Ενα από τα παράδοξα των καιρών μας είναι ότι ενώ γίνεται λόγος διαρκώς για το σεξ, επιδιδόμαστε σε αυτό πολύ λιγότερο από όσο πιστεύεται. Το επιβεβαιώνουν στοιχεία και μελέτες που καταδεικνύουν τη σεξουαλική κόπωση των δυτικών κοινωνιών. Εχοντας αυτό κατά νου, ο ιταλός ψυχαναλυτής και συγγραφέας Λουίτζι Τζόγια αποφάσισε να γράψει το «Il Declino del Desiderio» (Η Παρακμή της Επιθυμίας), ένα βιβλίο στις σελίδες του οποίου παρουσιάζει ένα από τα πιο ενδιαφέροντα και απίστευτα, από πολλές απόψεις, φαινόμενα της εποχής μας – μια εποχή ελεύθερη όσο και συγχυσμένη.
Η παρακμή της επιθυμίας και η συνεπακόλουθη αποχή από το σεξ αφορά τις κοινωνίες στο σύνολό τους, αλλά το πρόβλημα είναι πιο προφανές στους νέους. «Αρχίζουν να κάνουν σεξ αργά και μεταξύ τους παρατηρείται μια μαζική επιστροφή στον αυνανισμό. Πριν από χρόνια φαινόταν ότι αυτή η ψυχασθένεια, μια κόπωση της ψυχής που αντανακλάται στο σώμα, αφορούσε κυρίως την Ανατολή, αλλά είναι πλέον σαφές ότι το φαινόμενο των hikikomori, των νέων της Ιαπωνίας που αποσύρονται από την κοινωνική ζωή, έχει εδραιωθεί σε παγκόσμια κλίμακα», εξήγησε ο ιταλός ειδικός, σε συνέντευξη που παραχώρησε στην La Repubblica με αφορμή την κυκλοφορία του βιβλίου του.
Επικαλούμενος τον Μαξ Βέμπερ, ανέφερε ότι το φαινόμενο οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην «απομάγευση του κόσμου». «Οταν κάτι καταλήγει να γίνεται μηχανικά, χάνεται το ενδιαφέρον. Αυξάνεται ο αριθμός των νέων που μισούν το σώμα τους και δεν καταφέρνουν να έχουν μια χαλαρή σεξουαλική ζωή στο πλαίσιο της οποίας επιδιώκεται η ανάκτηση της αρχαίας έννοιας του έρωτα», σημείωσε ο Λουίτζι Τζόγια. Κάποτε ο Ερως γραφόταν με κεφαλαίο Ε, κάποτε ήταν θεός, ωστόσο «η μετάβαση στο μικρό “ε” ήταν αναπόφευκτη, εντάσσεται στη διαδικασία εκκοσμίκευσης, χαρακτηριστικής της νεωτερικότητας. Δεν υπάρχει επιστροφή, αλλά πιθανότατα θα μπορούσαμε να προσπαθήσουμε να ανακτήσουμε τον σεβασμό για τις σχέσεις και την αγάπη αυτή καθαυτή», τόνισε.
Αλλά αυτό δεν μπορεί να συμβεί μέσω Tinder και smartphones, καθώς «δημιουργούν εμπειρίες που είναι περισσότερο νοητικές παρά φυσικές, πιο αφηρημένες, λιγότερο συγκεκριμένες, και δεν μας ικανοποιούν. Αποτελούν συναντήσεις που δεν μεταφράζονται σε ερωτικές περιπέτειες αλλά παραμένουν εικονικές και το μόνο που κάνουν είναι να μας κάνουν να σπαταλούμε πολύ χρόνο. Δεν κοιτάμε πραγματικά τον άλλον αλλά το πόσο “αναρτήσιμη” είναι η εικόνα του, εάν μας επιτρέπει να επιδειχθούμε. Αυτή είναι μια παρερμηνεία του Ερωτα […] Το πρόβλημα είναι ότι τα μοντέλα αναζητούνται πλέον στο Διαδίκτυο και ότι πρέπει να εξεταστούν και να εγκριθούν από το βλέμμα της κοινότητας του Διαδικτύου».
Ζήτημα αποτελεί φυσικά και η υπερπροσφορά, με τον ιταλό ψυχαναλυτή να επικαλείται στο βιβλίο του το περίφημο παράδοξο του γάλλου φιλοσόφου του 14ου αιώνα Ζαν Μπουριντάν που φέρει το όνομά του. «Με τον ίδιο τρόπο που ο γάιδαρος δεν ξέρει πιο δεμάτιο σανό να επιλέξει, το αριστερά ή το δεξιά, παρότι είναι εξίσου λαχταριστά, αισθανόμαστε μπλοκαρισμένοι μπροστά στην υπερβολική προσφορά. Μετά από κάποιο όριο επέρχεται η ναυτία», είπε. Οσον αφορά αυτό το όριο, σύμφωνα με τον Ρόμπιν Ντάνμπαρ, νευροεπιστήμονα και παλαιοανθρωπολόγο στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης μετά τις 150 επαφές, χάνεται ο προσωπικός δεσμός. «Εάν ισχύει αυτό, οι χιλιάδες “φίλοι” που έχουμε στο Facebook είναι fake. Ζούμε σε φούσκες χωρίς αληθινά συναισθήματα», ανέφερε ο Λουίτζι Τζόγια.
