Πέρα από επικεφαλής χάραξης διεθνούς στρατηγικής της Morgan Stanley Investment Management, ο Ρουσίρ Σαρμά είναι επίσης ο συγγραφέας του βιβλίου «Πώς πετυχαίνουν τα έθνη – Δέκα κανόνες για έναν κόσμο σε κρίση».
Λαμβάνοντας, οπότε, υπόψη ότι ο κόσμος μας εξακολουθεί να βρίσκεται σε κρίση, η γνώμη του όσον αφορά το ποια έθνη θα ακμάσουν περισσότερο στις νέες οικονομικές συνθήκες, όπως αυτές διαμορφώνονται υπό το φάσμα του κορονοϊού, παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Σε άρθρο του στους New York Times, ο ινδός μεγαλοεπενδυτής επισημαίνει κατ’ αρχάς ότι μεταξύ των εν λόγω εθνών δεν συγκαταλέγονται ούτε οι Αμερικανοί ούτε οι Κινέζοι. Θεωρεί ότι παρά την τεχνολογική τους υπεροχή, οι ΗΠΑ και η Κίνα συγκεντρώνουν λίγες πιθανότητες να διακριθούν στη μετά Covid εποχή επειδή είναι χρεωμένες, αλλά και γιατί οι κυβερνήσεις τους απέτυχαν να διαχειριστούν αποτελεσματικά την πανδημία.
Σε αντίθεση με την κυβέρνηση του Βιετνάμ όπου έχουν καταγραφεί λιγότερα από 400 κρούσματα και κανένας θάνατος από τον κορονοϊό. Παρά τον οικονομικό αντίκτυπο της πανδημίας στη χώρα εκτιμάται πως το Βιετνάμ θα συνεχίσει να συγκαταλέγεται μεταξύ των ταχύτερα αναπτυσσόμενων οικονομιών στον κόσμο, οδεύοντας κατά το τρέχον έτος προς ανάπτυξη από 2,7% (σύμφωνα με το ΔΝΤ) έως 4,8% (σύμφωνα με τον πρωθυπουργό της χώρας).
Ενδιαφέρον παρουσιάζει και η οικονομία της Ρωσίας. Κυρίως γιατί ο Βλαντίμιρ Πούτιν εργάζεται επί χρόνια ούτως ώστε να καταστήσει την πατρίδα του απρόσβλητη από εξωτερικές οικονομικές πιέσεις, επιλογή η οποία κατά πάσα πιθανότητα θα αποδειχθεί πολύτιμη στο πλαίσιο της διαδικασίας απο – παγκοσμιοποίησης που παρατηρείται εδώ και χρόνια ανά την υφήλιο και τώρα εντείνεται εξαιτίας της πανδημίας.
Σύμφωνα με τον Ρουσίρ Σαρμά, ωστόσο, τις καλύτερες επιδόσεις θα τις σημειώσει κατά πάσα πιθανότητα η γερμανική οικονομία. Η υποδειγματική αντιμετώπιση του πρώτου κύματος της πανδημίας από την κυβέρνηση της Ανγκελα Μέρκελ είχε αποτέλεσμα «η ανιαρά προβλέψιμη ηγέτιδα» της Γερμανίας να δει τη δημοτικότητά της να εκτινάσσεται από το 40% στο 70%.
Η γερμανίδα καγκελάριος κατάφερε έτσι να θέσει στο περιθώριο της γερμανικής πολιτικής τις δυνάμεις της Ακροδεξιάς και της Ακροαριστεράς ενώ απέδειξε πως μπορεί ακόμα να αναλαμβάνει κρίσιμες ηγετικές πρωτοβουλίες, συντονίζοντας, για παράδειγμα, τις προσπάθειες των κρατιδίων της Γερμανίας για την ανάσχεση της πανδημίας και διαδραματίζοντας καθοριστικό ρόλο στις σκληρές διαπραγματεύσεις για τη σύσταση του Ταμείου Ανάκαμψης.
Η οικονομία της Γερμανίας συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες να ακμάσει στην μετά Covid – 19 εποχή γιατί οι κυβερνήσεις της χώρας λειτουργούν καλά και αποδοτικά, γιατί το χρέος της παραμένει σχετικά χαμηλό, γιατί η ποιοτική υπεροχή της γερμανικής βιομηχανίας προστατεύει τις εξαγωγές παρά την πτώση του διεθνούς εμπορίου, γιατί προσφέρει ολοένα περισσότερα κίνητρα για τη σύσταση εγχώριων τεχνολογικών εταιρειών σε έναν κόσμο που κυριαρχείται από τους αμερικανικούς και τους κινεζικούς γίγαντες του Διαδικτύου.
