Η κυριαρχία του στο εσωτερικό των ΗΠΑ είναι απόλυτη, καθώς επανεξελέγη στην προεδρία, λαμβάνοντας τρισήμιση περίπου εκατομμύρια περισσότερες ψήφους από την αντίπαλό του, ενώ το κόμμα του ελέγχει πλέον τόσο τη Γερουσία όσο και τη Βουλή. Ωστόσο στο πεδίο της εξωτερικής πολιτικής αποτελεί γεγονός -όπως θα έπρεπε να γνωρίζει ο Ντόναλντ Τραμπ από την πρώτη του θητεία- ότι η επιρροή του Λευκού Οίκου είναι σαφώς πιο περιορισμένη.
Φυσικά οι ΗΠΑ παραμένουν εκ των πρωταγωνιστών των εξελίξεων ανά τον κόσμο, όμως, πλέον, υπάρχουν πολλοί αμφισβητίες του στάτους κβο, οι οποίοι επιδιώκουν να ανατρέψουν τα δεδομένα προς όφελός τους. Σε εκτενή ανάλυσή του ο Μαρκ Ερμπαν, αρθρογράφος των λονδρέζικων Times με ειδίκευση στην εξωτερική πολιτική, τη διπλωματία και την άμυνα, εντοπίζει πέντε παράγοντες που θα καθορίσουν το μέγεθος της επιρροής του πρώην και επομένου προέδρου των ΗΠΑ στη διεθνή σκηνή.
1. Εξελίξεις πέρα από τον έλεγχό του
Το πρώτο που επισημαίνει ο Ερμπαν είναι πως αδόκητα γεγονότα μπορούν να καταστήσουν τους όποιους υπολογισμούς μάταιους, όπως διαπίστωσε ο Τζο Μπάιντεν πέρυσι, μετά από τις επιθέσεις της αποφράδας (περισσότερο για τους Παλαιστίνιους παρά για τους Ισραηλινούς) 7ης Οκτωβρίου.
Εως την 20η Ιανουαρίου, ημέρα κατά την οποία ο Ντόναλντ Τραμπ θα αναλάβει και επίσημα τα καθήκοντά του, η κατάσταση στη Μέση Ανατολή θα μπορούσε πολύ εύκολα να επιδεινωθεί, εξέλιξη που θα καθιστούσε εξαιρετικά δύσκολη την τήρηση της προεκλογικής δέσμευσής του περί αποκατάστασης της ειρήνης στην περιοχή.
«Το Ιράν έχει απειλήσει με περαιτέρω πυραυλικές επιθέσεις το Ισραήλ. Θα ωθούσε κάτι τέτοιο τον Μπενιαμίν Νετανιάχου να πλήξει πετρελαϊκές ή πυρηνικές εγκαταστάσεις του Ιράν, πυροδοτώντας έναν μεγαλύτερο περιφερειακό πόλεμο;», διερωτάται ο Μαρκ Ερμπαν.
Μιλώντας στους Times, ο Μάικ Ντόραν, πρώην μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας των ΗΠΑ υπό τον Τζορτζ Μπους τον νεότερο και νυν εταίρος της συντηρητικής δεξαμενής σκέψης Hudson Institute, υποστήριξε πως ο ισραηλινός πρωθυπουργός «δεν μπορεί να είναι απολύτως σίγουρος ότι ο Τραμπ θα δώσει το πράσινο φως για μια μεγάλη επίθεση στο Ιράν κατά τις πρώτες ημέρες της δεύτερης θητείας του».
Η απεμπλοκή των ΗΠΑ από αλλότριους πολέμους αποτέλεσε ένα από τα κύρια σημεία αναφοράς του Τραμπ στο πλαίσιο της προεκλογικής του εκστρατείας, ωστόσο οι ΗΠΑ θα μπορούσαν να παγιδευτούν σε μια σειρά από ιρανικές δράσεις και ισραηλινές αντιδράσεις, με τον αμερικανό πρόεδρο να μην είναι σε θέση να ελέγξει την κατάσταση.
