Τα ηλεκτρονικά τσιγάρα με πλήρωση υγρού, τα οποία χρησιμοποιούν μία μέθοδο θέρμανσης για να μετατρέπουν το υγρό σε ατμό και να μιμούνται το τσιγάρο, εφευρέθηκαν στην Κίνα στις αρχές του 2000 από τον Χον Λικ, έναν χημικό που αναζητούσε νέους τρόπους να ικανοποιήσει την αστείρευτη δίψα του για νικοτίνη. Στόχος του ήταν να λαμβάνει νικοτίνη, όμως να μην κινδυνεύει να πεθάνει από καρκίνο του πνεύμονα. Ουδείς γνωρίζει αν τα κατάφερε, αυτό θα φανεί σε 20 χρόνια.
Οπως γράφει η Wall Street Journal (WSJ), «η σκέτη νικοτίνη που έχουν τα ηλεκτρονικά τσιγάρα είναι πολύ λιγότερο επιβλαβής για τους καπνιστές από τη νικοτίνη μαζί με όλα τα υπόλοιπα χημικά που απελευθερώνονται από την καύση του καπνού στο τσιγάρο. Επιστημονικές μελέτες έχουν επιβεβαιώσει ότι υπάρχουν πολύ χαμηλότερα επίπεδα επικίνδυνων χημικών ουσιών στον ατμό των ηλεκτρονικών τσιγάρων σε σχέση με τα συμβατικά και λιγότεροι βιοδείκτες που προκαλούν βλάβη στον οργανισμό των ατμιστών, σε σχέση πάντα με τους καπνιστές». Οχι όμως σε σχέση με όσους ούτε ατμίζουν ούτε καπνίζουν.
Σε κάποιες χώρες επικρατεί η άποψη ότι το άτμισμα είναι το μέσο για τη διακοπή του καπνίσματος. Σε κάποιες άλλες ότι είναι η αρχή για να ξεκινήσει κάποιος αργότερα το τσιγάρο.
Οπως όμως συμβαίνει με τα ναρκωτικά και την πορνεία, ο επιστημονικός και πολιτικός διάλογος θα πρέπει να γίνει προς την κατεύθυνση της «μείωσης της βλάβης», αναφέρει στο άρθρο της η WSJ. Η ιδέα να νομοθετηθούν οι βλαβερές συνήθειες, ώστε να ελέγχονται και να είναι πιο ασφαλείς για τους πολίτες, είναι πολύ καλύτερη από την απαγόρευσή σε όλες τις περιπτώσεις.
Αυτό άλλωστε έγινε ξεκάθαρο την εποχή της ποτοαπαγόρευσης. Τα προϊόντα με αλκοόλ που διακινούνταν παράνομα ήταν επικίνδυνα, η εγκληματικότητα και το παραεμπόριο είχαν αυξηθεί, τα κράτη έχαναν φόρους και ο πληθυσμός που εθιζόταν στο αλκοόλ αυξανόταν σε όλον τον κόσμο. Μέχρι που έγινε νόμιμο, δημιουργήθηκαν κλινικές απεξάρτησης, κυκλοφόρησαν πιο ασφαλή προϊόντα. Τα νομικά «όρια» είχαν κάνει το σωστό.
Και στη Βρετανία αλλά και στις ΗΠΑ υπάρχει ταχύτατη αύξηση του ρυθμού εμφάνισης ατμιστών, που συνέπεσε με την ταχεία μείωση των ποσοστών καπνίσματος, ειδικά στις νέες ηλικίες. Και ενώ όλα αυτά είναι γνωστά, υπάρχει μία έντονη αντίθεση μεταξύ των δύο χωρών, όσον αφορά τον τρόπο με τον οποίο οι υγειονομικές αρχές διαχειρίζονται το ηλεκτρονικό τσιγάρο και κατ’ επέκταση την ασφάλεια των πολιτών τους.
Βρετανία vs ΗΠΑ
Στη Βρετανία το άτμισμα έχει να κάνει αποκλειστικά με τη νικοτίνη και όχι με τα ναρκωτικά. Είναι κοινωνικά αποδεκτό και το χρησιμοποιούν κυρίως οι μικρότεροι σε ηλικία. Λιγότερο από το 1% των ατμιστών είναι άνθρωποι που δεν ήταν πρώην καπνιστές, δηλαδή ελάχιστοι είναι αυτοί που ξεκίνησαν τη βλαβερή συνήθεια με το άτμισμα.
Σήμερα, στη Βρετανία υπάρχουν 3,6 εκατομμύρια ατμιστές και 5,9 εκατομμύρια καπνιστές. Κάποιοι από αυτούς ανήκουν και στις δύο κατηγορίες, δηλαδή εκεί που ατμίζουν, ανάβουν και ένα τσιγάρο.
Λόγω της εμπιστοσύνης που έχουν ιστορικά στην κυβέρνησή τους οι Βρετανοί άφησαν το παραδοσιακό τσιγάρο και για να ικανοποιήσουν τον εθισμό τους στη νικοτίνη ξεκίνησαν το ηλεκτρονικό. Σύμφωνα με όσα είχε ανακοινώσει η βρετανική κυβέρνηση, το άτμισμα είναι 95% πιο ασφαλές από το κάπνισμα. Επίσης, μελέτη που έγινε από το βρετανικό ΕΣΥ, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι 70.000 καπνιστές κόβουν κάθε χρόνο το τσιγάρο με τη βοήθεια του ηλεκτρονικού τσιγάρου.
