Η Ελίζαμπεθ Τέιλορ και ο Ρίτσαρντ Μπάρτον είναι το πιο διάσημο ζευγάρι ηθοποιών που παντρεύτηκε το 1964, χώρισε μετά από δέκα χρόνια και ξαναπαντρεύτηκε το 1975, πριν χωρίσει, οριστικά αυτή τη φορά, τον επόμενο χρόνο. Υπάρχουν όμως και άλλα ζευγάρια που έδωσαν τροφή στα πρωτοσέλιδα των ταμπλόιντ με τους φουρτουνιασμένους γάμους τους. Θέλετε παραδείγματα; Η Νάταλι Γουντ ήταν μόλις 18 ετών όταν παντρεύτηκε για πρώτη φορά τον Ρόμπερτ Βάγκνερ, το 1957. Χώρισαν το 1961 αλλά ξαναπαντρεύτηκαν δέκα χρόνια αργότερα.
Η Πάμελα Αντερσον παντρεύτηκε τον Ρικ Σάλομον το 2007. Ο πρώτος γάμος τους κράτησε μόλις έναν χρόνο, αλλά το ζευγάρι ξαναπαντρεύτηκε το 2014. Η Μέλανι Γκρίφιθ, πάλι, και ο Ντον Τζόνσον έμειναν παντρεμένοι μόνο για έξι μήνες, το 1976. (Να σημειωθεί ότι είχαν γνωριστεί όταν εκείνη ήταν 14 ετών και εκείνος 22.) Αλλά ξαναπαντρεύτηκαν το 1989, για να ξαναχωρίσουν, οριστικά αυτή τη φορά, τρία χρόνια αργότερα.
Οσο για τον Ελον Μασκ και την Ταλούλα Ρίλεϊ, παντρεύτηκαν το 2010, χώρισαν το 2012 και ξαναπαντρεύτηκαν έναν χρόνο αργότερα, για να ξαναχωρίσουν το 2014.
Δεν είναι, βέβαια, κάτι που κάνουν μόνο οι σελέμπριτι. Το ίδιο συμβαίνει και σε ανώνυμα ζευγάρια παντού στον κόσμο. Τις περισσότερες φορές αυτοί οι επαναλαμβανόμενοι γάμοι (διασήμων ή ανωνύμων) αποτυγχάνουν. Οχι όμως πάντα. Η «Δικαστής Τζούντι», για παράδειγμα, η διάσημη τηλεπερσόνα Τζούντιθ Σέιντλιν, που έκανε δεύτερη καριέρα με ένα πολύ πετυχημένο δικαστικό ριάλιτι, παντρεύτηκε τον Τζέρι Σέιντλιν το 1977. Χώρισαν το 1990 αλλά ξαναπαντρεύτηκαν έναν χρόνο αργότερα και σήμερα ζουν στη Φλόριντα μαζί με τα τρία σκυλιά τους.
Το ίδιο και η Μαρί Οσμοντ, ηθοποιός και τραγουδίστρια του συγκροτήματος The Osmonds, η οποία παντρεύτηκε τον Στιβ Κρεγκ για πρώτη φορά το 1982, χώρισαν το 1985 και ξαναπαντρεύτηκαν το 2011. Το 2019, μιλώντας στο περιοδικό People, η Οσμοντ είπε: «Το θέμα με έναν δεύτερο γάμο είναι ότι συνειδητοποιείς πως πράγματα που νόμιζες ότι ήταν πολύ σημαντικά, δεν είναι».
Ακριβή στοιχεία για τη συχνότητα των διαζυγίων που οδηγούν σε δεύτερο γάμο των πρώην συζύγων δεν υπάρχουν, γράφει στους New York Times ο Ερικ Β. Κόπατζ. Αλλά η έρευνα δείχνει ότι αυτοί οι γάμοι είναι σχετικά σπάνιοι. Μια μικρή μελέτη που δημοσιεύθηκε το 2001 στο Journal of Divorce and Remarriage υπολογίζει τον αριθμό τους σε περίπου 10%, ενώ σε μια έρευνα με λίγο περισσότερους από 1.000 συμμετέχοντες, η Νάνσι Κάλις, πρώην ομότιμη καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο της Καλιφόρνιας, στο Σακραμέντο, ανέφερε το ποσοστό 6%.
