Φυσικά όλοι ή, έστω, οι περισσότεροι ευελπιστούν πως η Γαλλία και η Γερμανία θα μπορέσουν, τελικά, να ξεπεράσουν τα πολύ σοβαρά προβλήματα που αντιμετωπίζουν. Κανένας σε μια ολοένα και πιο αλληλεξαρτώμενη Ευρώπη (όχι μόνο οικονομικά και πολιτικά, αλλά και στην πραγματική, καθημερινή ζωή των πολιτών της) δεν μπορεί να σκέφτεται ότι θα μπορούσε να επωφεληθεί από τα βάσανα αυτών των δύο γιγάντων της ΕΕ. Ωστόσο για να διορθωθούν οι όποιες ανωμαλίες, αμφότερες οι χώρες θα πρέπει να αρχίσουν την κατάλληλη θεραπεία και αυτό προϋποθέτει την πλήρη κατανόηση των συμπτωμάτων αλλά και των αιτιών.
Κάνοντας τη δική του διάγνωση ο Πάολο Λέπρι, αρθρογράφος της ιταλικής Corriere della Sera, σημειώνει πως «τον πυρετό στη Γαλλία και στη Γερμανία τον προκάλεσαν η κρίση της αντιπροσώπευσης, τα λάθη στον τρόπο διακυβέρνησης και η απουσία πολιτικής ευθύνης», σε συνδυασμό, φυσικά, με «τα αναδυόμενα ή λανθάνοντα φαινόμενα δυσαρέσκειας που διαπερνούν τις κοινωνίες της εποχής μας».
Ο Λέπρι εστιάζει πρώτα στην αντιπροσώπευση, θυμίζοντας καταρχάς πως στη Γαλλία η κυβέρνηση του Εμανουέλ Μακρόν δεν κατέχει την απόλυτη πλειοψηφία στην εθνοσυνέλευση ενώ η κυβέρνηση του Ολαφ Σολτς είναι ένας συνασπισμός που προέκυψε αναγκαστικά ως συνέπεια της κατάρρευσης των «λαϊκών κομμάτων» του παρελθόντος.
Οσον αφορά τη Γαλλία, σημειώνει πως «το πείραμα του Μακρόν να δημιουργήσει έναν κεντρώο σχηματισμό από το τίποτα» έχει αναδείξει ξεκάθαρα όλους τους κινδύνους που ελλοχεύουν μακροπρόθεσμα. Οι Les Républicains, κλονισμένοι από μια μακρά εσωτερική διαμάχη για την εξουσία, στοχεύουν κυρίως στη δεξαμενή της μετριοπαθούς Δεξιάς, αλλά ανταγωνίζονται, συγχρόνως, την Ακροδεξιά. Η Εθνική Συσπείρωση της Μαρίν Λεπέν πληρώνει τις ασάφειές της, ειδικά όσον αφορά τις εξελίξεις στη διεθνή σκηνή ενώ το Nupes είναι «μια απίθανη συμμαχία μεταξύ των εριστικών ψυχών της Αριστεράς, που μονοπωλείται από τα κιτρινισμένα συνθήματα του Mελανσόν και των πιστών του», σύμφωνα, πάντα, με τον ιταλό δημοσιογράφο. Το ότι τα παραδοσιακά κόμματα ανήκουν αμετάκλητα στο παρελθόν αποτελεί γεγονός, ωστόσο κανένας δεν ενδιαφέρθηκε καν εξετάσει αυτήν την γενική παρακμή.
Σχετικά με τη Γερμανία (όπου ο Λέπρι έζησε και εργάστηκε ως ξένος ανταποκριτής) σημειώνει πως, όποιος γνωρίζει τη χώρα, αντιλαμβάνεται αμέσως ότι η Χριστιανοδημοκρατική Ενωση (CDU) και το Σοσιαλδημοκρατικό Κόμμα (SPD), σε αντίθεση με τον παρελθόν, «δεν αποτελούν πλέον σε καμία περίπτωση έκφραση της κοινωνίας». Οι Πράσινοι, αν και σημείωσαν σημαντικές επιτυχίες, «δεν κατάφεραν ποτέ να καθιερωθούν ως πραγματική εναλλακτική επιλογή παρά τη θετική τους πορεία προς τον ρεαλισμό». Οι φιλελεύθεροι Ελεύθεροι Δημοκράτες (FDP) εξακολουθούν να είναι ιδιαίτερα «pro-business», το Die Linke «παραπαίει και κυβερνά ιδεολογικά σε τοπικό επίπεδο», η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) «έχει πλέον πετάξει τη μάσκα, επιλέγοντας την αντι-δημοκρατία». Εχοντας καταλήξει να μην επιδιώκουν να είναι «επαγγελματίες», οι πολιτικοί της Γερμανίας καθιστούν πιο δύσκολη την επιλογή των ψηφοφόρων, υπονομεύοντας, έτσι, έμμεσα την ικανότητά τους να επιδρούν με την ψήφο τους.
«Εάν αυτά τα δύο σκηνικά έχουν κάποιο κοινό στοιχείο, παρά τις όποιες διαφορές τους, τα προβλήματα που προκαλούνται στη Γαλλία και τη Γερμανία από λάθη στον τρόπο διακυβέρνησης, προκύπτουν από δύο αντίθετες επιλογές: την αποφασιστικότητα και την αναποφασιστικότητα», συνοψίζει ο Πάολο Λέπρι.
