Μισό αιώνα και πλέον μετά το πραξικόπημα που τον έφερε στην εξουσία, η μαύρη κωμωδία «El Conde» παρουσιάζει τον Αουγκούστο Πινοσέτ ως... βαμπίρ | IMDB, Netflix
Θέματα

Οταν το σινεμά χτυπάει τους δικτάτορες με όπλο τη σάτιρα

Στην υποψήφια για Οσκαρ ταινία «Ο Κόμης» (El Conde), o χιλιανός δικτάτορας Αουγκούστο Πινοσέτ είναι ένας ετοιμοθάνατος βρικόλακας - Από τον «Μεγάλο Δικτάτορα» του Τσάπλιν ως τους «Παραγωγούς» του Μελ Μπρουκς και τον «Θάνατο του Στάλιν», η Εβδομη Τέχνη έχει δημιουργήσει παράδοση στην κωμική απεικόνιση αυταρχικών προσωπικοτήτων
Protagon Team

Η δικτατορία της Χιλής υπό τον Αουγκούστο Πινοσέτ ήταν μια από τις πιο αιματηρές στην πολύπαθη ιστορία της Λατινικής Αμερικής. Στα 17 χρόνια που διήρκεσε χιλιάδες αντιφρονούντες συνελήφθησαν, βασανίστηκαν και θανατώθηκαν από το καθεστώς, ενώ εκατοντάδες παραμένουν «αγνοούμενοι» μετά από πέντε δεκαετίες.

Ο σκοτεινός ρόλος της CIA και του πρώην υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ Χένρι Κίσινγκερ αποτελεί ένα διαρκές αντικείμενο έρευνας, ειδικά όσο περνούν τα χρόνια και αποχαρακτηρίζονται τα αρχεία των Ηνωμένων Πολιτειών.

Ο Αουγκούστο Πινοσέτ, που πέθανε από έμφραγμα σε ηλικία 91 ετών το 2006, κατάφερε να μη δικαστεί για τις κατηγορίες για παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων και διασπάθιση δημόσιου χρήματος. Ετσι, ο δικτάτορας που καταδυνάστευσε με σιδηρά πυγμή τη χώρα από το 1973, όταν και έριξε τον σοσιαλιστή Σαλβαντόρ Αλιέντε, μέχρι το 1990, δεν λογοδότησε ποτέ. Μεταξύ πολλών άλλων, για τις δολοφονίες που διαπράχθηκαν από το λεγόμενο «καραβάνι του θανάτου», το απόσπασμα των στρατιωτικών που όργωνε τη χώρα και εκτέλεσε τουλάχιστον 100 αντιφρονούντες μετά το πραξικόπημα της 11ης Σεπτεμβρίου του 1973.

Μισό αιώνα και πλέον μετά το πραξικόπημα που τον έφερε στην εξουσία, μια μαύρη κωμωδία με τίτλο «Ο Κόμης» (El Conde), η οποία ήταν υποψήφια για Οσκαρ Φωτογραφίας (το κέρδισε το φιλμ «Οπενχάιμερ» του Κρίστοφερ Νόλαν), τροφοδοτεί ξανά τη συζήτηση για την απεικόνιση των στυγνών διδακτόρων στον κινηματογράφο.

Η δημοσιογράφος Βάλερι Τραπ θέτει σε άρθρο της στο Atlantic το ερώτημα: «Ποια είναι η σωστή απόσταση από την οποία κινηματογραφείται ένας δικτάτορας;». Ο Πάμπλο Λαρέιν, ο σκηνοθέτης της μαύρης κωμωδίας «El Conde», αντιμετώπισε προσεκτικά αυτό το ερώτημα, σύμφωνα με την Τραπ.