«Το προφανές μειονέκτημα είναι όλα όσα κουβαλούν μέσα τους» λέει στους New York Times η Κάθριν Φορντ, ψυχίατρος ειδικευμένη στη θεραπεία ζεύγους, στο Μένλο Παρκ της Καλιφόρνιας. «Οι απόψεις και τα συναισθήματά τους ίσως είναι πολύ σημαντικά, αφού ήταν ικανά να τους οδηγήσουν σε χωρισμό» υπογραμμίζει.
Αλλά μερικές φορές τα ζευγάρια χωρίζουν για λόγους που, εκ των υστέρων, δεν τους φάνηκαν τόσο τρομεροί: «Μερικά χρόνια αργότερα συνειδητοποίησαν ότι το διαζύγιο “δεν ήταν η μόνη επιλογή που είχαμε”» λέει η δρ Φορντ. θα μπορούσαν να είχαν κάνει κάτι άλλο αντί να χωρίσουν.
Πριν γράψει το σχετικό άρθρο στους New York Times, ο Ερικ Β. Κόπατζ μίλησε με περίπου 30 ζευγάρια. Πώς και γιατί παντρεύτηκαν, τι τους οδήγησε σε διαζύγιο και γιατί ξαναπαντρεύτηκαν; Οι λόγοι είναι πολλοί και διαφορετικοί. Για παράδειγμα, οι διαφορετικές αξίες με τις οποίες έχουν μεγαλώσει οι δυο σύζυγοι μπορεί να οδηγήσουν το ζευγάρι σε μεγάλες συγκρούσεις, ενώ το λεγόμενο σύνδρομο της άδειας φωλιάς (όταν τα παιδιά μεγαλώνουν και φεύγουν από το σπίτι) μπορεί να τους κάνει να συνειδητοποιήσουν ότι δεν έχει μείνει τίποτα για να μοιραστούν.
Ομως αν οι λόγοι δεν είναι τόσο σοβαροί όσο πίστεψαν κάποτε και τύχει να ξανασυναντηθούν, πιο ώριμοι πλέον, μπορεί να δώσουν μια δεύτερη ευκαιρία στη σχέση τους. Η θεραπεία ζεύγους, εξάλλου, βοηθάει τα ζευγάρια να επικοινωνούν καλύτερα μεταξύ τους. Ιδού μερικά παραδείγματα:
Σύγκρουση αξιών
Η Λέσλι Λισμπόνα περιέγραψε στους New York Times την αρχική φάση του πρώτου γάμου της με τον Βαλ Νασίρι ως «μια επέκταση του μήνα του μέλιτος». Αλλά η Λέσλι είναι εβραία και ο Βαλ μουσουλμάνος. Και καθώς η οικογένειά τους μεγάλωνε, ξεκινώντας με τη γέννηση του πρώτου από τους δύο γιους τους, η σχέση τους άρχισε να διαλύεται. Ο λόγος; Οι διαφορετικές αξίες του ζευγαριού.
«Πιστεύαμε ότι ήμασταν συγχρονισμένοι πολιτιστικά, αλλά στην πραγματικότητα αυτό δεν ίσχυε» είπε η Λισμπόνα. «Αρχίσαμε να βλέπουμε ότι υπήρχαν τεράστιες διαφορές στον τρόπο της ανατροφής μας και στις προσδοκίες μας από τη ζωή».
Το τελευταίο διάστημα, μέχρι την οριστικοποίηση του χωρισμού τους, μιλούσαν μόνο μέσω των δικηγόρων τους, όταν όμως υπέγραψαν τα χαρτιά του διαζυγίου αγκαλιάστηκαν, μη έχοντας πια τίποτα για να τσακωθούν. Πέντε χρόνια αργότερα ξαναπαντρεύτηκαν, διαπιστώνοντας ότι στην πραγματικότητα ήταν και οι δύο κοσμικοί και η πρόθεση της κυρίας Λισμπόνα δεν ήταν να επιβάλει στον άνδρα της τις διάφορες εβραϊκές τελετουργίες και γιορτές, σαν κατήχηση. «Είμαι επίσης κοσμική» είπε η Λισμπόνα, διευκρινίζοντας: «Δεν πιστεύω στον Θεό. Πιστεύω στην παράδοση και στις τελετουργίες που μας φέρνουν κοντά».
