Πρόσφατα το Protagon μας θύμισε την ιστορία του καφέ, μια ιστορία που ξεκίνησε τον Μεσαίωνα κάπου μεταξύ Αιθιοπίας και Υεμένης και από τις αρχές του 18ου αιώνα εξαπλώθηκε ταχύτατα στην Ευρώπη και στις αποικίες της. Σημαντικές προσωπικότητες που αγαπούσαν τον καφέ ήταν ο Τόμας Τζέφερσον, που έλεγε πως ο καφές είναι «το αγαπημένο ποτό του πολιτισμένου κόσμου», ο Βολταίρος, που λέγεται ότι έπινε 40 με 50 φλυτζάνια καφέ τη μέρα (πρέπει όμως να τον έκαναν πολύ λιγότερο δυνατό από αυτό που συνηθίζεται σήμερα), και ο Βενιαμίν Φραγκλίνος, ο οποίος όταν έμενε στο Λονδίνο σύχναζε στις καφετέριες (coffee houses) που είχαν αρχίσει να εξαπλώνονται στις ευρωπαϊκές πόλεις, συζητώντας για πολιτική. και μάλιστα άρχισε και ο ίδιος να εμπορεύεται καφέ.
Πράγματι, στις καφετέριες αυτές είχαν αρχίσει να συχνάζουν οι αστοί και, όπως γράφει ο Χάμπερμας, αποτέλεσαν βασικό συστατικό της δημόσιας σφαίρας που δημιουργήθηκε με την άνοδο της αστικής κοινωνίας και μία από τις βάσεις των σύγχρονων δημοκρατιών.
Μια άλλη ενδιαφέρουσα πτυχή της ιστορίας της εξάπλωσης του καφέ, πέρα από την επίδραση στην ανάπτυξη της δημόσιας σφαίρας και μέσω αυτής στο πολιτικό γίγνεσθαι, ήταν η συνάντησή της με τη μουσική δημιουργία, και μάλιστα στα πρώτα χρόνια, πριν τα μέσα του 18ου αιώνα.
Πηγαίνοντας λοιπόν πίσω στον χρόνο, μεταφερόμαστε στη Λειψία στις αρχές της τρίτης δεκαετίας του 18ου αιώνα. Εκεί, ακολουθώντας την Καταρίνενστράσε, θα συναντήσουμε ένα από τα πιο γνωστά και μεγάλα καφέ της πόλης (που είχε ήδη πάνω από 10): το «Καφέ Τσίμερμαν». Λειτουργούσε υπό τη διεύθυνση του Γκότφιντ Τσίμερμαν, ο οποίος το είχε κάνει κέντρο διαφόρων εκδηλώσεων, μεταξύ των οποίων και μουσικών. Η σάλα της καφετέριας χωρούσε πολυπρόσωπη ορχήστρα και διέθετε θέσεις για περίπου 150 ακροατές, ενώ το καλοκαίρι μπορούσαν να γίνουν συναυλίες στον κήπο του καφέ.
Από το 1723 το «Καφέ Τσίμερμαν» έγινε βάση του φοιτητικού Collegium Musicum (Κολέγκιουμ Μούζικουμ), που είχε ιδρύσει το 1702 ο σημαντικός συνθέτης Γκέοργκ Φίλπ Τέλεμαν, όταν σπούδαζε Νομικά στη Λειψία. Από το 1729 έως το 1739 διευθυντής του Collegium Musicum έγινε ο Γιόχαν Σεμπάστιαν Μπαχ, ο οποίος παρουσίασε στην καφετέρια του Τσίμερμαν πολλές από τις κοσμικές του καντάτες. Μία από αυτές είναι και η «Καντάτα του καφέ», που την έγραψε μεταξύ των ετών 1734 και 1735 (Κατάλογος Εργων Μπαχ 211).
Σε αυτήν την καντάτα αποτυπώνεται η αμφίσημη σχέση της αστικής κοινωνίας των αρχών του 18ου αιώνα με τον καφέ. Κι αυτό επειδή, παρά τη γρήγορη εξάπλωση της συνήθειας –αρχικά στην ανώτερη, στη συνέχεια και στη μεσαία τάξη– υπήρχε και η άποψη ότι το να πίνει κάποιος καφέ ήταν μια κακιά συνήθεια που έπρεπε να κοπεί.