Οσον αφορά την επίδραση που ασκεί το Διαδίκτυο στη σεξουαλικότητα, δεδομένης της υποβάθμισης του ρόλου που διαδραματίζουν παραδοσιακοί θεσμοί, μεταξύ των οποίων συγκαταλέγονται η οικογένεια και το σχολείο, «είναι οι πορνογραφικές ταινίες και οι influencers τα νέα σημεία αναφοράς. Είναι σαφές ότι πρόκειται για πρότυπα που προκαλούν μόνο δυσφορία και αναστάτωση. Τα πορνό βίντεο, στα οποία το αρσενικό έχει μόνιμη στύση και η γυναίκα είναι υποταγμένη και διαθέσιμη, αποτελούν μέρος του σεξισμού των καιρών μας».
Ανησυχία, όμως, πρέπει να προκαλεί ότι το φαινόμενο, πέρα από τη σεξουαλικότητα, αφορά επίσης την πολιτική. «Ο νεο-λαϊκισμός τύπου Τραμπ, Μπολσονάρο, Πούτιν συμπίπτει με αυτόν τον μάλλον χονδροειδή σεξισμό. Η κατάρρευση της Αριστεράς μπορεί επίσης να ερμηνευτεί από αυτή τη σκοπιά. Θα ήταν ενδιαφέρον να κατανοήσουμε πώς η υπεράσπιση των περιθωριοποιημένων, των τρανς, των ομοφυλόφιλων υποβίβασε την Αριστερά στα μάτια του λαού. Είναι σαφές ότι πρόκειται για κίβδηλες επιθέσεις και ότι η κοινωνία σίγουρα δεν απειλείται από μειονότητες που εξακολουθούν να παραμένουν αμελητέες ποσοστιαία, αλλά η προσωποποίηση του εχθρού κερδίζει έδαφος. Υπάρχει και ένα άλλο στοιχείο που πρέπει να αξιολογηθεί. Ο κόσμος αναρωτιέται γιατί εξακολουθεί να γίνεται λόγος για αυτό το 1% και όχι για πιο σοβαρά προβλήματα, όπως η ανεργία», σημείωσε ο Λουίτζι Τζόγια.
Ο ίδιος θεωρεί, φυσικά, ότι η χειραφέτηση οποιασδήποτε μειονότητας αποτελεί ύψιστο επίτευγμα, αλλά πιστεύει επίσης ότι η αποδυνάμωση των ταυτοτήτων φύλων αποπροσανατολίζει εν μέρει το κοινό. Δεν βάλλει κατά της σεξουαλικής ρευστότητας, αλλά υποστηρίζει ότι «το πρόβλημα είναι ότι όλα γίνονται πολύ γρήγορα και τα παιδιά καθίστανται ανασφαλή. Η φεμινίστρια Αλις Σβαρτς έβαλε ξεκάθαρα κατά τη διάρκεια μιας τηλεοπτικής εκπομπής ενάντια στον νέο ελβετικό νόμο που εμπιστεύεται τον ορισμό του φύλου ακόμη και σε ανηλίκους, δίχως να είναι απαραίτητη ιατρική πιστοποίηση και μειώνοντας το κατώτατο όριο δυνατότητας επιλογής στα 14 έτη. Δεν είναι τυχαίο ότι, παράλληλα με τις μεταβάσεις από το ένα φύλο στο άλλο, έχουν αυξηθεί τα αιτήματα για απο-μεταβάσεις. Oταν η επιλογή γίνεται πολύ νωρίς, υπάρχει ο κίνδυνος να μετανιώσεις, αλλά η επιστροφή δεν είναι δυνατή και αυτό προκαλεί σύγχυση», είπε.
Διερωτώμενος ο δημοσιογράφος της La Repubblica εάν αντιδραστικά στοιχεία θα μπορούσαν να εκμεταλλευτούν παρόμοια επιχειρήματα, υπενθύμισε ότι «μεταξύ των απαρχών του ναζισμού και της κρίσης της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης συγκαταλέγεται και η αποκήρυξη μιας ελευθερίας που θεωρούνταν υπερβολική και παρακμιακή. Οι ηθικές απόψεις του Πούτιν και των υπόλοιπων αυταρχικών ηγετών τροφοδοτούνται δημαγωγικά από παρόμοιες διαθέσεις».