Πορτρέτο του Φραντς Κάφκα. Την παραμονή του θανάτου του έγραψε το τελευταίο γράμμα προς τους γονείς του. Θέλοντας να τους αποτρέψει να τον επισκεφθούν, δικαιολογήθηκε: «Δεν είμαι ακόμη πολύ όμορφος» | DeAgostini/Getty Images
Θέματα

Πέντε σχόλια για τον Φραντς Κάφκα

Η χρονιά τού ανήκει έως ένα σημείο, καθώς τον ερχόμενο Ιούνιο συμπληρώνονται 100 χρόνια από τον θάνατό του. Η λογοτεχνία θυμάται έναν κορυφαίο εκπρόσωπό της, η «Δίκη» γίνεται ξανά θεατρικό έργο (στο Αμβούργο) και μια τηλεοπτική σειρά για τη ζωή του αναμένεται στη Γερμανία, σε σενάριο του γνωστού συγγραφέα Ντάνιελ Κέλμαν
Protagon Team

Μου αρέσει, δεν μου αρέσει

Λάτρευε το «εξαιρετικό βούτυρο» της Πράγας. Απέφευγε να τρώει με τα χέρια, ακόμη και στις συνευρέσεις με ραβίνους της εβραϊκής κοινότητας (όταν ερχόταν εκείνη η στιγμή, εξομολογήθηκε κάποτε στον φίλο του Μαξ Μπροντ, «ήταν σαν να βρισκόμασταν σε μια αφρικανική φυλή αγρίων – σκέτη δεισιδαιμονία»). Ο εφιάλτης του ήταν τα πολύ ζεστά δωμάτια, αλλά και οι φωνές περιπλανώμενων παιδιών κάτω από το δωμάτιο όπου έγραφε. Αγαπούσε το Βερολίνο –ειδικά την περιοχή Στέγκλιτς– και λιγότερο τη Βιέννη, η οποία συνδέθηκε με ένα κομμάτι της ζωής του μετά την Πράγα.

Τον γοήτευε μονίμως η ζωή του Ναπολέοντα και γέμιζε τα ημερολόγιά του με σημειώσεις για εκείνον. Απεχθανόταν την εφεύρεση του τηλεφώνου σε όλη του τη ζωή. Είχε φοβία για τους αρουραίους που ενίοτε κρύβονταν στα δωμάτια όπου διέμενε στην εξοχή. Ο αγαπημένος του δάσκαλος φαίνεται πως ήταν ο καθηγητής της Δαρβινικής Φυσικής Ιστορίας Αντολφ Γκότβαλντ. Στο Γερμανικό Γυμνάσιο όπου φοίτησε, ο μισός χρόνος ήταν αφιερωμένος στα Λατινικά και στα Αρχαία Ελληνικά, αλλά δεν ανέφερε ποτέ ούτε έναν κλασικό συγγραφέα ανάμεσα στα διαβάσματά του. Εκτιμούσε ανέκαθεν τη φράση του Φλωμπέρ για τους ανθρώπους που ζουν «μια αυθεντική ζωή» (dans le vrai).

Σημειώσεις για άλλους συγγραφείς

Τα ημερολόγιά του –της περιόδου 1910 έως 1923– είναι γεμάτα από σημειώσεις για μεγάλους και λιγότερο γνωστούς συγγραφείς. Ηταν αθεράπευτος θαυμαστής του Γκαίτε: «Ο ζήλος με τον οποίο διαβάζω γι’ αυτόν με διαπερνά ολόκληρο και με εμποδίζει να γράψω οτιδήποτε». Κρατούσε μια στάση αμφιθυμική απέναντι στον Ντίκενς: «Ο πλούτος του, η ανενδοίαστη, ισχυρή ορμητικότητά του αλλά και, εξαιτίας της, σημεία φριχτής αδυναμίας, όπου ανακατεύει απλώς κουρασμένος αυτά που έχει πετύχει ως τότε… Ελλειψη καρδιάς πίσω από τη μανιέρα, που πλημμυρίζει από συναίσθημα».

Ενιωθε ως πνευματικούς συγγενείς τους Γκριλπάρτσερ, Ντοστογέφσκι, Φον Κλάιστ και Φλωμπέρ. Ειδικά για την «Αισθηματική Αγωγή» του τελευταίου έγραφε: «Τι ζωή που υπάρχει μέσα σε αυτό βιβλίο! Αν το κρατήσεις σφιχτά, περνάει μέσα σου, όπως και αν είσαι». Διάβαζε Στρίντμπεργκ  για να ανεβάσει το ηθικό του: «Ο τρομερός Στρίντμπεργκ. Αυτή η οργή, αυτές οι σελίδες οι αποκτημένες με σωματικό αγώνα». Αγαπούσε πολύ τον Τσέχοφ και θαύμαζε την άνεση του Κίρκεργκορ στο γράψιμο –«με επιβεβαιώνει σαν να ήταν φίλος»–, επισημαίνοντας, ωστόσο, ότι ο ίδιος δεν οδηγήθηκε στη ζωή «από το χέρι του χριστιανισμού που πέφτει βαρύ».