«Φοβήθηκε ότι η χρήση μιας δραματικής οπτικής γωνίας για την απεικόνιση του Αουγκούστο Πινοσέτ, του οποίου η 17χρονη στρατιωτική δικτατορία στη Χιλή κατέστησε τα βασανιστήρια και τις αναγκαστικές εξαφανίσεις κρατική πολιτική, ενείχε τον κίνδυνο να δημιουργήσει “κάποιου είδους ενσυναίσθηση” στους θεατές» γράφει η δημοσιογράφος του Atlantic.

«Θα ήταν εντελώς ανήθικο και επικίνδυνο να κάνουμε κάτι τέτοιο» σημείωσε ο σκηνοθέτης σε συνέντευξή του στο Hollywood Reporter. Αντ’ αυτού, γύρισε μια ασπρόμαυρη ταινία στην οποία, με όχημα τη σάτιρα, «παράγει μια απόσταση που είναι απαραίτητη» και παρουσιάζει τον Πινοσέτ ως βρικόλακα.

Η ισπανόφωνη ταινία προσεγγίζει την ιστορία υπό το πρίσμα του παραλόγου. Σύμφωνα με την ιστοσελίδα του αμερικανικού περιοδικού, βλέπουμε τον Πινοσέτ «περισσότερο ως γελοίο παρά ως φρικιαστικό. Είναι ένα τέρας 250 ετών ντυμένο με κομψές γούνες και κάπες τύπου Μπάτμαν». Τα πέντε αδέξια ενήλικα παιδιά του τσακώνονται για την κληρονομιά του, σαν χαρακτήρες βγαλμένοι από το «Succession», και φωνάζουν «Καλησπέρα, στρατηγέ!» όταν ο πατέρας τους εμφανίζεται στο δείπνο.

Ο Πινοσέτ-βρικόλακας προτιμά το αγγλικό αίμα («έχει κάτι από Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία») και δεν θα συνιστούσε αυτό της Νότιας Αμερικής («το αίμα των εργατών»), αλλά κατά την άποψή του δεν είναι κακός. «Γιατί όλοι αυτοί οι φόνοι και οι κλοπές;» διερωτάται η Τραπ στο Altantic. Απαντά η ίδια με μια ατάκα του Πινοσέτ στην ταινία: «Δεν μπορώ να ζω σαν χωριάτης» λέει ο πρωταγωνιστής στον μπάτλερ του, με ένα ντροπαλό ανασήκωμα των ώμων.

Το «El Conde» αποτελεί μέρος μιας παράδοσης ταινιών που προσεγγίζουν με τη δύναμη της σάτιρας στυγνούς δικτάτορες. Η Τραπ κάνει μια αναδρομή:

—Οι παρωδίες για τον Χίτλερ ξεκίνησαν ήδη από τη δεκαετία του 1940, με τον «Μεγάλο Δικτάτορα» του Τσάρλι Τσάπλιν, την πρώτη ομιλούσα ταινία του.

Ο Τσάρλι Τσάπλιν στην ταινία «Ο Μεγάλος Δικτάτωρ», του 1940

— Συνεχίστηκαν σε ταινίες όπως «Δυο Τρελοί Τρελοί Παραγωγοί» (The Producers) του Μελ Μπρουκς, το 1967. Ο Μπρουκς, σεναριογράφος και σκηνοθέτης της ταινίας «The Producers», εξήγησε το 2018 την προσέγγισή του στο Atlantic μιλώντας για «τον τρόπο που ρίχνεις τον Χίτλερ»:

—Στο φιλμ «Κοίτα Ποιος Γύρισε» (Sono tornato) του Λούκα Μινιέρο, που βγήκε στις αίθουσες το 2018, ο Μπενίτο Μουσολίνι επιστρέφει υπό αδιευκρίνιστες συνθήκες στην Ιταλία, 73 χρόνια μετά τον θάνατό του.

—Στο «Jojo Rabbit» του Τάικα Γουαϊτίτι (ταινία του 2019), ο δεκάχρονος Τζότζο περνάει το καλοκαίρι του σε μια κατασκήνωση της ναζιστικής νεολαίας και φαντασιώνεται ότι ο καλύτερος φίλος του είναι ο Αδόλφος Χίτλερ.

