Ο Νικ στην Ελλάδα | ΙΝΤΙΜΕ/ΜΑΚΡΗΣ ΑΡΓΥΡΗΣ/CreativeProtagon
Θέματα

Οταν ο Γκάλης… δεν γέμισε το μάτι

Ο Νίκος Γκάλης - Γεωργαλής (έτσι γράφτηκε στο φύλλο αγώνα) έκανε το ελληνικό του ντεμπούτο στο παρκέ του «Παλέ ντε Σπορ» στις 2 Δεκεμβρίου, πριν από 42 χρόνια. Στο πρώτο του ματς οι φίλοι του Αρη απογοητεύτηκαν. Δεν ήταν το «θηρίο» που περίμεναν να δουν. Αλλά ο «γκάνγκστερ» έγινε ο ηγέτης που τους υποσχέθηκε - κι όχι μόνο
Sportscaster

Ηταν Οκτώβριος του 1979 όταν πάτησε το πόδι του στην Ελλάδα, όμως η γραφειοκρατία τον κράτησε μακριά από τα γήπεδα για, περίπου, ενάμισι μήνα. Οι οπαδοί του Αρη ανυπομονούσαν να τον δουν να αγωνίζεται. Είχαν ακούσει πολλά για τα κατορθώματά του στην απέναντι ακτή του Ατλαντικού. Το γεγονός ότι η ομάδα τους τον είχε «αρπάξει» μέσα από τα χέρια του Παναθηναϊκού και του Ολυμπιακού, που είχαν καταβάλει υπεράνθρωπες προσπάθειες για να φορέσει τη δική τους φανέλα, έκανε το νέο τους απόκτημα να φαντάζει ακόμη πιο πολύτιμο.

Ο Νίκος Γκάλης – Γεωργαλής (έτσι γράφτηκε στο φύλλο αγώνα) εμφανίστηκε -επιτέλους- στο παρκέ του «Παλέ ντε Σπορ» μια μέρα σαν τη σημερινή (2 Δεκεμβρίου) πριν από 42 χρόνια. Μόλις τον αντίκρισαν, οι θεατές «πάγωσαν». Αυτός ο σχετικά κοντός (1,83) νεαρός με την αφάνα δεν ήταν το «θηρίο» που είχαν πλάσει στο μυαλό τους. Οπως εξομολογήθηκε με χρονοκαθυστέρηση ο άλλοτε αρχηγός του Αρη, Βαγγέλης Αλεξανδρής, είχε εκπλαγεί κι εκείνος με τη σωματοδομή του Νικ, όταν τον είχε υποδεχτεί στο αεροδρόμιο.

Εκείνο το βράδυ ο (πρωταθλητής) Αρης αντιμετώπιζε τον Ηρακλή, τον οποίο νίκησε «στον πόντο» (79-78). Ο Γκάλης, με το Νο 7 στη φανέλα (το «6» το φόρεσε αργότερα), πέτυχε το καλάθι που άνοιξε το σκορ, κι άλλους 28 πόντους μέχρι το τέλος της αναμέτρησης. Δεν ήταν λίγοι. Αλλά, καθώς ο χρόνος κυλούσε, η αμφιβολία για την αξία του σούτινγκ-γκαρντ που είχε έρθει από τις ΗΠΑ εν χορδαίς και οργάνοις, μεγάλωναν. Ο Νικ, εμφανώς τρακαρισμένος, έχασε πολλά «εύκολα» σουτ, όμως το πιο ανησυχητικό ήταν πως δεν έδινε την μπάλα στους συμπαίκτες του.

