Θέματα

Οταν ο Σίντνεϊ Πουατιέ έσπασε τα φυλετικά ταμπού

Το «Μάντεψε ποιος θα έρθει το βράδυ», με πρωταγωνιστή (και) τον προσφάτως εκλιπόντα ηθοποιό, ήταν κυριολεκτικά επαναστατική ταινία για την εποχή της, καθώς το mainstream Χόλιγουντ παρουσίαζε για πρώτη φορά μια διαφυλετική ιστορία αγάπης. Ωστόσο, κάποιοι σκληροπυρηνικοί Αφροαμερικανοί αντέδρασαν αρνητικά
Protagon Team

Το 1967 ήταν μια εξαιρετική χρονιά για τον αείμνηστο Σίντνεϊ Πουατιέ. Εχοντας ήδη στο ενεργητικό του μια δεκαετία κινηματογραφικών επιτυχιών και εν μέσω ραγδαίων κοινωνικών εξελίξεων στο πεδίο των φυλετικών διακρίσεων, εκείνη τη χρονιά εμφανίστηκε σε τρεις επιτυχημένες ταινίες, που πραγματεύονταν τον ρατσισμό, αγαπήθηκαν πολύ από το κοινό και χάρη στις οποίες αναδείχτηκε σε έναν από τους μεγαλύτερους σταρ όλων των εποχών: «Στον κύριό μας με αγάπη» («To Sir With Love»), «Ιστορία ενός εγκλήματος» («In The Heat of the Night») και «Μάντεψε ποιος θα έρθει το βράδυ» («Guess Who’s Coming To Dinner»).

Η πρώτη ήταν βρετανική ταινία του Τζέιμς Κλάβελ, που πραγματευόταν κοινωνικά και φυλετικά ζητήματα σε ένα σχολείο στο κέντρο του Λονδίνου, και η δεύτερη ένα θρίλερ του Νόρμαν Τζούισον για μια έρευνα φόνου στο Μισισιπή. Και οι δύο ήταν μεγάλες επιτυχίες στο box office, πράγμα που έδειξε ότι ο Πουατιέ, εκτός από πολύ καλός μαύρος ηθοποιός, αποδείχτηκε και πολύ εμπορικός. Αλλά πιο σημαντικό από τα τρία αποδείχτηκε το «Μάντεψε ποιος θα έρθει το βράδυ» του Στάνλεϊ Κράμερ, που είχε μια κοινωνική εμβέλεια η οποία ξεπέρασε τυχόν ελαττώματα στην καλοπροαίρετη εκτέλεσή του, γράφει στην Telegraph ο δημοσιογράφος και συγγραφέας ιστορικών βιογραφιών Αλεξάντερ Λάρμαν. (Δείτε το trailer της ταινίας)

Ο σεναριογράφος Γουίλιαμ Ρόουζ είχε χτίσει τη φήμη του με κωμωδίες όπως η «Συμμορία των πέντε» («Ladykillers», 1955) και «Είναι ένας τρελός… τρελός… τρελός κόσμος» («It’s a Mad, Mad, Mad, Mad World»,1963) αλλά η συνεργασία του με τον Στάνλεϊ Κράμερ, τον κορυφαίο τότε σκηνοθέτη του Χόλιγουντ των «ταινιών με κοινωνικά μηνύματα», τον οδήγησε προς μια πιο ρεαλιστική κατεύθυνση.

Ο Κράμερ και ο Πουατιέ είχαν συνεργαστεί και παλιότερα στο δράμα «Οταν σπάσαμε τις αλυσίδες» («The Defiant Ones»,1958), είχαν απολαύσει τη συνεργασία τους και ήθελαν να ξαναδουλέψουν μαζί. Τελικά, τα κατάφεραν σχεδόν μία δεκαετία αργότερα, όταν ο Κράμερ και ο Ρόουζ είχαν μια πρωτοποριακή και εξίσου τολμηρή ιδέα: να παρουσιάσουν το μέχρι τότε θέμα ταμπού του διαφυλετικού γάμου σε μια mainstream ταινία του Χόλιγουντ.

Χρονιά φυλετικών εντάσεων

Το 1967 ήταν μια εποχή με μηνύματα ειρήνης και αγάπης, αλλά και μεγάλων φυλετικών εντάσεων στις ΗΠΑ. Ο Μάλκολμ Χ είχε δολοφονηθεί δύο χρόνια πριν, και κάθε κίνηση και ομιλία του Μάρτιν Λούθερ Κινγκ προκαλούσε τις αντιδράσεις εξαγριωμένων συμμοριών ρατσιστών, τις οποίες ενθάρρυνε σιωπηρά ο σκοτεινός αρχηγός του FBI Τζέι Εντγκαρ Χούβερ, που θα ήθελε πολύ να δει αυτόν τον «ταραχοποιό» να εξαφανίζεται.