Ξεπερνώντας το σύνδρομο της άδειας φωλιάς
Ο Λάρι Σάσμαν και η Λόρεν Στέρλινγκ αποδίδουν την επανασύνδεση μετά το διαζύγιό τους σε κάποια υπερφυσική δύναμη ή σε έναν «προβληματικό» υπάλληλο της Ταχυδρομικής Υπηρεσίας των ΗΠΑ. Το ζευγάρι γνωρίστηκε το 2004 στο Match.com, ενώ βρίσκονταν και οι δύο σε διαδικασία διαζυγίου από τους πρώην συζύγους τους. Τα δυο αγόρια του Σάσμαν, τότε 12 και 14 ετών, και τα δύο κορίτσια της Στέρλινγκ, 13 και 17 ετών, συνδέθηκαν τόσο αβίαστα που το ζευγάρι αποφάσισε τη συγχώνευση των δύο οικογενειών κάτω από την ίδια στέγη.
Παντρεύτηκαν το 2005 και επτά χρόνια αργότερα ξεκίνησαν τη διαδικασία του διαζυγίου. «Ηταν ένας γάμος με επίκεντρο την οικογένεια» είπε η Στέρλινγκ. «Οταν όλα τα παιδιά πήγαν στο κολέγιο μείναμε μόνοι μας, με έναν-δυο σκύλους». Οσο ήταν παντρεμένοι την προσοχή τους τραβούσαν ολοκληρωτικά οι δουλειές και οι έφηβοι που γέμιζαν το σπίτι. Ο Σάσμαν πίστευε, βέβαια, ότι όλα ήταν καλά για τη Στέρλιγκ, όμως έλειπε πια «η συναισθηματική μας σχέση», ο αρχικός λόγος που τους είχε κάνει να παντρευτούν.
Δύο χρόνια μετά το διαζύγιό τους, ένα μεγάλο πακέτο για τον γιο του Σάσμαν, που εστάλη στο σπίτι της Στέρλινγκ, έγινε αφορμή για να ξανασυναντηθούν. «Υπήρξε και πάλι χημεία» μεταξύ τους, διασκέδασαν πολύ και άρχισαν να βγαίνουν ξανά. «Πάντα ένιωθα ότι το διαζύγιο ήταν λάθος, ότι η Λόρεν και εγώ έπρεπε να είμαστε μαζί» είπε ο Σάσμαν.
Καθυστέρησαν να παντρευτούν για δεύτερη φορά: «Είμαστε μαζί γιατί αγαπάμε ο ένας τον άλλον, όχι για ένα κομμάτι χαρτί» εξήγησε Στέρλινγκ και πρόσθεσε: «Νομίζω ότι και οι δύο έπρεπε να ωριμάσουμε με τον δικό μας τρόπο για να είμαστε πρόθυμοι να δεχτούμε το άλλο άτομο». Είπε ακόμη ότι «δεν το παρακάνουμε με έντονες συναισθηματικές συζητήσεις, αλλά μοιραζόμαστε και συνδεόμαστε».
Ο τρίτος γάμος ήταν γούρικος
Η Τζιν και ο Ρόνι Μπάρνετ έχουν παντρευτεί, χωρίσει και ξαναπαντρευτεί, όχι δύο, αλλά τρεις φορές μεταξύ τους. Και φαίνεται ότι ο τρίτος γάμος τους, το 2020, είναι ο γουρλίδικος…
Γνωρίστηκαν σε ένα πάρτι γενεθλίων στο Νορθ Λιτλ Ροκ του Αρκανσο το 1977, όταν εκείνη ήταν 17 και εκείνος 19 ετών. Παντρεύτηκαν δύο χρόνια αργότερα. Μετακόμισαν σε άλλη πόλη, όπου αγόρασαν ένα κτήμα με σκοπό να χτίσουν ένα σπίτι. Στο μεταξύ έμεναν σε ένα ξεχαρβαλωμένο τροχόσπιτο.