Οσο για τη Γάζα, ο Ντόναλντ Τραμπ δήλωσε ρητά την προηγούμενη εβδομάδα ότι υποστηρίζει «το δικαίωμα του Ισραήλ να κερδίσει τον πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Ωστόσο, στο πλαίσιο της όποιας μεταπολεμικής διευθέτησης, λόγο θα έχουν και τα απομεινάρια της καρατομημένης ηγεσίας της Χαμάς και, εάν ο Νετανιάχου συνεχίσει να βάλλει κατά της χειμαζόμενης οργάνωσης και αισθανθεί ότι έχει την ισχύ να αποτρέψει τη δημιουργία οποιωνδήποτε συνεκτικών παλαιστινιακών δομών διακυβέρνησης, αυτό θα περιπλέξει τις σχέσεις των ΗΠΑ με τα κράτη του Κόλπου και άλλους διεθνείς παράγοντες.
2. Ο Πούτιν καραδοκεί
Εάν ο πρώτος περιορισμός είναι η πιθανότητα οι εξελίξεις σε κάποιο στρατηγικής σημασίας σημείο του κόσμου να ξεφύγουν από τον έλεγχο των ΗΠΑ, ο δεύτερος είναι άλλοι «παίκτες» στη διεθνή σκηνή να αποπειραθούν να εκμεταλλευτούν προς όφελός τους τις όποιες περιστάσεις. «Μια πιο συναλλακτική σχέση με τις ΗΠΑ μπορεί να μην τους αρέσει, αλλά τι θα γίνει εάν εξαπατήσουν τον Τραμπ;», διερωτάται ο αρθρογράφος των Times.
Την περασμένη Πέμπτη, ο Βλαντίμιρ Πούτιν επαίνεσε τον 47ο πρόεδρο των ΗΠΑ για την αντίδρασή του στην απόπειρα δολοφονίας εναντίον του τον Ιούλιο, λέγοντας ότι «συμπεριφέρθηκε, κατά τη γνώμη μου, με πολύ σωστό τρόπο – θαρραλέα, σαν πραγματικός άντρας». Ο ρώσος πρόεδρος είπε ότι ήταν έτοιμος για διάλογο σχετικά με το πώς θα τερματιστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία, εξέλιξη για την οποία επίσης δεσμεύτηκε ο Ντόναλντ Τραμπ κατά τη διάρκεια της προεκλογικής του εκστρατείας.
Επί αυτού ο Μάικ Ντόραν του Hudson Institute υποστήριξε πως οι πιθανότητες να συμβεί σύντομα κάτι τέτοιο είναι «πολύ λίγες» γιατί ο Πούτιν «μυρίζει αίμα», όπως ανάφερε χαρακτηριστικά, εξηγώντας πως η Μόσχα γνωρίζει ότι βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση, και θα κάνει ό,τι μπορεί ώστε να διατηρήσει το πλεονέκτημα που έχει στο πεδίο έναντι της Ουκρανίας. Το περασμένο Σάββατο ο Πούτιν σίγουρα θα χάρηκε ιδιαίτερα, ακούγοντας ανώτερο σύμβουλο του Τραμπ να προειδοποιεί το Κίεβο πως η Κριμαία (την οποία η Ρωσία προσάρτησε πριν από περισσότερο από μία δεκαετία) «είναι χαμένη».
Ενώ η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει δεσμευτεί να επισπεύσει την αποστολή όπλων αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων κατά τη διάρκεια των τελευταίων εβδομάδων της θητείας της, η κυβέρνηση του Βολοντίμιρ Ζελένσκι εξετάζει ήδη το ενδεχόμενο να τερματιστεί η αμερικανική αρωγή. Εάν ο ρώσος πρόεδρος επιλέξει να εκμεταλλευτεί στο έπακρο τα όποια πλεονεκτήματα έχει ή εάν ο Τραμπ φανεί να καίγεται για μια συμφωνία, τότε θα μπορούσαν να προκύψουν περαιτέρω κίνδυνοι.
Ο βρετανός δημοσιογράφος επικαλείται στην ανάλυσή του τον διαπρεπή βρετανό ιστορικό με ειδίκευση στη στρατηγική σερ Λόρενς Φρίντμαν, ο οποίος την προηγούμενη εβδομάδα έγραψε πως «υπάρχουν πολιτικοί κίνδυνοι για τον Τραμπ, καθώς θα μπορούσε να φανεί αδύναμος και αναποτελεσματικός, εάν απλώς εγκατέλειπε την Ουκρανία στη ρωσική επιθετικότητα». Ο Τραμπ επαίρεται πως κατέχει όσο κανείς άλλος την «τέχνη της συμφωνίας», αλλά εάν ο Πούτιν συνεχίσει να επιδιώκει μια στρατιωτική λύση, τότε οι επιλογές του θα είναι περιορισμένες.
