Δύο χρόνια μετά το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία, άραγε ο Πούτιν «έχει ήδη ηττηθεί» όπως γράφει στους New York Times ο Ρατζάν Μένον, ή μήπως, όπως υποστηρίζει στο Politico ο Νίκολας Βίνοκουρ, «απολαμβάνει τη στιγμή» που οι Ρεπουμπλικανοί στις ΗΠΑ και οι ακροδεξιοί στην Ευρώπη θέλουν να αφήσουν την Ουκρανία στην τύχη της; Ας δούμε ξεχωριστά τη γραμμή των επιχειρημάτων στις δύο αυτές αναλύσεις, που παρά τις διαφορετικές οπτικές γωνίες έχουν μεταξύ τους και κοινά σημεία.
Στους New York Times και υπό τον τίτλο «Ο Πούτιν έχει ήδη ηττηθεί», ο επικεφαλής στρατηγικής της δεξαμενής σκέψης Defense Priorities, Ρατζάν Μένον, ξεδιπλώνει τη σκέψη του παραθέτοντας αρχικά τα ευρέως διαδεδομένα συμπεράσματα: «Καθώς πλησιάζει η δεύτερη επέτειος της εισβολής της Ρωσίας στην Ουκρανία, κατέστη κοινός τόπος ότι ο χρόνος ευνοεί τον πρόεδρο Βλαντίμιρ Πούτιν. Με την Ουκρανία να εξαντλεί τα όπλα και τα πυρομαχικά της, την αμερικανική στρατιωτική βοήθεια να είναι αμφίβολη και τη Ρωσία να είναι αποφασισμένη να πολεμήσει, η ουκρανική νίκη φαίνεται πλέον άπιαστη.
»Ορισμένοι σημαίνοντες παρατηρητές προχωρούν ακόμη παραπέρα, επιμένοντας ότι το Κίεβο θα πληρώσει με περισσότερους θανάτους και καταστροφή την επιμονή του και θα πρέπει να επιδιώξει μια πολιτική διευθέτηση με τη Μόσχα — ακόμη και αν αυτό απαιτεί τη θυσία εδαφών».
Απέναντι σε αυτά τα συμπεράσματα, ο Μένον αντιπαραβάλει στους NYT τη δική του οπτική, πατώντας αρχικά στη διάσημη φράση του πρώσου στρατηγού (και θεωρητικού του πολέμου) Καρλ φον Κλαούζεβιτς, που λέει ότι ο «πόλεμος δεν είναι παρά η συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα». Αν, λοιπόν, ο πόλεμος είναι ένα μέσο για την επίτευξη συγκεκριμένων πολιτικών στόχων, ο αρθρογράφος υποστηρίζει ότι «ο πόλεμος του Πούτιν έχει αποτύχει». Και εξηγεί:
♦ Ακόμη και αν αυτός ο πόλεμος τελειώσει με τη Ρωσία να διατηρεί όλα τα ουκρανικά εδάφη που κατέχει, η θέση της Μόσχας θα είναι χειρότερη. Η Ουκρανία θα ακολουθήσει τον δικό της δρόμο, και αυτό ισοδυναμεί με ήττα για τον Πούτιν.
«Αν ο βασικός σκοπός του πολέμου του Πούτιν ήταν να κρατήσει την Ουκρανία στην τροχιά της Ρωσίας (πολιτικά, πολιτιστικά και οικονομικά), πέτυχε το αντίθετο αποτέλεσμα. Οι ηγέτες και οι πολίτες της Ουκρανίας, ιδίως οι νεότερες γενιές, αποφάσισαν ότι το μέλλον τους βρίσκεται στη Δύση, όχι στη Ρωσία» τονίζει ο Μένον.
Καταθέτοντας μεταξύ άλλων τη δική του εμπειρία από την επίσκεψη στην Ουκρανία, ο αρθρογράφος περιγράφει μια αλλαγή. Γράφει πως η Ουκρανία τείνει να απεικονίζεται ως ένα αμήχανο αμάλγαμα δύο εθνικών κοινοτήτων: η μία στις δυτικές περιοχές της χώρας, που ορίζεται από την ουκρανική εθνότητα και γλώσσα, και η άλλη στη ρωσόφωνη Ανατολή και στον Νότο.
«Αν αυτό ήταν ποτέ απολύτως ακριβές, δεν είναι πλέον. Για να πάρουμε ένα παράδειγμα, οποιοσδήποτε επισκέπτης στην ανατολική και νότια γραμμή του μετώπου της Ουκρανίας θα συναντήσει στρατιώτες που μιλούν μεταξύ τους στα ρωσικά και μπορεί να μη γνωρίζουν καν ουκρανικά. Αλλά θεωρούν τους εαυτούς τους πολίτες της Ουκρανίας που έχουν δεσμευτεί να εμποδίσουν τη Ρωσία να υποτάξει την πατρίδα τους – ένας σκοπός για τον οποίο είναι έτοιμοι να πεθάνουν» σημειώνει το στέλεχος του Defense Priorities.
