«Αυτός που είναι προορισμένος να κρεμαστεί δεν θα πεθάνει από πνιγμό». Την περασμένη Δευτέρα, κατά τη διάρκεια σύσκεψης στο υπουργείο Αμυνας της Ρωσίας (στην οποία συμμετείχε και ο αντιστράτηγος Ιγκόρ Κιρίλοφ, που δολοφονήθηκε το πρωί της Τρίτης), ενόψει του τέλους της χρονιάς, ο Βλαντίμιρ Πούτιν επικαλέστηκε την παραπάνω αγαπημένη του ρωσική παροιμία για να εκφράσει τη γνώμη του όσον αφορά το ενδεχόμενο διεξαγωγής διαπραγματεύσεων στο προσεχές μέλλον με στόχο τον τερματισμό της σύρραξης στην Ουκρανία.
Πρακτικά, ο ρώσος πρόεδρος επανέλαβε την προφανή επιθυμία του Κρεμλίνου να φτάσει μέχρι τέλους, δηλαδή να πετύχει όλους τους στόχους της «ειδικής στρατιωτικής επιχείρησης» που συνεχίζεται εδώ και σχεδόν μια τριετία, δίχως να προβεί σε κανέναν συμβιβασμό ώστε να δοθεί ένα τέλος στην αιματοχυσία και στην καταστροφή.
«Αυταπατόμαστε για ακόμα μια φορά» γράφει σε άρθρο του ο Μάρκο Ιμαρίζιο της Corriere della Sera. «Η ευθύνη, με την καλή έννοια, βαραίνει τον Ντόναλντ Τραμπ. Η επικείμενη επιστροφή του και η πεποίθησή του ότι μπορεί να βρει μια ειρηνική λύση σε αυτόν τον πόλεμο μέσα σε “ένα λεπτό” γεννά μια αισιοδοξία που οι δηλώσεις των πρωταγωνιστών και τα γεγονότα αποδεικνύουν άτοπη. Η επίθεση στη Μόσχα το πρωί της Τρίτης είναι μια ακόμη απόδειξη».
Η αναγκαστική υποχώρηση, τόσο στα μέτωπα της Ουκρανίας όσο και στη ρωσική περιφέρεια του Κουρσκ, ωθεί το Κίεβο σε ολοένα πιο «ασύμμετρες» αντιδράσεις, οι οποίες αποκαλύπτουν την ευαλωτότητα της Ρωσίας στο εσωτερικό της. Ετσι, το Κρεμλίνο δεν μπορεί παρά να απαντήσει με βία: το μοναδικό μέσο που εξακολουθεί να είναι αποτελεσματικό στην τραγωδία που εκτυλίσσεται στην Ουκρανία.
Οι επιθετικές επιχειρήσεις των ουκρανικών μυστικών υπηρεσιών εντός της Ρωσίας προσφέρουν νίκες, έστω και συμβολικές, που πλέον είναι αδύνατο να επιτευχθούν στο πεδίο. Τη Δευτέρα ο ρώσος αντιστράτηγος Κιρίλοφ κηρύχθηκε ένοχος από ουκρανικό δικαστήριο και σε λιγότερο από ένα 24ωρο μετά αποδόθηκε δικαιοσύνη, τουλάχιστον σύμφωνα με τη λογική των Ουκρανών. Για τις ουκρανικές υπηρεσίες πληροφοριών κάθε στόχος είναι θεμιτός, όπως είναι και για τους ρώσους αντάρτες (Σώμα Ρώσων Εθελοντών, Λεγεώνα Ελεύθερη Ρωσία, κ.ά.) που αμφισβητούν και πολεμούν το καθεστώς του Πούτιν στην πατρίδα τους.
Οσον αφορά τη συνέχεια και τις πιθανές διαπραγματεύσεις, «το αίμα θα συνεχίσει να ζητά αίμα, όπως πάντα» προβλέπει ο Μάρκο Ιμαρίζιο. Εξηγεί ότι στο εσωτερικό της Ρωσίας, το μοναδικό βάρος που ο Πούτιν αισθάνεται στις πλάτες του είναι εκείνο των σκληροπυρηνικών υπερεθνικιστών, οι οποίοι κάθε άλλο παρά σώπασαν μετά τον μυστηριώδη θάνατο του Γεβγκένι Πριγκόζιν (της Ομάδας Βάγκνερ). Αντιθέτως, εξακολουθούν να ακούγονται περισσότερο από όλους στη ρωσική τηλεόραση και να επηρεάζουν το κοινό αίσθημα της «βαθιάς» Ρωσίας, υποστηρίζοντας, μεταξύ άλλων, ότι απαραίτητη προϋπόθεση για να τερματιστεί ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι να εξαλειφθεί το «ναζιστικό» καθεστώς του Κιέβου, καθώς και να πάψει η χώρα να υφίσταται ως κρατική οντότητα.
«Η παράλογη ρωσική εισβολή αύξησε το αμοιβαίο μίσος μεταξύ δύο εθνών που ανέκαθεν μισούσαν το ένα το άλλο, απελευθερώνοντας δυνάμεις που ίσως κανένας από τους δύο αντιπάλους, ούτε ο θύτης ούτε το θύμα, να μην είναι πια σε θέση να ελέγξει» γράφει ο Ιμαρίζιο.
Οσον αφορά τους πολλούς λόγους, κοινωνικούς και ιστορικούς, αυτού του ολοένα μεγαλύτερου μίσους που χωρίζει τους δυο λαούς, με βάση τη Δυτική λογική ενδεχομένως να μην γίνονται πλήρως κατανοητοί, αν και σύμφωνα με τον δημοσιογράφο της Repubblica, και μόνο ο πόλεμος των Ουκρανών με τους μπολσεβίκους (1917-1921) αρκεί «για να καταλάβουμε ότι μια πραγματική ειρήνη θα είναι, σε κάθε περίπτωση, πολύ δύσκολο να επιτευχθεί. Αν η επίθεση της Τρίτης μπορεί να μας διδάξει ένα πράγμα, είναι ακριβώς αυτό: όποιος πιστεύει και ευελπιστεί ότι αρκεί μια χειραψία που θα επιβληθεί από τον Τραμπ ή η δημιουργία μιας ουδέτερης ζώνης, ώστε να κρατηθούν σε απόσταση δυο λαοί που θεωρούν ο ένας τον άλλον υπαρξιακή απειλή, κάνει λάθος» καταλήγει.