| CreativeProtagon
Θέματα

Οταν οι Big Tech είναι πιο ισχυρές από τα κράτη

Πώς οι επιχειρηματικοί κολοσσοί -κυρίως του κλάδου των τεχνολογιών- μπορούν, δια της χρηματοδότησης αλλά και μέσω άλλων οδών, όχι μόνο να επηρεάζουν, αλλά και να καθορίζουν πολιτικές αποφάσεις
Protagon Team

Δυστυχώς αποτελεί γεγονός: οι δημοκρατίες καλούνται να αντιμετωπίσουν τόσες πολλές απειλές, εσωτερικές και εξωτερικές, που ορισμένες ανισορροπίες οι οποίες προκαλούνται από τη συσσώρευση τεράστιου πλούτου αλλά κυρίως εξουσιών ανώτερων από εκείνες των κρατών και των θεσμών τους, δεν προκαλούν πλέον έκπληξη ούτε ανησυχία.

Στην επισήμανση αυτή προβαίνει σε ανάλυσή του ο Φερούτσο ντε Μπόρτολι, πρώην διευθυντής και νυν αρθρογράφος της ιταλικής εφημερίδας Corriere della Sera. «Πράγματι, μέσα στο δικαιολογημένο άγχος για τη δημιουργία κολοσσών στη βιομηχανία και χρηματοοικονομικά, ακόμη και η Ευρωπαϊκή Ενωση, η οποία τείνει περισσότερο προς τους κανόνες της αγοράς, εμφανίζεται πρόθυμη να θυσιάσει τις αρχές του ανταγωνισμού προκειμένου να ευνοήσει τους μεγάλους ομίλους. Στο πλαίσιο του ανταγωνισμού με αμερικανικές και κινεζικές πολυεθνικές στην ψηφιακή τεχνολογία και, κυρίως, στην Τεχνητή Νοημοσύνη, ο δρόμος αυτός είναι υποχρεωτικός» σημειώνει.

Οσον αφορά την κατάσταση στις ΗΠΑ, κυριαρχεί η δημοσκοπική άνοδος του Ντόναλντ Τραμπ, ειδικά μετά την απόπειρα δολοφονίας του, και η δύση του άστρου του Τζο Μπάιντεν. Ομως το ότι ο Ελον Μασκ αποφάσισε να χρηματοδοτεί με 45 εκατ. δολάρια τον μήνα, έως τη διεξαγωγή των εκλογών, την προεκλογική εκστρατεία του Τραμπ «εντάσσεται στην κανονικότητα, δεν προκαλεί εντύπωση» γράφει ο Ντε Μπόρτολι.

«Το ειδικό βάρος ορισμένων δωρητών πιστοποιεί πλέον μόνο την επιτυχία ενός ηγέτη, την ελκτική του δύναμη. Δεν προκαλεί πια, όπως κάποτε, φόβους για υπερβολική εξάρτηση ή μελλοντικά ανταλλάγματα. Το ίδιο ισχύει και για τους Δημοκρατικούς. Οι χρηματοδότες που ασκούσαν πίεση ώστε να αποχωρήσει ο Μπάιντεν δεν ήθελαν να πάει χαμένη η επένδυσή τους. Και γίνονταν κατανοητοί, ωσάν όλα αυτά να αποτελούν μέρος μιας κανονικότητας» προσθέτει.

Οι αποκαλούμενες Big Tech, οι οποίες αρχικά χαρακτηρίζονταν ακόμη και ως ελευθεριακές και παραδοσιακά πρόσκειντο στους Δημοκρατικούς, προσεγγίζουν τον πιθανό νικητή των εκλογών της 5ης Νοεμβρίου, που ήδη υποστηρίζεται ευρέως, μεταξύ άλλων, από τον εφευρέτη του PayPal, Πίτερ Τίελ, για τον οποίο στο παρελθόν εργάστηκε και ο Τζέι Ντι Βανς, ο υποψήφιος αντιπρόεδρος του Ντόναλντ Τραμπ.

Ενας άλλος ισχυρός υποστηρικτής και δωρητής του Τραμπ είναι ο δισεκατομμυριούχος Μαρκ Αντρισεν, εκ των πρωτοπόρων του διαδικτύου και της Σίλικον Βάλεϊ, αλλά και συγγραφέας ενός μανιφέστου όπου τάσσεται υπέρ ενός αυταρχικού και αποδοτικού καπιταλισμού.

Η προληπτική στροφή των Big Tech προς το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα και τον Ντόναλντ Τραμπ «εκλαμβάνεται ως πολύτιμη και έγκυρη υπόδειξη εκείνων που χτίζουν το μέλλον. Η ανωμαλία της τεράστιας ισχύος τους μοιάζει πλέον ασήμαντη. Και, δεδομένης της κινεζικής πρόκλησης και της επιστροφής (σε αμφότερα τα κόμματα) ενός οικονομικού εθνικισμού, τείνει ακόμη και να εξαλειφθεί» γράφει ο Ντε Μπόρτολι στην Corriere della Sera.

