Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, ο Αντονι Τομασίνι, επικεφαλής των κριτικών κλασικής μουσικής των New York Times, ζούσε στη Βοστώνη και, όπως όλοι οι λάτρεις της κλασικής μουσικής, σύχναζε στο Harvard Coop. Το κατάστημα είχε έναν εκτεταμένο κατάλογο δίσκων και υπαλλήλους ενημερωμένους και με άποψη, πρόθυμους πάντα να κάνουν σοβαρές προτάσεις στους πελάτες τους. Μετά από κάθε αγορά, έπρεπε να βρίσκει χώρο στο μικρό του διαμέρισμα για τα νέα άλμπουμ, ήταν, όμως, ευχαριστημένος, που η δισκοθήκη του μεγάλωνε συνεχώς.
Το 1982, εμφανίστηκαν τα CDs και σιγά σιγά όλοι άρχισαν να περνάνε από τα LPs βινυλίου των 12 ιντσών (30,2 cm) στις πλαστικές θήκες και τα φακελάκια για CD, των 4,5 ιντσών (11,43 cm), που απαιτούσαν εντελώς διαφορετικά έπιπλα αποθήκευσης.
Και τώρα ο κύκλος επαναλαμβάνεται, με τις πωλήσεις των CDs να έχουν μειωθεί δραματικά καθώς οι φυσικοί δίσκοι έχουν υποκατασταθεί από τις υπηρεσίες λήψης και ροής (πλατφόρμες download και streaming). Σε τελική ανάλυση, αφού τα πάντα είναι διαθέσιμα στο διαδίκτυο, γιατί να γεμίζεις το σπίτι σου;
Η ερώτηση έχει αποκτήσει προσωπική σημασία για τον ίδιο, γράφει ο Αντονι Τομασίνι στους New York Times, καθώς πρόσφατα επανεκδόθηκαν δύο άλμπουμ σε CDs με έργα του Βίρτζιλ Τόμσον, που ηχογράφησε ο ίδιος ως πιανίστας στις αρχές της δεκαετίας του 1990. Ωστόσο, οι online επιλογές έχουν καταστήσει αυτές τις ηχογραφήσεις πολύ πιο προσιτές από ποτέ, πράγμα σημαντικό αφού ο βασικός στόχος του project εξαρχής ήταν να τραβήξει την προσοχή του κοινού σε κάποια υπέροχη αλλά ελάχιστα γνωστή μουσική.
Ο αμερικανός πιανίστας και μουσικοκριτικός, όμως, δεν μπορεί να φανταστεί τη ζωή του χωρίς τις συλλογές του, όσο και αν η εύρεση χώρου για την αποθήκευση όλο και περισσότερων CDs σε ένα διαμέρισμα του Μανχάταν είναι μια διαρκής πρόκληση. Ο Τομασίνι έχει περισσότερα από 4.000 CDs τοποθετημένα σε ειδικά κατασκευασμένα ράφια ενώ ξέρει ανθρώπους που διαθέτουν διπλάσιο αριθμό…
Ισως από νοσταλγία, λέει, στο σαλόνι έχει ακόμη ένα έπιπλο με μερικά παλιά LP και ένα καλό πικάπ. Ο Τομασίνι επισημαίνει εξάλλου την επιστροφή του βινυλίου την τελευταία δεκαετία. Μάλιστα σε καταστήματα με μεταχειρισμένα και καινούργια LPs, η πλειοψηφία των πελατών είναι νέοι που αναζητούν παλιά άλμπουμ της ροκ και της ποπ.
Τα βιβλία έχουν γίνει, επίσης, ψηφιακά, οπότε όλοι θα μπορούσαμε σίγουρα να καθαρίσουμε τα ράφια μας. Ωστόσο, πολλοί από εμάς εξακολουθούν να λατρεύουν τα πραγματικά βιβλία, όπως και ο Τομασίνι: «Είναι σημαντικό για μένα να έχω στο διαμέρισμά μου βιβλιοθήκες γεμάτες με μυθιστορήματα του Ντίκενς, του Ντράιζερ, του Χάρντι και του Ροθ, που μου αρέσουν, όπως και δεκάδες βιογραφίες, ιστορικά βιβλία, μια ολοκληρωμένη έκδοση των έργων του Σαίξπηρ, και μια 12τομη έκδοση του 1911 των έργων της Τζέιν Οστεν που βρήκα σε ένα βιβλιοπωλείο με μεταχειρισμένα», γράφει ο αμερικανός μουσικοκριτικός.