Ο Σαρμά πιστεύει πως θα διαψευσθούν όλοι όσοι θεωρούν ότι «η γηράσκουσα, συντηρητική γερμανική κοινωνία» κινείται πολύ αργά και δεν μπορεί να αλλάξει. Οπως διαψεύστηκαν κατά το παρελθόν. Στις αρχές της δεκαετίας του 2000 όταν η Γερμανία θεωρούταν ακόμα ο «μεγάλος ασθενής της Ευρώπης» η τότε κυβέρνηση της χώρας προέβη σε σημαντικές μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας με αποτέλεσμα η οικονομία της να καταστεί η πιο σταθερή της ηπείρου.
Καθώς η εν εξελίξει πανδημία επιταχύνει τον ρυθμό ψηφιοποίησης και απο-παγκοσμιοποίησης, αυξάνοντας συγχρόνως τα χρέη των χωρών όλου του κόσμου, η Γερμανία είναι έτοιμη να αντεπεξέλθει στις προκλήσεις του απώτερου και του απώτατου μέλλοντος, υποστηρίζει ο Σαρμά.
Το ποσοστό ανεργίας στη χώρα μόλις που ξεπερνά το 6% ενώ το χρέος της πρόκειται μεν να αυξηθεί για τη στήριξη των πολιτών και των επιχειρήσεων της Γερμανίας εν μέσω της πανδημίας, αλλά θα παραμείνει σχετικά χαμηλό. Τουλάχιστον σε σύγκριση με το πόσο θα αυξηθεί το χρέος άλλων εξαιρετικά ανεπτυγμένων χωρών, οι κυβερνήσεις των οποίων πρόκειται, μάλιστα, να ξοδέψουν λιγότερα σε «πακέτα» οικονομικής στήριξης.
Αναλαμβάνοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στις προσπάθειες για τη γενναία στήριξη όλων των οικονομιών της ΕΕ, η Γερμανία μπορεί πλέον να ελπίζει ότι οι εξαγωγές της προς τους ευρωπαίους εταίρους της δεν θα μειωθούν όσο προβλεπόταν αρχικά.
Και γνωρίζοντας πως η οικονομία της Γερμανίας εξακολουθεί να εξαρτάται σε ανησυχητικό βαθμό από τις εξαγωγές βιομηχανικών προϊόντων (κυρίως στην Κίνα) κατά τη διάρκεια μιας περιόδου που παρατηρείται κάμψη του διεθνούς εμπορίου, ο Σαρμά σημειώνει πως η κυβέρνηση της Ανγκελα Μέρκελ έχει ξεκινήσει ήδη να εστιάζει στον εκσυγχρονισμό των κορυφαίων εξαγωγέων της.
Πώς; Ασκώντας πιέσεις και παρέχοντας κίνητρα στις αυτοκινητοβιομηχανίες της να στραφούν στην ηλεκτροκίνηση αλλά και δαπανώντας για έρευνα και ανάπτυξη περί το 3% του ΑΕΠ, όσο δαπανούν δηλαδή και οι ΗΠΑ. Συγχρόνως οι Γερμανοί σχεδιάζουν να δημιουργήσουν στην πατρίδα τους ένα «επιχειρηματικό οικοσύστημα» παρόμοιο με εκείνο της Silicon Valley, όπου θα δραστηριοποιούνται πλήθος νεοφυών επιχειρήσεων.
Στο πλαίσιο της αντιμετώπισης του αντίκτυπου του πανδημίας στην οικονομία της Γερμανίας προβλέπεται κονδύλι ύψους 56 δισεκατομμυρίων ευρώ για την ψηφιοποίηση παραδοσιακών βιομηχανιών μέσω της αξιοποίησης συστημάτων τεχνητής νοημοσύνης και άλλων νέων τεχνολογιών. Εχοντας το βλέμμα τους στραμμένο στο μέλλον, οι Γερμανοί οραματίζονται ακόμα και τη δημιουργία ενός ευρωπαϊκού Διαδικτύου που θα είναι ανταγωνιστικό του αμερικανικού και του κινεζικού.