Ο Ρόνι έλειπε όλη την ημέρα στη δουλειά του (μηχανικός σιδηροδρόμων) και άφηνε ολομόναχη τη Τζιν, που δεν γνώριζε κανέναν στην περιοχή και ένιωθε πολύ μακριά από τη μητέρα της, παρότι το πατρικό της απείχε μόλις 40 λεπτά με το αυτοκίνητο.
Χώρισαν το 1980, έχοντας από κοινού την επιμέλεια του σκύλου, κάτι που στην ουσία υπήρξε η αφορμή για να μην απομακρυνθούν μεταξύ τους. Ξαναπαντρεύτηκαν το 1981 και το 1982 απέκτησαν μια κόρη και το 1984 έναν γιο. Το 1994 μετακόμισαν στο Σέρινταν, όπου έμειναν 10 χρόνια, έως ότου η σχέση τους διαλύθηκε εντελώς. Η κυρία Μπάρνετ άρχισε να εργάζεται για τη σχολική περιφέρεια και έκανε πολλούς υπέροχους φίλους, που όμως δεν ταίριαζαν στον σύζυγό της, ενώ και σε εκείνη δεν άρεσαν οι δικοί του φίλοι.
Οταν τα παιδιά τους πήγαν στο κολέγιο το ζευγάρι χώρισε και επικοινωνούσαν μόνο σε εκδηλώσεις των παιδιών τους. Το 2013 η κόρη τους, που ζούσε στο Χιούστον, κάλεσε τους γονείς της να την επισκεφθούν για τη γέννηση του πρώτου της παιδιού. Η Τζιν και ο Ρόνι ταξίδεψαν μαζί και έκτοτε δεν έπαψαν να μιλούν εγκάρδια.
Η Τζιν είχε ξαναπαντρευτεί το 2010 και ο Ρόνι είχε κοπέλα. Συνειδητοποίησαν όμως ότι εξακολουθούσαν να τρέφουν τρυφερά συναισθήματα ο ένας για τον άλλον. Την άνοιξη του 2020 η Τζιν χώρισε από τον τότε σύζυγό της και το φθινόπωρο του ίδιου έτους παντρεύτηκε ξανά τον Ρόνι.
«Εμαθα ότι οι εξωτερικές επιρροές δεν έχουν καμία σημασία» είπε στους New York Times. «Εκείνος πηγαίνει για μπύρες με κάποιους παλιούς φίλους από τη δουλειά του και εγώ τρώω με τις φίλες μου. Αλλά κατά τα άλλα είμαστε οι δυο μας, αυτός και εγώ».
Με τη βοήθεια της ψυχοθεραπείας
Η Ελενα Σιρινιάνο είχε γνωρίσει τον Τζον Χέις όταν ήταν ένας ατημέλητος έφηβος. Συναντήθηκαν ξανά όταν εκείνος ήταν 24 ετών – και όπως αποδείχτηκε, επτά χρόνια νεότερός της. Τρεις μήνες αργότερα άρχισαν να συζούν. Ο Χέις ήταν διευθυντής στο Van Winden’s Garden Center, ένα φυτώριο και κέντρο κήπου στη Νάπα, και η Σιρινιάνο σεφ, πρόεδρος τμήματος και συντονίστρια προγράμματος στο Napa Valley College.
«Μπορούσε να με καταλάβει συναισθηματικά σε οτιδήποτε συζητούσαμε» είπε ο Χέις. «Πολύ σημαντικό, επίσης, είναι ότι είχαμε ήδη σχέσεις προηγουμένως, που μας έκαναν να μένουμε πίσω, και να σκεφτούμε ποιες είναι οι αξίες μας και πώς μπορούμε να ανταποκριθούμε σε αυτές όσο είμαστε σε σχέση» πρόσθεσε.
Αλλά σε όλη τη διάρκεια του 12χρονου γάμου τους, που ξεκίνησε το 1999, υπήρχε ένταση μεταξύ τους με διάφορες αφορμές, όπως ζητήματα οικογενειακά, καριέρας και απασχόλησης, αλλά και θέματα υγείας. Οταν μετακόμισαν στην πόλη Σμίρνα του Ντέλαγουερ τα πράγματα άρχισαν να πηγαίνουν χειρότερα. «Η καριέρα του απογειώθηκε ενώ η δική μου έπιασε πάτο» είπε η Σιρινιάνο, που είχε φύγει «από τον κόσμο της κορυφαίας γαστρονομίας της Νάπα και το καλύτερο που μπορούσα να έχω ήταν τραπέζια σε ξενοδοχείο».