Πολλοί στο στρατόπεδο MAGA επιμένουν ότι κατά τη διάρκεια των τελευταίων 2,5 χρόνων ο Βολοντίμιρ Ζελένσκι εκμεταλλεύτηκε τις ΗΠΑ και πως πλέον αποτελεί πρόβλημα της Ευρώπης. Την ίδια ώρα οι υπόλοιποι σύμμαχοι του Κιέβου στη Δύση καλούνται να διαχειριστούν τη συνέχιση του πολέμου, με περιορισμένα μέσα και εξαντλημένη πολιτική βούληση.
3. Ενας αποδυναμωμένος στρατός
Ζήτημα για τον Ντόναλντ Τραμπ, όσον αφορά τις διεθνείς εξελίξεις, αποτελεί και το γεγονός πως οι ΗΠΑ είναι λιγότερες ισχυρές στρατιωτικά από όσο ήταν κατά την πρώτη του θητεία. Ενας από τους λόγους που τα αμερικανικά όπλα αξίας δισεκατομμυρίων δολαρίων δεν έχουν ακόμα αποσταλεί στην Ουκρανία είναι ότι το Πεντάγωνο, ανησυχώντας πως τα δικά του αποθέματα στρατηγικών όπλων (όπως οι πύραυλοι Patriot) έχουν αρχίσει να λιγοστεύουν, αρνήθηκε να εγκρίνει την αποστολή τους.
Ο Ελμπριτζ Κόλμπι, ανώτερος αξιωματούχος του Πενταγώνου κατά την πρώτη θητεία του Τραμπ, ο οποίος αναμένεται να αναλάβει ρόλο στη νέα κυβέρνησή του, εκφράστηκε δημοσίως επί του ζητήματος. «Η ετοιμότητα του στρατού μας είναι χαμηλή», έγραψε στο X αυτή την εβδομάδα. «Η αμυντική μας βιομηχανική βάση έχει ατροφήσει και δεν έχει σταθεροποιηθεί».
Σύμφωνα με τον Κόλμπι και πολλούς άλλους, το διπλό βάρος της αρωγής της Ουκρανίας και της υποστήριξης του Ισραήλ έπληξε την ικανότητα των ΗΠΑ να προετοιμάζονται, εκπαιδεύοντας δυνάμεις και συσσωρεύοντας οπλικά συστήματα και πυρομαχικά, για αυτόν που χαρακτηρίζεται ως ο κύριος κίνδυνος για τις ΗΠΑ, δηλαδή μια πιθανή σύγκρουση με τους Κινέζους. Εν τω μεταξύ η Κίνα, έχει ενισχυθεί σημαντικά στρατιωτικά τα τελευταία χρόνια, ξεπερνώντας σε πολλά μέρη του κόσμου το αμερικανικό Nαυτικό. Αυτό σημαίνει πως υπάρχουν πολλές πιθανότητες η νέα κυβέρνηση Τραμπ να στραφεί από το ΝΑΤΟ και την Ευρώπη στον Ειρηνικό, ασκώντας, έτσι, αφόρητη πίεση στην Ευρώπη να αναλάβει τις όποιες ευθύνες της.
Με ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη, όπως η Ουγγαρία, να προσπαθούν να κερδίσουν την εύνοια του Τραμπ, και άλλα να κωλυσιεργούν, όσον αφορά το ζήτημα της αύξησης των αμυντικών τους δαπανών, το ΝΑΤΟ, υπό το νέο του γενικό γραμματέα, τον πρώην πρωθυπουργό της Ολλανδίας Μαρκ Ρούτε, «θα πρέπει να βάλει όλη του την ενέργεια ώστε να διατηρηθεί η συμμαχία ενωμένη με μορφή παρόμοια με τη σημερινή», είπε ο Εντ Αρνολντ του Royal United Services Institute, μιλώντας στους Times.
4. Το αυξανόμενο χρέος της Αμερικής
Ο τέταρτος περιορισμός που καλείται να διαχειριστεί στο πλαίσιο άσκησης της εξωτερικής πολιτικής ο Τραμπ είναι το αυξανόμενο δημόσιο χρέος των ΗΠΑ. Τώρα ανέρχεται σε 35 τρισεκατομμύρια δολάρια (123% του ΑΕΠ) και πολλοί προβλέπουν ότι θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο εάν ο Τραμπ μειώσει ξανά τους φόρους.