Εν τω μεταξύ, το 1963, ο Σίντνεϊ Πουατιέ είχε γράψει ιστορία: Ηταν ο πρώτος αφροαμερικανός ηθοποιός που κέρδισε το Οσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του στο «Λευκοί άγγελοι, μαύροι άγγελοι» («Lilies of the Field»). Ωστόσο, θα χρειαζόταν να περάσουν 37 ολόκληρα χρόνια για να επαναληφθεί. Το 2002 ο Ντένζελ Ουάσινγκτον βραβεύτηκε με το Οσκαρ Α’ Ανδρικού Ρόλου για την ερμηνεία του στην «Ημέρα εκπαίδευσης» («Training Day»). Στην ίδια τελετή τιμήθηκε και ο Πουατιέ με το Βραβείο της Ακαδημίας για τη συνολική συνεισφορά του στον κινηματογράφο σαν ηθοποιός και σκηνοθέτης. (Δείτε το trailer του «Λευκοί άγγελοι, Μαύροι άγγελοι»)

Ο Ουάσινγκτον, παίρνοντας το βραβείο είπε, απευθυνόμενος στον Πουατιέ: «Θα σε κυνηγάω πάντα, Σίντνεϊ. Πάντα θα ακολουθώ τα βήματά σου. Δεν υπάρχει τίποτα άλλo που θα προτιμούσα να κάνω, κύριε». Μια δεκαετία νωρίτερα, εξάλλου, όταν ο Πουατιέ τιμήθηκε με το Βραβείο Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου για τη συνολική συνεισφορά του, ο Ντένζελ Ουάσινγκτον έκλεισε την ομιλία του για τον μέντορά του λέγοντας: «… Σήμερα βρίσκομαι εδώ χάρη στον Σίντνεϊ Πουατιέ. Χάρη στον χρόνο που μου αφιέρωσε, τις συμβουλές που μου έδωσε, το παράδειγμα, που ήταν για μένα και για πολλούς άλλους αφροαμερικανούς ηθοποιούς. Σε αγαπώ, σε σέβομαι, σε μιμούμαι, σε ευλογώ».

Ωστόσο, ο Πουατιέ είχε αποφύγει τις απροκάλυπτα πολιτικές ταινίες, προτιμώντας να υποδύεται αυστηρά ηθικούς χαρακτήρες που έδιναν το καλό παράδειγμα σε λευκό και μαύρο κοινό. Οταν ο Κράμερ τον πλησίασε για να παίξει το ρόλο ενός μαύρου γιατρού της μεσοαστικής τάξης, που είναι αρραβωνιασμένος με μια λευκή, ο Πουατιέ αναγνώρισε ότι αυτό παρουσίαζε μια μοναδική πρόκληση, κυρίως λόγω του σοκ που προκάλεσε η φυλή του ρόλου του στους γονείς της μνηστής. Ο δρ Τζον Πρέντις, τον οποίο θα υποδυόταν, ήταν κάτι σαν κοσμικός άγιος, μια σκόπιμη απόφαση από την πλευρά των Κράμερ και Ρόουζ, γράφει στην Telegraph ο Αλεξάντερ Λάρμαν. Οπως είπε ο σκηνοθέτης: «Διάολε, κάναμε σκόπιμα την κατάσταση τέλεια, και μόνο για έναν λόγο. Αν αφαιρέσεις όλους τους άλλους λόγους για να μην παντρευτούν, τότε αφήνεις μόνο μια ερώτηση. Θα απαγορεύσει ο Σπένσερ Τρέισι (πατέρας της αγαπημένης του Πουατιέ) τον γάμο επειδή ο γαμπρός είναι μαύρος; Αυτό είναι το μόνο ζήτημα και σκόπιμα αφαιρέσαμε όλα τα άλλα εμπόδια για να επικεντρωθούμε σε αυτό».

Κόντρα στο νόμο 17 Πολιτειών!

