγράφει το εσωτερικό μας GPS, με άλλα λόγια το νοητικό σύστημα χαρτογράφησης του περιβάλλοντος χώρου, ως μια σιωπηλή αίσθηση: «Είναι κατασκευασμένο σε μεγάλο βαθμό χωρίς την επίγνωσή μας, και το παρατηρούμε μόνο όταν αποτύχει». Ενώ το ευαίσθητο αιθουσαίο σύστημα του εσωτερικού αυτιού κυβερνά την ισορροπία, για τη νοητική χαρτογράφηση και την πλοήγηση στον χώρο (ακόμα και με κλειστά μάτια) ευθύνονται κύτταρα του ιππόκαμπου, γνωστά ως κύτταρα του χώρου.

Το εσωτερικό μας σύστημα πλοήγησης είναι έξυπνο, αλλά όχι αλάθητο. «Ξεγελιόμαστε όταν βαδίζουμε για πολλή ώρα προς την ίδια κατεύθυνση», λέει ο Ο’ Μάρα. Γι’ αυτό χρειάζεται να κοιτάζουμε γύρω μας κάθε τόσο και να αναβαθμίζουμε τις πληροφορίες τροφοδοτώντας τα κύτταρα του χώρου με οπτικές ενδείξεις από όλες τις κατευθύνσεις ώστε να επαναρυθμίσουμε.

Και ενώ όλα αυτά συμβαίνουν στο παρασκήνιο, ο εγκέφαλός μας εργάζεται επίσης για να προβλέψει ποια κατεύθυνση θα πάρουν οι άλλοι, ώστε να αποφευχθεί η σύγκρουση. Προκειμένου, μάλιστα, να πλοηγούμαστε όταν περπατάμε, το μυαλό μας «πετάει» και στον χώρο, όπως ακριβώς όταν «σκεφτόμαστε τι πρέπει να κάνουμε αύριο, κάνουμε σχέδια για την επόμενη χρονιά, δηλαδή “διανοητικά ταξίδια στον χρόνο”, επικεντρωνόμαστε στη δουλειά μας», λέει ο O’Mara, «Και χρειάζεται να “πετάει” ανάμεσα σε αυτές τις καταστάσεις για να κάνει δημιουργική δουλειά». “Έτσι γίνονται οι σημαντικές συνδέσεις και αυτό το «πέταγμα» φαίνεται ότι ενισχύεται από το περπάτημα.

Είναι ένας από τους λόγους, υποθέτει ο Ο’Μάρα, που ο συγγραφέας και στοχαστής Μπέρτραντ Ράσελ είχε πει ότι το περπάτημα ήταν αναπόσπαστο μέρος του έργου του.