Το έργο είναι μια νόστιμη σάτιρα (με τα κριτήρια της εποχής) για τη μόδα του καφέ, που είχε διαδοθεί στις γυναίκες της Λειψίας, σε λιμπρέτο του Κρίστιαν Φρίντριχ Χενρίτσι (γνωστού με το ψευδώνυμο Πίκαντερ, ο οποίος έγραψε και τα λυρικά μέρη στα «Κατά Ματθαίον Πάθη») και πιθανόν στο τελευταίο μέρος συμπληρώθηκε από τον ίδιο τον Μπαχ.
Τα πρόσωπα του έργου είναι ο αφηγητής και οι δύο κύριοι χαρακτήρες, η Λίσγκεν (Liesgen), μια ζωηρή νέα γυναίκα, και ο πατέρας της, που προσπαθεί να την κάνει να σταματήσει να πίνει καφέ.
Ο πατέρας αρχίζει με τα (από τότε συνηθισμένα) παράπονα για τα παιδιά που δεν ακούν τους μεγαλύτερους και στέκεται στο μεγάλο του πρόβλημα, πως η κόρη του δεν λέει να κόψει τον καφέ (!)
Η Λίσγκεν επιχειρηματολογεί υπέρ του καφέ λέγοντας πως αν δεν πιεί καφέ τρεις φορές τη μέρα θα γίνει σαν «ζαρωμένο ψητό κατσίκι». Και στη συνέχεια υμνεί τον καφέ καλύτερα από τις σύγχρονες διαφημίσεις!
«Αχ! Πόσο γλυκιά γεύση έχει ο καφές,
πιο απολαυστικός από χίλια φιλιά,
πιο ήπιος από κρασί μοσχάτο.
Καφέ, πρέπει να πιώ καφέ,
και αν κάποιος θέλει να με περιποιηθεί,
αχ, τότε να μου φέρει καφέ για δώρο!»
Μάλιστα, ακόμα κι αν ο πατέρας της χρησιμοποιεί τα μεγάλα μέσα (της εποχής), λέγοντάς της δηλαδή πως αν σταματήσει τον καφέ θα της φέρει γαμπρό, και ενώ αυτή δείχνει να συμφωνεί, ο αφηγητής αποκαλύπτει ότι η κόρη θα βάλει τον όποιο σύζυγό της να υπογράψει ότι θα μπορεί να πίνει όσο καφέ θέλει, χωρίς περιορισμό.
Το έργο τελειώνει με υποστήριξη της κόρης και της μόδας του καφέ:
«Η γάτα δεν αφήνει τα ποντίκια
Οι νέες κοπέλες παραμένουν εθισμένες στον καφέ
(αλλά και) η μητέρα αγαπά το φλυτζάνι του καφέ της
Και η γιαγιά πίνει (καφέ) επίσης
Ποιος (λοιπόν) μπορεί να κατηγορήσει τις κόρες;» (ελεύθερη μετάφραση)
Μια ωραία εκτέλεση αυτού του τελευταίου μέρους προσφέρουν τα μέλη της περίφημης Γκεβάντχάους Ορχήστρας της Λειψίας, στο παρακάτω βίντεο, έχοντας προσθέσει και θεατρικό στοιχείο στην παράσταση.
Και όποιος δεν έχει προσβληθεί από το μικρόβιο του wokism μπορεί, προσπερνώντας τα σχετικά με τη θέση της γυναίκας 300 χρόνια πριν (που και πάλι είναι πολύ πιο σύνθετη από τις εύκολες κατηγοριοποιήσεις), όχι μόνο να χαρεί τη μουσική του Μπαχ, αλλά και να δει πώς, ακόμα και τότε, που δεν είχε εφευρεθεί το ηλεκτρικό φως – το οποίο ουσιαστικά παρέτεινε τη διάρκεια της ημέρας– , ο καφές είχε τόση πέραση όση και στην εποχή μας.
Με τη διαφορά ότι οι αυξήσεις της τιμής του καφέ αποτελούν σήμερα μια πολύ πιο ισχυρή απειλή για τον περιορισμό της κατανάλωσής του σε σχέση με τις αποτυχημένες προσπάθειες του πατέρα της Λίσγκεν.