Το ντοκιμαντέρ «Beatles ’64» της Disney, με παραγωγό τον Μάρτιν Σκορσέζε και σκηνοθέτη τον Ντέιβιντ Τεντέσκι, καταγράφει το ντεμπούτο της θρυλικής βρετανικής ποπ μπάντας στις ΗΠΑ, το 1964, και τη φρενίτιδα που προξένησαν εκείνες οι φρέσκες μελωδίες στην αμερικανική νεολαία.
Στο φιλμ, το οποίο είναι διανθισμένο με σπάνια πλάνα από λήψεις παρασκηνίων, εξιστορείται το φαινόμενο των Fab Four και η ενθουσιώδης πρόσληψή του από τους Αμερικανούς. Η Repubblica (Τζίνο Καστάλντο) παρουσίασε το θέμα με ανάλογο ενθουσιασμό.
Μάλιστα, βασιζόμενο σε σχετική δήλωση του Πολ ΜακΚάρτνεϊ, το μέσο της Ρώμης έγραψε ότι, όσο να ‘ναι, «οι Αμερικανοί βρήκαν μια κάποια παρηγοριά στους Beatles ύστερα από τη δολοφονία του Κένεντι». Ηταν, δηλαδή, και θέμα timing ο γενικός πανζουρλισμός λόγω Beatles. «Εφθασαν στις ΗΠΑ την κατάλληλη στιγμή, ήταν μια μεγάλη ιστορική σύμπτωση».
Και κάτι ακόμη: «Σίγουρα στα τέλη του 1963 η Αμερική είχε έλλειψη μουσικής, είχε λίγα τραγούδια για να ονειρεύεται, να δραπετεύει, να ατενίζει το μέλλον με συγκίνηση και φαντασία». Γεγονός είναι, συνέχισε τη δική του εξιστόρηση ο Καστάλντο, ότι μόλις οι Beatles προσγειώθηκαν στη Νέα Υόρκη, στις 7 Φεβρουαρίου 1964, ξέσπασε συλλογικός πυρετός.
Η Beatlemania είχε ήδη εκραγεί στην Ευρώπη, οι έφηβοι λάτρευαν το «She Loves Υou», αλλά στις ΗΠΑ δεν ήξεραν τίποτα για το φαινόμενο, καθώς η λάμψη των Fab Four δεν είχε φτάσει ακόμα εκεί. Οταν έφθασε όμως, «το τσουνάμι κατέκλυσε τα πάντα».
Κατά τον αρθρογράφο «οι Αμερικανοί αγνοούσαν την ύπαρξη της αγγλικής μουσικής, έτσι παραδόθηκαν αμαχητί σε αυτό που ονομάστηκε ‘‘βρετανική εισβολή’’». Υπάρχουν και οι αποδείξεις: «Οι φωτογραφίες και τα πλάνα της εποχής δείχνουν πλήθη από Αμερικανάκια να έχουν ‘‘δαιμονιστεί’’ στα καλά καθούμενα».
Οι Beatles, σχολίασε ο Καστάλντο, ήθελαν να έχουν την ευκαιρία τους στις ΗΠΑ, όμως το 1963 μια τέτοια φιλοδοξία φάνταζε άπιαστο όνειρο. «Ωστόσο ο μάνατζέρ τους Μπράιαν Επστάιν έκανε κάποιες προσπάθειες. Ηταν άγνωστοι στην Αμερική, έτσι έκαναν δύο εμφανίσεις στο σόου του Εντ Σάλιβαν για 10.000 δολάρια και δύο συναυλίες στο Carnegie Hall για 6.500 δολάρια».
Ο Σάλιβαν, έμπειρος τηλεοπτικός παρουσιαστής, είχε προσκαλέσει τους Beatles έχοντας γνώση του θέματος. Πρώτον, ήθελε να αποσβέσει τη χασούρα από την υπόθεση της πρώτης τηλεοπτικής παρουσίασης του Ελβις Πρίσλεϊ, ο οποίος του γλίστρησε μέσα από τα χέρια. Δεύτερον, ήξερε τι προκαλούν οι τέσσερις Βρετανοί στο πέρασμά τους. Από σύμπτωση, αλλά το ήξερε.
«Σε κάποιο από τα ταξίδια του στην Αγγλία είχε κολλήσει στο αεροδρόμιο του Λονδίνου λόγω της άφιξης των Beatles από τη Σουηδία. Συνειδητοποίησε επί τόπου το κλίμα τρέλας που προκαλούσε η μπάντα και αποφάσισε αμέσως να καπαρώσει την αμερικανική πρώτη εμφάνισή τους. Αλλά και οι ΗΠΑ τούς γνώριζαν, αφού το τραγούδι ‘‘I Want to Ηold your Ηand’’ είχε ανεβεί στο Νο 1 των charts».
Ο Καστάλντο έγραψε ότι ο Σάλιβαν, με κόστος μικρό, έστησε μια παράσταση που την είδαν 73 εκατομμύρια Αμερικανοί. «Κατά τη διάρκεια του σόου σημειώθηκε μείωση της εγκληματικότητας, έτσι οι ίδιοι οι Beatles βγήκαν και είπαν τη διάσημη ατάκα τους, ότι ‘‘ακόμα και οι κλέφτες μάς συμπάθησαν’’. Οι ρεπόρτερ ρωτούσαν τα πιτσιρίκια αν αγαπούν περισσότερο από τους Beatles κάποιον αμερικανό τραγουδιστή, και εκείνα απαντούσαν με πάθος: ‘‘Οχιιιι!’’. Τα κοριτσόπουλα συνωθούνταν μπροστά από το ξενοδοχείο ‘‘Plaza’’ όπου διέμεναν οι Fab Four».
Ο επίλογος του ρεπορτάζ για το ντοκιμαντέρ ήταν συναισθηματικός, αφιερωμένος «στις vintage εικόνες με τον Πολ και τον Ρίνγκο», στα διάφορα σχόλια των τεσσάρων βρετανών μουσικών για την αμερικανική εμπειρία τους. «‘‘Εμείς ήμασταν αρκετά ήρεμοι, ο υπόλοιπος κόσμος ήταν ο παλαβός’’ είπε κάποια στιγμή ο Τζορτζ. Οι Beatles ανακάλυψαν την Αμερική, αλλά και η Αμερική ανακάλυψε τους Beatles και ευθυγραμμίστηκε με τον υπόλοιπο κόσμο. Αυτή η ιστορία της μαζικής αγάπης δεν τελείωσε ποτέ επί της ουσίας».