—Το φιλμ «Ο Θάνατος του Στάλιν», του Αρμάντο Ιανούτσι (2017), είναι μια αντιεξουσιαστική σάτιρα με μαύρο χιούμορ. Μετά τον θάνατο του απόλυτου κυρίαρχου της Σοβιετικής Ενωσης, όσοι τον περιστοιχίζουν κάνουν τα πάντα για να κατακτήσουν την υπέρτατη εξουσία του.

Το επίσημο τρέιλερ της κωμωδίας «Ο Θάνατος του Στάλιν» (Youtube):

—Νωρίτερα, στην ταινία «Η Συνέντευξη» (The Interview) του 2014, ο αμερικανός παρουσιαστής μιας δημοφιλούς βραδινής εκπομπής καταφέρνει να κλείσει συνέντευξη με τον Κιμ Γιονγκ Ουν, τον αδίστακτο δικτάτορα της Βόρειας Κορέας, και ταξιδεύει στην περίκλειστη χώρα του.

Σύμφωνα με την Τραπ και το Atlantic, στο «El Conde» το κοινό γελάει με την καρικατούρα του Πινοσέτ βλέποντάς τον να αναμειγνύει smoothies με αίμα και να πετάει πάνω από τους ουρανοξύστες του Σαντιάγο. Ο δικτάτορας που κυβέρνησε με φόβο και βία «ξεφουσκώνει από την καρφίτσα της ανοησίας», σχολιάζει η συντάκτρια του άρθρου.

Ο Πάμπλο Λαρέιν, σκηνοθέτης της ταινίας, εστιάζει στη φιλαργυρία, καθώς πιστεύει ότι είναι ένας από τους βασικούς λόγους για την ανάδυση των αυταρχικών προσωπικοτήτων και των δικτατόρων ανά τον κόσμο.

Οι κίνδυνοι της διακωμώδησης

Υπάρχουν όμως και κίνδυνοι όταν προσεγγίζει κανείς μέσω της κωμωδίας αιμοσταγείς δικτάτορες. «Η διακωμώδηση ενός δικτάτορα θα μπορούσε εύκολα να γυρίσει μπούμερανγκ, υποβαθμίζοντας τη σκληρότητα στην αναζήτηση της κωμωδίας» επισημαίνει η Βάλερι Τραπ. Ειδικά στις σάτιρες για τον Χίτλερ, οι κριτικοί έχουν ενίοτε επισημάνει το πρόβλημα ότι επιτρέπουν στους θεατές να κοιτάξουν αλλού και όχι στις θηριωδίες που διέπραξε κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.

Η Τραπ σημειώνει ότι το «El Conde» κινείται πάνω στο όριο. Για παράδειγμα, σε έναν διάλογο που γίνεται «με την αλαζονική ελαφρότητα δυο φίλων που συζητούν τα πλεονεκτήματα του τένις έναντι του γκολφ, ο μπάτλερ του Πινοσέτ λέει: “Μου άρεσε να σκοτώνω, ενώ εσένα πάντα σου άρεσε να κλέβεις”. Και ο δικτάτορας απαντά: “Οχι, μου άρεσε να σκοτώνω κιόλας!”». 

Ο πραγματικός στόχος της ταινίας δεν είναι αποκλειστικά ο Πινοσέτ, αλλά και όσα αντιπροσωπεύει: μια μακρόχρονη παράδοση εκμετάλλευσης και κατάχρησης εξουσίας. Σύμφωνα με το Atlantic, το «El Conde» και οι άλλες παρωδίες δικτατόρων προσφέρουν μια ακόμη διάσταση, μια διαφορετική οπτική στο κοινό, παρουσιάζοντάς τους ως «συρρικνωμένες φιγούρες, παραμορφωμένες από τη βαμπιρική δίψα για περισσότερα».