Οταν ξεκίνησαν τα γυρίσματα, στις αρχές του 1967, ο διαφυλετικός γάμος ήταν ακόμα παράνομος σε 17 πολιτείες, κυρίως του Νότου, ενώ οι απόψεις κατά της φυλετικής μίξης ήταν διάχυτες σε όλη την Αμερική. Ο Πουατιέ συμφώνησε να ερμηνεύσει τον ρόλο πριν καν δει το σενάριο, και αργότερα είπε: «Κανένας παραγωγός, κανένας σκηνοθέτης δεν θα μπορούσε να βρει τα χρήματα, ούτε θα το έπαιζαν τα σινεμά στην Αμερική. Ο Κράμερ, όμως, έκανε τον κόσμο να δει το θέμα για πρώτη φορά…  Το αντιμετώπισε με χιούμορ, αλλά τόσο απαλά, τόσο ανθρώπινα, τόσο στοργικά, που έκανε τους πάντες να σκεφτούν το ερώτημα για πρώτη φορά στην ιστορία του κινηματογράφου».

Στο καστ συμμετείχε το θρυλικό ζευγάρι και στην πραγματική ζωή Κάθριν Χέπμπορν και Σπένσερ Τρέισι, καθώς και η Κάθριν Χότον (ανιψιά της Χέπμπορν) στον ρόλο της αρραβωνιαστικιάς του Πουατιέ. Ο Τρέισι είχε δουλέψει με τον Κράμερ αρκετές φορές στο παρελθόν και ο Πουατιέ ένιωθε νευρικότητα παίζοντας απέναντί ​​του: «Οταν πήγα να παίξω μια σκηνή με τον Τρέισι και τη Χέπμπορν, δεν μπορούσα να θυμηθώ λέξη. Τελικά, ο Στάνλεϊ Κράμερ μου είπε “Τι θα κάνουμε;”. Είπα, “Στάνλεϊ, στείλε αυτούς τους δύο ανθρώπους στο σπίτι. Θα παίξω τη σκηνή με δύο κενές καρέκλες. Δεν τους θέλω εδώ γιατί δεν μπορώ να διαχειριστώ τέτοιου είδους παρέα”. Τους έστειλε σπίτι. Eπαιξα τη σκηνή σε κοντινό πλάνο με δύο άδειες καρέκλες και ένας βοηθός διάβαζε τα λόγια του κυρίου Τρέισι και της κυρίας Χέπμπορν εκτός κάμερας», είπε αργότερα.

Τόσο ο Τρέισι όσο και η Χέπμπορν ήταν φιλελεύθεροι και είχαν επικροτήσει την κοινωνική πρόθεση της ταινίας, διατηρούσαν, όμως, μια αμυδρή αίσθηση αμφιβολίας σχετικά με το επίπεδο του Πουατιέ ως ηθοποιού· όπως αναγνώρισε ευγενικά, τις πρώτες μέρες των γυρισμάτων ήταν «υπό στενή παρακολούθηση» στο πλατό. Ωστόσο, συνειδητοποίησε επίσης ότι «έπρεπε να πουν στον εαυτό τους (και είμαι βέβαιος ότι το έκαναν) πως αυτό το παιδί πρέπει να είναι πολύ καλό, γιατί ο Στάνλεϊ τρελαίνεται να δουλεύει μαζί του».

Το μεγάλο φινάλε του Τρέισι

Εκείνες τις ημέρες, η Χέπμπορν ενδιαφερόταν σχεδόν αποκλειστικά για την υγεία του Τρέισι. Επασχε από καρδιοπάθεια, διαβήτη και άλλες επιπλοκές εξαιτίας του αλκοολισμού του. Και επειδή ήταν ανασφάλιστος, η Χέπμπορν και ο Κράμερ καθυστερούσαν τους μισθούς τους για την περίπτωση που πέθαινε κατά τη διάρκεια της παραγωγής και έπρεπε να προσληφθεί άλλος ηθοποιός. Οπως είπε ο Πουατιέ, «η ασθένεια του Σπένσερ κυριαρχούσε πάνω από όλα. Ηξερα ότι η υγεία του ήταν πολύ κακή και πολλοί από τους ανθρώπους που γνώριζαν την κατάσταση, δεν πίστευαν ότι θα τελειώναμε την ταινία, δηλαδή ότι ο Τρέισι δεν θα μπορούσε να ολοκληρώσει την ταινία. Οσοι ήμασταν κοντά ξέραμε ότι ήταν ακόμα χειρότερα τα πράγματα. Η Κέιτ τον πηγαινοέφερνε στο πλατό. Δούλευε μαζί του τα λόγια του. Κανόνιζε με τον Κράμερ τις κατάλληλες ώρες, που μπορούσε να κάνει αυτό που έπρεπε, και αυτό που δεν μπορούσε να κάνει ήταν διαφορετικό κάθε μέρα. Υπήρχαν ημέρες που δεν μπορούσε να κάνει τίποτα. Υπήρχαν όμως ημέρες που ήταν υπέροχος, και είχα την ευκαιρία να μάθω πώς ήταν να δουλεύεις με τον Τρέισι».