Αρα αυτό που πέτυχε ο Πούτιν στην Ουκρανία, κατά τον ίδιο, είναι να σφυρηλατηθεί μια ταυτότητα που ορίζεται μέσα από τον διαχωρισμό και την αντιπάθεια προς τον εισβολέα: τη Ρωσία. Αθελά του δηλαδή ο ρώσος πρόεδρος έγινε καταλύτης για αυτήν την εξέλιξη, η οποία αντανακλά την επιθετικότητά του και όσα υπέφεραν οι Ουκρανοί εξαιτίας της.
♦ Η ΕΕ, συνεχίζει ο Μένον στους NYTimes, ανέλαβε δράση και ενώθηκε στην προσέγγισή της προς τη Ρωσία, με μοναδική εξαίρεση τον πρωθυπουργό της Ουγγαρίας Βίκτορ Ορμπαν. Ετσι άρχισε το ταξίδι της Ουκρανίας για ένταξη στην ΕΕ, στο οποίο η Μόσχα αντιδρούσε σφόδρα επί χρόνια.
♦ «Η εισβολή της Ρωσίας ήταν αναμφισβήτητα μια προσπάθεια να προλάβει την ανατολική επέλαση της Συμμαχίας, την οποία ο Πούτιν θεωρεί εδώ και καιρό απειλή» διαπιστώνει ο αρθρογράφος. Πέτυχε όμως το αντίθετο αποτέλεσμα, αφού εξώθησε δύο ακόμη χώρες, τη Φινλανδία και τη Σουηδία, να επιδιώξουν την ένταξή τους στο ΝΑΤΟ.
♦ Οι χώρες του ΝΑΤΟ πέραν των ΗΠΑ (και φυσικά της Ελλάδας και της Τουρκίας) άρχισαν να αυξάνουν τις αμυντικές δαπάνες. Ακόμη και στη Γερμανία η διάθεση έχει αλλάξει, και η Ρωσία θεωρείται πια μια σοβαρή και αυξανόμενη απειλή.
♦ Η Ουκρανία επιθυμεί διακαώς να ενταχθεί στo NATO, αλλά βέβαια αυτό είναι πολύ δύσκολο. Ακόμη και αν αυτή η επιθυμία παραμείνει ανεκπλήρωτη, το Κίεβο θα συνεχίσει να αναζητεί βοήθεια από τις χώρες του ΝΑΤΟ για την εκπαίδευση των στρατιωτών του, τον εξοπλισμό των ενόπλων δυνάμεών του και την οικοδόμηση σύγχρονων αμυντικών βιομηχανιών, υπογράφοντας συμφωνίες για μεταφορά τεχνολογίας και κοινή παραγωγή. «Ακόμη και μια μη ΝΑΤΟϊκή Ουκρανία δεν θα είναι εντελώς αδέσμευτη λόγω των σημαντικών και αυξανόμενων αμυντικών δεσμών της με τη Δύση» εξηγεί ο Μένον.
Το συμπέρασμα του αναλυτή στους New York Times είναι πως ακόμα και μια «κουτσουρεμένη Ουκρανία» θα είναι μεταξύ των μεγαλύτερων χωρών της Ευρώπης, προσθέτοντας έναν δοκιμασμένο στη μάχη στρατό 500.000 ατόμων, πολύ μεγαλύτερο από οποιασδήποτε άλλης ευρωπαϊκής χώρας του ΝΑΤΟ και ο οποίος θα γίνεται διαρκώς ισχυρότερος και πιο σύγχρονος. Επομένως, ο πόλεμος που άρχισε ο Πούτιν στην Ουκρανία μάλλον εγγυάται ότι δεν θα γίνει ποτέ δική του.
Η Ουκρανία στη μοίρα της;
Στο Politico, ο Νίκολας Βίνοκουρ, αρχισυντάκτης της ευρωπαϊκού ιστότοπου, γράφει από διαφορετική οπτική γωνία. Η οποία λέει πως ο Πούτιν, χάρη στους Ρεπουμπλικανούς των ΗΠΑ και τους ακροδεξιούς της Ευρώπης που θέλουν να σταματήσει η βοήθεια στο Κίεβο, χάρη στον θάνατο του ηρωϊκού επικριτή του Αλεξέι Ναβάλνι και χάρη στην κατάληψη της Αβντιίβκα από τον ρωσικό στρατό στο μέτωπο της Ουκρανίας, έχει λόγους να αισθάνεται ενισχυμένος.
Ο Βίνοκουρ τονίζει πως δύο χρόνια μετά την πλήρους κλίμακας εισβολή του Πούτιν στην Ουκρανία, η κατάσταση δεν έχει φανεί να γίνεται ποτέ πιο επικίνδυνη για το Κίεβο από ό,τι σήμερα, μετά φυσικά από τις πρώτες σκοτεινές ημέρες του Φεβρουαρίου του 2022, όταν μεγάλο μέρος του κόσμου υπέθεσε λανθασμένα ότι η Ρωσία θα καθυποτάξει τη χώρα.