Θέλοντας να καταδείξει το μέγεθος αλλά και τον άκρως αρνητικό αντίκτυπο της ανισορροπίας μεταξύ οικονομικής ισχύος και δημοκρατικών θεσμών, ο αρθρογράφος επικαλείται δύο γεγονότα διαφορετικής φύσης.

Το πρώτο είναι η εντυπωσιακή αποτυχία του παγκόσμιου ελάχιστου φόρου (global  minimum tax), στόχος του οποίου ήταν να υποχρεωθούν οι μεγάλες πολυεθνικές, ειδικά οι τεχνολογικοί κολοσσοί, να αρχίσουν να καταβάλλουν ένα μέρος των τεράστιων κερδών τους (15%) ως φόρο.

Επειτα από μια σειρά από μεμονωμένες ενέργειες στην Ινδία, στην Ιταλία, στη Γαλλία και στη Βρετανία, τα κράτη-μέλη του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) κατέληξαν το 2021 σε μια συμφωνία που χαρακτηρίστηκε ως ιστορική και επαναστατική, με τη συμμετοχή, μάλιστα, της Ομάδας των 20 (G20) και της Ευρωπαϊκής Ενωσης.

Στο πλαίσιο της συμφωνίας προβλεπόταν καταρχάς η φορολογία των υπερπολυεθνικών με τουλάχιστον 20 δισ, ευρώ τζίρο και μικτό κέρδος 10%, λόγω της παρουσίας τους (και μόνο) στην αγορά. Προβλεπόταν επίσης η φορολογία, με πιο παραδοσιακούς κανόνες, πολυεθνικών ομίλων με τζίρο τουλάχιστον 750 εκατ. ευρώ.

Το πρώτο μέρος της συμφωνίας, παρότι εγκρίθηκε από τον ΟΟΣΑ, δεν μεταφράστηκε σε νόμο από κανένα από τα κράτη-μέλη του οργανισμού (λόγω της πολυπλοκότητας της όλης διαδικασίας). Το δεύτερο μέρος τέθηκε σε ισχύ στην ΕΕ, αλλά και στην Ιαπωνία και στη Νότια Κορέα, στις αρχές του τρέχοντος έτους. Λόγω, όμως, και των πολλών εξαιρέσεων που εισήγαγε ο ΟΟΣΑ, θα παραμείνει ανερφάρμοστος τουλάχιστον για τα επόμενα πέντε χρόνια.

Οσον αφορά τις ΗΠΑ, τόσο οι Ρεπουμπλικανοί όσο και οι Δημοκρατικοί εμφανίζονται ιδιαίτερα επιφυλακτικοί με τη συμφωνία στο σύνολό της. «Είναι περιττό να πούμε ποιος κέρδισε μια παρτίδα που τη στιγμή της συμφωνίας χαρακτηριζόταν καθοριστική για την ίδια τη σταθερότητα των δημοκρατικών συστημάτων» σχολιάζει ο ιταλός αρθρογράφος.

Το δεύτερο περιστατικό που επικαλείται στην ανάλυσή του σχετίζεται με μια απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου των ΗΠΑ με την οποία αναγνωρίζει –βάσει της πρώτης τροπολογίας του Συντάγματος– την ελευθερία των μέσων κοινωνικής δικτύωσης να διαχειρίζονται τα περιεχόμενα των πλατφορμών σύμφωνα, όχι με τους νόμους, αλλά με τις όποιες δικές τους πολιτικές (πρόκειται για μια ιδιαίτερα κρίσιμη απόφαση, που θα έχει βαθύ αντίκτυπο στο σύνολο των ευρωπαϊκών πολιτικών και κανονισμών για το ζήτημα).

Τα μέλη του Ανωτάτου Δικαστηρίου κλήθηκαν να κρίνουν τη συνταγματικότητα δύο πολιτειακών νόμων, της Φλόριντα και του Τέξας, που καταστρατηγούνταν από την απόφαση του Facebook και του YouTube να αφαιρέσουν κατά βούληση ορισμένα περιεχόμενα που σχετίζονταν «συμπωματικά» –όπως υπογραμμίζει ο Ντε Μπόρτολι– με την εισβολή των οπαδών του Τραμπ στο Καπιτώλιο τον Ιανουάριο του 2021. «Ετσι, ως δια μαγείας, επιστρέφουμε στον πολιτικό πυρήνα των γεγονότων που κλονίζουν την αμερικανική δημοκρατία» καταλήγει ο αρθρογράφος της Corriere della Sera.