Ο Σπένσερ Τρέισι κατάφερε τελικά να ολοκληρώσει την ταινία, μόλις 17 ημέρες πριν πεθάνει. Μετά, η Χέπμπορν ήταν τόσο ταραγμένη, που δεν μπορούσε να την παρακολουθήσει. Ωστόσο, το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε τους υφιστάμενους νόμους κατά της φυλετικής μίξης δύο ημέρες μετά τον θάνατο του Τρέισι, στις 12 Ιουνίου 1967, διασφαλίζοντας ότι η πρεμιέρα της τον Δεκέμβριο θα ήταν ταυτόχρονα ένας φόρος τιμής στον αείμνηστο πρωταγωνιστή της ταινίας και στα θέματα κοινωνικής δικαιοσύνης.

Οι Κράμερ και Ρόουζ πρόβαλαν προσεκτικά το «Μάντεψε ποιος θα έλθει το βράδυ», τόσο σαν οικογενειακή κωμωδία όσο και σαν αντιρατσιστικό δράμα, πράγμα που σημαίνει ότι απευθυνόταν σε ένα ευρύτερο κοινό από ό,τι η πιο βίαιη «Ιστορία ενός εγκλήματος» της ίδιας χρονιάς. Οταν κυκλοφόρησε, στις 11 Δεκεμβρίου 1967, το μάρκετινγκ έδωσε έμφαση στο καστ των πρωταγωνιστών και τον διάσημο σκηνοθέτη όσο και στα πρωτοποριακά του θέματα, που την έκαναν τελικά σημαντική εισπρακτική επιτυχία. Με προϋπολογισμό 4 εκατ. δολαρίων, η ταινία απέφερε σχεδόν 60 εκατ. δολάρια. Εγινε, μάλιστα, επιτυχία και στις πολιτείες του Νότου όπου, πριν από λίγους μήνες, μια λευκή και ένας μαύρος δεν μπορούσαν να παντρευτούν νόμιμα.

Ακόμη, η ταινία υπήρξε υποψήφια σε 10 κατηγορίες Οσκαρ κερδίζοντας τελικά το Οσκαρ Καλύτερου Πρωτότυπου Σεναρίου για τον Ρόουζ και το Οσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου για την ερμηνεία της Κάθριν Χέπμπορν (το δεύτερο Οσκαρ της), η οποία κέρδισε επίσης ένα BAFTA, όπως και ο Σπένσερ Τρέισι.

Αναπάντεχες αντιδράσεις

Ωστόσο, παρά την καταξίωση της ταινίας, υπήρξαν κάποια παράπονα, ειδικά εκ μέρους του μαύρου κοινού. Ειπώθηκε, για παράδειγμα, ότι ο «άγιος» χαρακτήρας του Πουατιέ επισκίασε στην ουσία μέρος του δράματος. Υπήρξαν ακόμη και ψίθυροι ότι ο χαρακτήρας του Πουατιέ θα μπορούσε να είναι και λευκός. Επιπλέον, ο μαύρος κωμικός Στέπιν Φέτσιτ –διαβόητος ο ίδιος γιατί έπαιζε με ξεπερασμένα μαύρα στερεότυπα– είπε ότι η ταινία «έκανε περισσότερα για να σταματήσει τους διαφυλετικούς γάμους παρά για να τους βοηθήσει», αναφέρει ο Αλεξάντερ Λάρμαν στην Telegraph.

Ωστόσο, η παρακαταθήκη τού «Μάντεψε ποιος θα έλθει το βράδυ» είναι θετική και έγινε δεκτή με εγκαρδιότητα. Το επίτευγμά του φιλμ στην κατάρριψη φραγμών και προκαταλήψεων μπορεί να συνοψιστεί στα περίφημα λόγια, που ο δρ Τζον Πρέντις (Πουατιέ) λέει στον πατέρα του: «Μπαμπά, είσαι ο πατέρας μου. Είμαι ο γιος σου. Σ’ αγαπώ. Πάντα σε αγαπούσα και πάντα θα το κάνω… Αλλά εσύ θεωρείς τον εαυτό σου έγχρωμο. Εγώ σκέφτομαι τον εαυτό μου σαν άντρα».