Και συμπληρώνει ότι έχει ακριβώς την ίδια ανάγκη να πιάνει στα χέρια του «την ιστορική έκδοση των 22 δίσκων του Στραβίνσκι με τον ίδιο να διευθύνει τα έργα του, τη συλλογή της EMI με ηχογραφήσεις της Μαρίας Κάλλας σε δεκάδες πλήρεις όπερες τόσο σε στούντιο όσο και σε ζωντανές εμφανίσεις, συλλογές των Μπρίτεν, Μεσιάν, Λιστ και Λίγκετι, τις 32 σονάτες για πιάνο του Μπετόβεν σε πολλαπλές εκτελέσεις, και από τις σημαντικές ηχογραφήσεις του Αρτούρ Σνάμπελ της δεκαετίας του 1930 μέχρι το εξαιρετικό σετ των εννέα δίσκων του νεαρού πιανίστα Ιγκορ Λέβιτ που κυκλοφόρησε πρόσφατα». Ο Τομασίνι σημειώνει ακόμα πως διαθέτει 15 πλήρεις ηχογραφήσεις της επικής τετραλογίας έργων όπερας «Το Δαχτυλίδι των Νιμπελούνγκεν» του Βάγκνερ.
Οι περισσότερες από αυτές τις ηχογραφήσεις είναι διαθέσιμες στο Διαδίκτυο. Αλλά δεν είναι οργανωμένες σε τόμους, με εκτεταμένες σημειώσεις, δοκίμια και πληροφορίες. Ακόμη, υπάρχει το ζήτημα της ποιότητας του ήχου. Από τη δεκαετία του 1950 οι λάτρεις της κλασικής μουσικής αναζητούσαν όλο και πιο βελτιωμένο και πιο πιστό ήχο. Αντίθετα οι οπαδοί της ροκ και της ποπ ήταν οι πρώτοι που κόλλησαν στα MP3 και στα iPod, ενθουσιασμένοι γιατί μπορούσαν να αποθηκεύουν εκατοντάδες αγαπημένα τραγούδια σε συσκευές που χωρούσαν στις τσέπες τους, και έτοιμοι να θυσιάσουν την ποιότητα του ήχου στον βωμό της ευκολίας.
Το streaming έχει μειονεκτήματα όσον αφορά στην αποζημίωση των καλλιτεχνών, ωστόσο από περιβαλλοντική άποψη είναι σαφώς καλύτερο
Η κλασική μουσική άντεξε αλλά όχι για πολύ. Με τον καιρό, ακόμη και οι πιο επιλεκτικοί συλλέκτες αποφάσισαν ότι άξιζε τον κόπο η δυνατότητα να ακούνε μέσω ακουστικών τα «Βραδεμβούργια Κοντσέρτα» του Μπαχ κάνοντας τζόγκινγκ, ή τη «Θάλασσα» του Ντεμπισί στο λεωφορείο, εις βάρος του ήχου. Τουλάχιστον στο σπίτι, μπορούν να συνδέσουν τον υπολογιστή τους με στερεοφωνικά συστήματα προηγμένης τεχνολογίας.
Ο Τομασίνι δεν είναι ένθερμος audiophile. Ωστόσο, το ψάξιμο σε ένα ράφι μιας ηχογράφησης που θέλει να ακούσει εμπλουτίζει την εμπειρία, λέει. Αντίθετα, ο σύζυγός του Μπεν, είναι «100% Spotify» και προτιμάει τα ακουστικά του. Του επέβαλε, επίσης, έναν περιορισμό: Για κάθε νέο CD που φέρνει στο σπίτι, θα πρέπει να διώχνει ένα παλιό. Λογικό. Ο Τομασίνι αφήνει, λοιπόν, τα «δώρα» του στην είσοδο της πολυκατοικίας. Συνήθως εξαφανίζονται αμέσως, πράγμα που σημαίνει ότι υπάρχουν ακόμη πολλοί λάτρεις της μουσικής στους οποίους αρέσουν επίσης οι δίσκοι και τα CDs. Ισως είναι θέμα γενιάς, επισημαίνει ο μουσικοκριτικός, καθώς διαπίστωσε ότι ο νεαροί συνάδελφοί του στους New York Times έχουν ελάχιστα CDs, προτιμούν να ακούνε τα πάντα σε streaming.
Το streaming έχει μειονεκτήματα όσον αφορά στην αποζημίωση των καλλιτεχνών, ωστόσο από περιβαλλοντική άποψη είναι σαφώς καλύτερο. Μετά από επεξεργασία, τα CD μπορούν να μετατραπούν σε νιφάδες πολυκαρβονικού πλαστικού. Οπως, όμως, αποκαλύπτει πρόσφατο άρθρο των New York Times, η παγκόσμια αγορά αυτού του υλικού εξαφανίζεται γρήγορα. Σημειώστε, ότι πρόκειται για ένα υλικό που για να αποσυντεθεί θέλει ένα εκατομμύριο χρόνια. Με άλλα λόγια οι συλλογές με CDs δεν είναι απλώς αντικείμενα ιστορικής αξίας, είναι επίσης απειλή για το περιβάλλον… Εσείς τι θα κάνετε τη δική σας;