Την επόμενη μέρα οι εφημερίδες του καταλόγιζαν λάθη ανεπίτρεπτα για κάποιον που σπούδασε το μπάσκετ στην Αμερική, υπογράμμιζαν την έλλειψη ομαδικότητας που τον διέκρινε, και υπενθύμιζαν -με νόημα- το διόλου ευκαταφρόνητο ποσό που είχε δαπανήσει ο σύλλογος της Θεσσαλονίκης προκειμένου να εντάξει τον παίκτη στο δυναμικό του. Κάποιες από αυτές αποκάλυπταν και το παρασκήνιο, μετά το παιχνίδι. Οι συμπαίκτες του (Παπαγεωργίου, Παραμανίδης, Σκόνδρας, Καλαντίδης, Ανανιάδης, Βαμβακούδης, Στυλιανού Σπάρταλης) είχαν παραπονεθεί στον αρχηγό της ομάδας ότι ο Γκάλης τους αγνόησε προκλητικά σε όλη τη διάρκεια του ματς, κι ο Αλεξανδρής ανέλαβε να του μιλήσει. Η στιχομυθία τους ήταν σύντομη και έμεινε ιστορική:

– «Εχασες πολλά σουτ σήμερα, Νίκο». Προτού προλάβει να καταλήξει σε αυτό που, πραγματικά, ήθελε να του πει, δηλαδή ότι θα ‘πρεπε να είναι πιο ομαδικός, ο «γκάνγκστερ» τον αποστόμωσε.

– «Πιστεύεις ότι θα τα ξαναχάσω;». Το «θράσος» του 22χρονου -τότε- Νικ απέναντι στον αρχηγό της ομάδας μαρτυρά την τεράστια αυτοπεποίθηση που τον διέκρινε. Με τέτοιο background, ήταν απολύτως φυσιολογική. Την προηγούμενη αγωνιστική περίοδο (1978–1979) είχε αναδειχθεί τρίτος σκόρερ στο κολεγιακό πρωτάθλημα των ΗΠΑ (NCAA), με 27,5 πόντους σε κάθε αγώνα, κατά μέσον όρο. Ο δεύτερος, ο μετέπειτα θρύλος του ΝΒΑ, Λάρι Μπερντ, έβαζε μόλις έναν πόντο παραπάνω.

«Προδομένος» από τον ατζέντη του, Μπιλ Μάντεν, που αδιαφόρησε εντελώς για ‘κείνον (είχε αφοσιωθεί στις ετοιμασίες για την παγκόσμια περιοδεία της Νταϊάνα Ρος, η οποία είχε -μόλις- γίνει πελάτης του), ο Γκάλης ήρθε στην Ελλάδα με τον καημό ότι δεν πήρε την ευκαιρία που του άξιζε στο ΝΒΑ. Με τη φιλοδοξία να κατακτήσει τον κόσμο της πορτοκαλί μπάλας, έστω κι αν έπρεπε να το κάνει χιλιάδες χιλιόμετρα μακριά από την κεντρική σκηνή του μπάσκετ. Αυτό το απωθημένο θέριεψε ακόμη περισσότερο τον εγωϊσμό που χαρακτηρίζει κάθε πραγματικά σπουδαίο αθλητή. Εξακολούθησε να παίζει «για την πάρτη του», όμως… δεν τα ξαναέχασε. Οταν μήνυσε στους Αρειανούς «να κάνουν λίγη υπομονή και τους διαβεβαιώνω ότι θα παίξω μεγάλο μπάσκετ», το εννοούσε. Εγινε η ηγετική μορφή του Αρη που κυριάρχησε στη δεκαετία των ’80s και συμμετείχε σε τρία, στη σειρά, φάιναλ φορ του Κυπέλλου Πρωταθλητριών. Και, στη συνέχεια, κάτι πολύ περισσότερο: ένας θρύλος, που έβαλε το μπάσκετ σε κάθε ελληνικό σπίτι, θεμελιώνοντας μια ευρωπαϊκή υπερδύναμη του σπορ.

Σχεδόν τέσσερις δεκαετίες μετά την πρώτη του παράσταση στην Ελλάδα, ο Γκάλης «πήρε εκδίκηση» για το ανεκπλήρωτο αμερικανικό του όνειρο. Η είσοδός του στο Hall of Fame, το πάνθεον του παγκοσμίου μπάσκετ, ήταν η «συγγνώμη» που του όφειλε η Ιστορία. Οπως και η απάντηση του πατριάρχη των Μπόστον Σέλτικς, Ρεντ Αουερμπαχ, στην ερώτηση για το ποιο ήταν το μεγαλύτερο λάθος στην καριέρα του ως πρόεδρος της ομάδας: «Το ότι δεν υπογράψαμε συμβόλαιο με τον Νικ Γκάλις».