«Ο Κάφκα είναι ένας ποντικός»

Ο φίλος του, ο αυστριακός σατιρικός συγγραφέας Φραντς Μπλάι, έγραψε το 1922 το «Μεγάλο Βεστιάριο της Δυτικής Λογοτεχνίας», όπου παρομοίαζε γνωστούς συγγραφείς της εποχής με ζώα. Τι ήταν, λοιπόν, ο Κάφκα; «Ο Κάφκα είναι ένας καταπληκτικός και ακριβοθώρητος ποντικός με μπλε μάτια. Δεν τρώει κρέας, αλλά τρέφεται με πικρά βότανα. Η όψη του προκαλεί θαυμασμό επειδή έχει ανθρωπινά μάτια».

Το κορίτσι και η κούκλα

Κατά τη διάρκεια των συχνών περιπάτων του με την Ντόρα Ντιάμαντ στο βερολινέζικο πάρκο του Στέγκλιτς συναντούν ένα κορίτσι που κλαίει. Το ρωτούν γιατί είναι απαρηγόρητο και εκείνο απαντάει ότι έχασε την κούκλα του. Για να εξηγήσει την εξαφάνιση, ο Κάφκα σκαρφίζεται στο λεπτό –τι άλλο;– μια αληθοφανή αφήγηση: «Η κούκλα σου έκανε ένα μικρό ταξίδι, δεν έχει χαθεί. Το ξέρω γιατί μου έστειλε ένα γράμμα». Το κοριτσάκι τον κοιτάζει καχύποπτα: «Το έχεις μαζί σου;», τον ρωτάει. «Οχι, το άφησα στο σπίτι, αλλά θα σου το φέρω αύριο» απαντά ο Κάφκα.

Με το που επιστρέφει στο σπίτι, αρχίζει να γράφει το –περίφημο πλέον– γράμμα. Την επόμενη ημέρα, όντως, συναντάει το κοριτσάκι και η κούκλα αρχίζει μια μακρά διήγηση για το πώς βαρέθηκε να ζει μέσα στο ίδιο σπίτι και πώς ξανοίχτηκε στον κόσμο για λίγο, ξεμακραίνοντας από το κοριτσάκι, που πάντως το αγαπούσε πολύ. Υστερα από λίγες ημέρες (όπως γράφει η Ντόρα στα απομνημονεύματά της) το κοριτσάκι είχε ξεχάσει την απώλεια του παιχνιδιού και ενδιαφερόταν μόνο για το υποκατάστατο της μυθοπλασίας.

Ο Κάφκα έγραφε κάθε πρόταση με τόση προσοχή στη λεπτομέρεια και λαμπερό χιούμορ, ώστε η περιπέτεια της κούκλας να γίνει κάτι σχεδόν χειροπιαστό. Η κούκλα μεγάλωσε, πήγε σχολείο και γνώρισε άλλους ανθρώπους… Το παιχνίδι κράτησε τρεις εβδομάδες. Στο τέλος σκέφτηκε πολύ και αποφάσισε να ολοκληρώσει παντρεύοντας την κούκλα.

Η τελευταία μπίρα

Τον Απρίλιο του 1924 ο Κάφκα μεταφέρεται στο σανατόριο του Κίρλινγκ, στην κάτω Αυστρία, όχι μακριά από τη Βιέννη. Υποφέρει από φυματίωση, ενώ περνάει την τελευταία ευτυχισμένη περίοδό του με την Ντόρα Ντιάμαντ. Το σύμπτωμα που δεν τον αφήνει σε ησυχία είναι το αίσθημα της δίψας. «Να έχω τέτοια ικανότητα στο πιοτό και να μην μπορώ να πάω με τον πατέρα μου στην υπαίθρια μπιραρία στο δημοτικό κολυμβητήριο» γράφει σε ένα από τα σημειώματα της περιόδου. Μέσω αυτής της φανταστικής «συνάντησης» ο Φραντς προσπαθεί να συμφιλιωθεί με τον πατέρα του.

Στις 2 Ιουνίου, παραμονή του θανάτου του, έγραψε το τελευταίο γράμμα προς τους γονείς του. Εκεί επιχειρεί να τους αποτρέψει να τον επισκεφτούν –«δεν είμαι ακόμη πολύ όμορφος»–, αλλά αφήνει μια νότα αισιοδοξίας. Η μπίρα κυριαρχεί και πάλι: «Και ύστερα να πιούμε μαζί “ένα καλό ποτήρι μπίρα”, όπως γράφετε, από το οποίο καταλαβαίνω ότι ο πατέρας δεν έχει περί πολλού την τελευταία σοδειά κρασιού… Εξάλλου ήμαστε κάποτε, όπως θυμάμαι τώρα συχνά-πυκνά με τις ζέστες, από κοινού τακτικοί πότες μπίρας πριν από πολλά χρόνια».


Τα αποσπάσματα προέρχονται από τη βιογραφία «Κάφκα» του Nicholas Murray (εκδ. Ινδικτος, μτφ. Ξενοφών Κομνηνός, Αλέξανδρος Κυπριώτης, 2005), τα «Ημερολόγια» (εκδ. Εξάντας, μτφ. Αγγέλα Βερυκοκάκη, 1978) και τον τόμο «Kafka: the years of insight” του Reiner Stach (Princeton University Press, 2015).