Στη Γαλλία η υπόθεση της μεταρρύθμισης του συνταξιοδοτικού συστήματος, με την απόφαση να αυξηθεί το όριο ηλικίας συνταξιοδότησης από τα 62 στα 64, σημαδεύτηκε από την αδυναμία ή την απροθυμία του Μακρόν και της κυβέρνησής του να ακούσουν τη γνώμη των άμεσα ενδιαφερόμενων και να κατανοήσουν τις αλλαγές στην κοινωνία.
Ο ιταλός αναλυτής προβλέπει πως «με όποιον τρόπο και αν τελειώσει το παιχνίδι, ο κίνδυνος είναι τα μελλοντικά βιβλία της Ιστορίας να μην αναφέρουν ότι ήταν “θεμελιώδες”, όπως ισχυρίζεται ο Economist, να αναθεωρηθεί ένα σύστημα κοινωνικής ασφάλισης για το οποίο δαπανάται το 14% του ΑΕΠ (σχεδόν διπλάσιο από τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ) αλλά κυρίως να θυμίζουν το γεγονός ότι ο γάλλος πρόεδρος αποφάσισε να κάνει χρήση της παραγράφου 3 του άρθρου 49 του Συντάγματος του 1958 (που έχει ήδη χρησιμοποιηθεί αρκετές φορές στο παρελθόν) εγκρίνοντας τη διάταξη χωρίς την ψήφο του κοινοβουλίου. Και ίσως, στα ίδια τα βιβλία της Ιστορίας, να υπάρχει χώρος για μια εικόνα της αναταραχής που συγκλονίζει μια θυμωμένη χώρα», γράφει ο Λέπρι, υποστηρίζοντας πως το πρόβλημα της Γαλλίας στην προκειμένη περίπτωση έγκειτο στην «ακατάλληλη αντίληψη» της έννοιας της ηγεσίας.
Αντιθέτως στη Γερμανία, η ηγεσία «είναι αυτό που λείπει έως σήμερα από την περιπέτεια του Ολαφ Σολτς στην καγκελαρία». Ενας συνασπισμός «φανάρι» (SPD, Πράσινοι και Φιλελεύθεροι), όπως αυτός που προέκυψε μετά τις γερμανικές εκλογές του 2021 «κατά την πρώτη του δοκιμασία σε εθνικό επίπεδο, θα χρειαζόταν μια προγραμματική συμφωνία που θα τηρούνταν μέχρι την τελευταία λεπτομέρεια και ένας επικεφαλής με ιδιαίτερη ικανότητα ηγεσίας». Ομως η πραγματικότητα, σήμερα, είναι πολύ διαφορετική.
Είναι αλήθεια πως ο πρώην δήμαρχος του Αμβούργου βρέθηκε πολύ γρήγορα αντιμέτωπος με φλέγοντα ζητήματα (όπως ο πόλεμος στην Ουκρανία, η προμήθεια του Κιέβου με όπλα, η αύξηση του ενεργειακού κόστους, ο πληθωρισμός) αλλά «υιοθετούσε πάντα την γραμμή της αναβολής, κάνοντας τις καθυστερημένες επιλογές του, όταν η κατάσταση ήταν εκτός ελέγχου και μην καταφέρνοντας ποτέ να μπλοκάρει τις εντάσεις μεταξύ των μελών της παράταξης που τον στηρίζει», εξηγεί ο Λέπρι, σημειώνοντας πως και η Ανγκελα Μέρκελ αρεσκόταν να αναμένει, ήταν αναμφίβολα ειδήμων στην αναμονή, αλλά η πρώην καγκελάριος της Γερμανίας ήταν σε θέση να αναγνωρίζει πότε ήταν η κατάλληλη στιγμή για δράση.
Ολοκληρώνοντας την ανάλυσή του ο αρθρογράφος της Corriere θίγει το ζήτημα της απουσίας πολιτικής ευθύνης. Σημειώνει πως στον «σημερινό κόσμο είναι ολοένα λιγότερο λογικό να τροφοδοτούμε συγκρούσεις που συνδέονται με εθνικά συμφέροντα, γνωρίζοντας ότι η υποχρεωτική πορεία δεν μπορεί παρά να είναι μόνον ευρωπαϊκή». Αναφέρεται ενδεικτικά στη θέση των Γάλλων όσον αφορά τη χρήση της πυρηνικής ενέργειας (το Παρίσι τάσσεται υπέρ) και σε εκείνη των Γερμανών (παρά τον συμβιβασμό που επιτεύχθηκε) σχετικά με την απαγόρευση πώλησης βενζινοκίνητων και πετρελαιοκίνητων αυτοκινήτων από το 2035. «Η αποδυνάμωση της Ευρώπης μέσω της προώθησης εθνικών συμφερόντων δεν είναι ποτέ συνετή […] Και η σύγκρουση στο εσωτερικό για τα πάντα, σε μια συνεχή προεκλογική εκστρατεία, μειώνει την ισχύ μιας χώρας», καταλήγει ο Πάολο Λέπρι.