Υπό τον φόβο της επιστροφής του Τραμπ στις ΗΠΑ και με τους ευρωπαίους ηγέτες να αδυνατούν να καλύψουν το κενό σε στρατιωτικές προμήθειες που αφήνουν οι ΗΠΑ, ο Πούτιν πιέζει στο πεδίο της Μάχης την εξαντλημένη Ουκρανία και εκφοβίζει χώρες της Δύσης. «Στη συνέντευξή του στον πρώην παρουσιαστή του Fox News, Τάκερ Κάρλσον, ανέφερε την Πολωνία περισσότερες από δώδεκα φορές, τοποθετώντας το μέλος του ΝΑΤΟ ακριβώς μέσα στο όραμά του για τη Μεγάλη Ρωσία», συνεχίζει ο Βίνοκουρ. Παράλληλα, Δανία και Εσθονία ανησυχούν.
«Μπορεί να είναι πολύ νωρίς για να πούμε ότι η Δύση θα χάσει τον πόλεμο στην Ουκρανία, αλλά γίνεται ολοένα και πιο σαφές ότι θα μπορούσε» συνεχίζει ο αρθρογράφος του Politico. Ανατρέχοντας στην έως τώρα Δυτική στρατηγική, σημειώνει ότι επικεντρώθηκε πρωτίστως στα αμυντικά μέτρα, στη διαχείριση της κλιμάκωσης και στην αποφυγή της πυρηνικής αντιπαράθεσης, με την επιτυχία της Ουκρανίας στο πεδίο της μάχης εναντίον της Ρωσίας να αποτελεί δευτερεύον ζήτημα.
«Εχοντας σπαταλήσει την ευκαιρία να εξοπλίσει τις δυνάμεις της Ουκρανίας με αεροπορική ισχύ κατά τους πρώτους μήνες του 2023 -βασικός παράγοντας για την αποτυχία μιας πολυδιαφημισμένης αντεπίθεσης- οι Δυτικοί ηγέτες βλέπουν τώρα τα χέρια τους να είναι όλο και περισσότερο δεμένα από την πολιτική» συνεχίζει ο αρχισυντάκτης του Politico.
Πιστεύει πως η «αυτοσυγκράτηση» υποδηλώνει, πίσω από τις τολμηρές διατυπώσεις περί στήριξης στην Ουκρανία για όσο χρειαστεί, μια άλλη ανομολόγητη ατζέντα που μπορεί κάλλιστα να υπαγορεύει τις ενέργειες της Δύσης: το Κίεβο να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τον Πούτιν για να παγώσει η σύγκρουση, λαμβάνοντας παράλληλα Δυτικές «εγγυήσεις ασφαλείας» και έναν οδικό χάρτη για την ένταξη στην ΕΕ. Μπορεί άραγε να αποδεχθεί κάτι τέτοιο ο ουκρανός πρόεδρος Βολοντίμιρ Ζελένσκι;
Ο αρθρογράφος σημειώνει επίσης ότι ο εκτελών χρέη πρωθυπουργού της Ολλανδίας Μαρκ Ρούτε, ο οποίος θεωρείται πιθανή επιλογή για να γίνει ο επόμενος γενικός γραμματέας του ΝΑΤΟ, άφησε να εννοηθεί ότι αυτό είναι το όραμα της «επόμενης ημέρας» κατά τη διάρκεια δηλώσεών του στη Διάσκεψη του Μονάχου. Είπε ότι μόνο το Κίεβο μπορεί να προκαλέσει ειρηνευτικές διαπραγματεύσεις με τη Μόσχα, και πρόσθεσε: «Αλλά όταν συμβεί αυτό, θα πρέπει επίσης να καθίσουμε κάτω με τις ΗΠΑ, στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ, και συλλογικά με τους Ρώσους, για να μιλήσουμε για τις μελλοντικές ρυθμίσεις ασφαλείας ανάμεσα σε εμάς και τους Ρώσους».
Η εναλλακτική λύση, ένα νέο ισχυρό κύμα Δυτικής οικονομικής και στρατιωτικής βοήθειας στην Ουκρανία το 2024, το οποίο θα επέτρεπε στη χώρα ένα αποφασιστικό χτύπημα κατά του ρώσου εισβολέα, αντιμετωπίζεται σύμφωνα με διπλωματικές πηγές με μεγάλο σκεπτικισμό στις ευρωπαϊκές πρεσβείες.
Ο Βίνοκουρ κλείνει το άρθρο του στο Politico με το συμπέρασμα πώς Δύση ναι μεν «δεν έχει παραιτηθεί από τη στήριξη στην Ουκρανία», αλλά δεν μπορεί πια να κρύψει «την επιθυμία της να τερματιστεί η σύγκρουση και να κάνει μια συμφωνία με τον Πούτιν, ει δυνατόν νωρίτερα παρά αργότερα. Το ερώτημα που πλανάται πάνω από τη σύγκρουση είναι αν αυτή η προσέγγιση θα αποτρέψει την καταστροφή ή θα προσκαλέσει κάτι ακόμα χειρότερο».