Δεδομένου ότι η πληρωμή των τόκων αντιστοιχεί στο 17% των κρατικών δαπανών, μια επιπλέον αύξηση θα μπορούσε να θέσει σε κίνδυνο τα πάντα, από τη βελτίωση της στρατιωτικής ετοιμότητας των αμερικανικών ενόπλων δυνάμεων έως την παροχή κινήτρων στις εταιρείες να επαναφέρουν τα εργοστάσια στην αμερικανική επικράτεια. Ειδικοί στα χρηματοοικονομικά κάνουν λόγο για «αχαρτογράφητα νερά» καθώς το χρέος συνεχίζει να αυξάνεται ενώ δεν αποκλείουν το ενδεχόμενο μιας νέας παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης.
Μεταξύ εκείνων στους οποίους βασίζονται οι ΗΠΑ για να χρηματοδοτούν το χρέος τους συγκαταλέγεται η Κίνα και κράτη του Κόλπου, όπως η Σαουδική Αραβία και τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα. «Συνυπολογίστε την αποδυνάμωση της στρατιωτικής επιρροής των ΗΠΑ και το αυξανόμενο χρέος και είναι προφανές γιατί μειώνεται η δυνατότητα της Αμερικής να καθορίζει τις εξελίξεις σε πολλά μέρη του κόσμου», συνοψίζει ο Μαρκ Ερμπαν.
5. Εμπορικός πόλεμος
Ο πέμπτος παράγοντας που θα καθορίσει την εξωτερική πολιτική του Ντόναλντ Τραμπ είναι ο επαπειλούμενος εμπορικός πόλεμος και το ενδεχόμενο αυτή η εξέλιξη να εκτροχιάσει ολόκληρο το πρόγραμμά του. Κατά τη διάρκεια της προεκλογικής εκστρατείας ο Τραμπ έκανε λόγο για δασμούς ύψους 60% σε κινεζικά προϊόντα και 20% σε προϊόντα από άλλες χώρες, εξέλιξη η οποία θα μπορούσε να είχε πάσης φύσεως δυσμενείς οικονομικές συνέπειες.
Μια τέτοια ενέργεια θα μπορούσε να επιφέρει εκ νέου αύξηση του πληθωρισμού στις ΗΠΑ, πυροδοτώντας συγχρόνως οικονομικά αντίποινα από άλλους και προκαλώντας σοβαρή ζημιά στις αλυσίδες εφοδιασμού των ΗΠΑ. «Νομίζω ότι πρέπει να είμαστε προσεκτικοί με τους δασμούς», προειδοποίησε ο ίδιος Ελον Μασκ στο podcast του Joe Rogan, «διαφορετικά σοκάρεται το σύστημα και καταρρέει», πρόσθεσε ο δισεκατομμυριούχος οπαδός/συνεργάτης του Τραμπ ο οποίος συνέβαλε σημαντικά στην επικράτησή του.
Δεδομένου ότι τα εργοστάσια της Tesla εξαρτώνται σημαντικά από τις ομαλές εμπορικές σχέσεις μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας, οι κίνδυνοι για τον Μασκ είναι προφανείς, οπότε θα μπορούσε εύλογα να σκεφτεί κανείς ότι ο λόγος του θα μπορούσε να έχει κάποια βαρύτητα.
«Οποιο κι αν είναι το αποτέλεσμα μιας ειρηνευτικής διαπραγμάτευσης στην Ουκρανία, μιας αντιπαράθεσης με το Ιράν ή ενός δασμολογικού πολέμου με την Κίνα, οι περιορισμοί στην αμερικανική ισχύ είναι προφανείς», γράφει ο Μαρκ Ερμπαν. «Το να επιβάλλεις τη θέλησή σου σε άλλα κράτη, ενώ ταυτόχρονα περιορίζεις τη στρατιωτική υποστήριξη φίλων, διεξάγεις έναν εμπορικό πόλεμο εναντίον σχεδόν όλων και αναμένεις γεωπολιτικοί αντίπαλοί σου να χρηματοδοτούν το χρέος σου είναι κάτι το εξαιρετικά δύσκολο. Το να καταστεί η Αμερική Ξανά Μεγάλη φαίνεται ακόμα πιο σκληρή αποστολή σήμερα από όσο ήταν το 2016», προσθέτει.