Σε αντίθεση, στις ΗΠΑ το άτμισμα με υγρά αναπλήρωσης ενοχοποιείται για 33 θανάτους και για την πρόκληση σοβαρών πνευμονικών νοσημάτων σε 1.500 ανθρώπους. Παράλληλα, το ηλεκτρονικό τσιγάρο έχει προκαλέσει την οργή του Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) και του προέδρου Ντόναλντ Τραμπ.
Οι διαφορετικές εμπειρίες στις δύο χώρες αναμένεται να δημιουργήσουν και διαφορετικές πολιτικές. Βέβαια, στις ΗΠΑ, όπως αναφέρει το CDC, τα περισσότερα περιστατικά που νόσησαν ήταν επειδή τοποθέτησαν χασισέλαιο στο ηλεκτρονικό τσιγάρο, αντί για τον κανονικό υγρό πλήρωσης. Επίσης, στις ΗΠΑ τα υγρά περιέχουν τριπλάσια ποσότητα νικοτίνης από ό,τι στη Βρετανία, όπου το όριο είναι 2% της εθιστικής ουσίας.
Στη Βρετανία υπάρχει έλεγχος πριν από την κυκλοφορία οποιουδήποτε προϊόντος, κατά τον οποίο η εταιρεία διάθεσης θα πρέπει έξι μήνες πριν την κυκλοφορία του να καταθέσει πιστοποιητικά ασφαλείας που διέπονται από τους νόμους, μεταξύ των οποίων βρίσκονται τοξικολογικά τεστ από ανεξάρτητα εργαστήρια, ελέγχους στις μπαταρίες των προϊόντων, τις συσκευασίες, κ.ά. Στις ΗΠΑ δεν υπάρχει τίποτα από αυτά ως προαπαιτούμενο για την κυκλοφορία ενός προϊόντος ατμίσματος.
Πρόσφατα η αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) πρότεινε να θεσπιστεί πλαίσιο ελέγχου για τα ηλεκτρονικά τσιγάρα, όμοιο με αυτό της Βρετανίας, καθώς θεωρείται ιδιαίτερα επιτυχημένο.
Φυσικά καμία χώρα δεν έχει επιτύχει το «τέλειο». Στη Βρετανία, η βιομηχανία ατμίσματος συμφωνεί ότι κάποιοι περιορισμοί λειτουργούν προληπτικά ως σωτήριες παρεμβάσεις. Η Philip Morris International, για παράδειγμα, η οποία έχει αναπτύξει και διαθέτει στην αγορά τα θερμαινόμενα προϊόντα καπνού IQOS, έρχεται να ανταγωνιστεί και να αντικαταστήσει τα κλασικά τσιγάρα με τις ράβδους που εξατμίζουν την υγρασία του καπνού, αλλά δεν τον καίνε.
Μάλιστα, έχει υιοθετήσει το μήνυμα «για ένα μέλλον χωρίς τσιγάρο» και στόχος της είναι να προωθήσει τη διακοπή καπνίσματος μέσω της αντικατάστασης του τσιγάρου με IQOS, όμως η νομοθεσία απαγορεύει τη διαφήμιση και στη Βρετανία και στις ΗΠΑ και είναι δύσκολο να επιτευχθεί κάτι τέτοιο βραχυπρόθεσμα.
Βέβαια, η μείωση των βλαβερών συνεπειών ή μείωση της βλάβης, όπως λέγεται, δεν είναι κάτι που πείθει εύκολα τις αρχές δημόσιας υγείας, καθώς στη συγκεκριμένη περίπτωση σημαίνει προώθηση συμπεριφορών που μπορεί να εξακολουθήσουν να είναι επιβλαβείς.
Οι Βρετανοί ήταν πάντα πρωτοπόροι σε θέματα πρόληψης υγείας και μείωσης της βλάβης. Το 1980 για παράδειγμα, ήταν η πρώτη και μοναδική χώρα που έδωσε στους χρήστες ηρωίνης βελόνες μίας χρήσης, ώστε να μειωθεί η μετάδοση του HIV. Ενέργεια που είχε κατακριθεί από πολλές χώρες, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ, όμως τελικά το πρόγραμμα πέτυχε και το παράδειγμά της ακολούθησαν και άλλες, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα.
Εναν αιώνα μετά την ποτοαπαγόρευση και αρκετές άλλες κακές συνήθειες που υιοθετούν οι λαοί, ΗΠΑ και Βρετανία έχουν μάθει καλά ένα μάθημα: ότι η δημόσια υγεία και ασφάλεια είναι καλύτερη όταν οι κυβερνήσεις αντιμετωπίζουν τις κακές συνήθειες ως προβλήματα προς ρύθμιση και όχι ως δαίμονες που πρέπει να εξαφανίσουν μέσω της απαγόρευσης. Συμφώνησαν όμως προηγουμένως και απαγορεύουν αυστηρά το παραδοσιακό κάπνισμα τσιγάρου σε κλειστούς χώρους.