Το 2008 ο 49χρονος Χέις διαγνώστηκε με λέμφωμα Χότζκιν και η Σιρινιάνο έπρεπε να προσθέσει στις ευθύνες της και τη φροντίδα του συζύγου της. Στα τέλη του 2010 ήταν πλέον «ψυχολογικά και συναισθηματικά αποξενωμένοι μεταξύ τους». Το διαζύγιό τους βγήκε τον Φεβρουάριο του 2012.
Η θεραπεία ζεύγους τούς βοήθησε στη συνέχεια να συνεργαστούν πιο αποτελεσματικά για να μεγαλώσουν την κόρη τους Ταλούγια, η οποία ήταν εννιά ετών. Αλλά επίσης τους βοήθησε να επικοινωνούν καλύτερα μεταξύ τους, να ακούν ο ένας τον άλλον, αλλά και να σέβονται τα συναισθήματά τους, ενώ, όπως είπε η Σιρινιάνο, η θεραπεία έφερε στο φως τη ρίζα ορισμένων δικών της συμπεριφορών.
Στα τέλη του 2013 ένιωσαν ότι είχαν ξαναφτιάξει τη σχέση τους και αποφάσισαν να μετακομίσουν ξανά μαζί. Πέντε χρόνια αργότερα, ξαναπαντρεύτηκαν.
Μια δεύτερη ευκαιρία για τη «διόρθωση ενός παλιού λάθους»
Η Ντόουν και ο Μπάρι Σκότσιλακ είναι 58 ετών και γνωρίζονται από το Δημοτικό. Παντρεύτηκαν για πρώτη φορά το 1985, όταν ο Μπάρι επέστρεψε από τη θητεία του στην Πολεμική Αεροπορία. Αλλά μετά από έναν χρόνο χώρισαν. Φιλικά. «Δεν υπήρχαν προβλήματα ακραίου αλκοολισμού, κακοποίησης ή καυγάδες για χρήματα» είπε η κυρία Σκότσιλακ. Απλώς, ο Μπάρι άφησε τη συντηρητική αγροτική ζωή για τις παρέες με φίλους του εργένηδες που «γυμνάζονταν με βάρη, έπαιζαν μπάλα και πήγαιναν σε μπαρ».
Τις επόμενες τρεις δεκαετίες υπέφεραν και οι δύο. Μετά από ένα δεύτερο διαζύγιο, η Ντόουν παντρεύτηκε και πάλι, αλλά ο τρίτος σύζυγός της πέθανε από καρκίνο μετά από δυόμισι χρόνια γάμου. Αποτυχημένοι ήταν, αντίστοιχα, και οι γάμοι του Μπάρι.
Μια μέρα, η μεγαλύτερη αδελφή του τον προκάλεσε να στείλει αίτημα φιλίας στο Facebook στην Ντόουν. Το έκανε από περιέργεια, αλλά πέρασαν δύο μήνες χωρίς απάντηση. «Η πρώτη μου αντίδραση ήταν, γιατί θέλει να γίνει φίλος μου;» είπε στους New York Times η κυρία Σκότσιλακ, και αποκάλυψε πως φοβήθηκε ότι ίσως ο πρώην της ήθελε να την εκδικηθεί επειδή τον είχε αφήσει.
Αλλά μια μέρα ένιωσε τόσο μεγάλη μοναξιά όσο ποτέ άλλοτε στη ζωή της. Και του απάντησε. Οταν συναντήθηκαν ξανά, το 2016, και εκείνος την αγκάλιασε, ένιωσε σαν να τη διαπερνούσε ηλεκτρικό ρεύμα. Εναν χρόνο αργότερα ξαναπαντρεύτηκαν. Γιατί;
«Για να διορθώσουμε ένα παλιό λάθος» είπε η Ντόουν Σκότσιλακ. «Του το λέω ξανά και ξανά πόσο απίστευτα σπάνιο είναι να έχεις την ευκαιρία να διορθώσεις ένα λάθος. Το να έχεις την ευκαιρία να κάνεις μια επανάληψη δεν είναι παρά ένα θαύμα».