| CreativeProtagon / Shutterstock / Facebook
Θέματα

Οταν ο αλγόριθμος κοστίζει ανθρώπινες ζωές

Ο θάνατος μιας νεαρής ιταλίδας που είχε επιλέξει γιατρό μέσω TikTok για να κάνει ρινοπλαστική φέρνει και πάλι στο προσκήνιο τη συζήτηση για την κυριαρχία του διαδικτύου στην πραγματική ζωή
Protagon Team

«Για να εξηγήσει κανείς τι είναι ένα κοινωνικό δίκτυο, είναι πάντα καλύτερο να αρχίζει από τη μοιραία στιγμή που η Silicon Valley συνάντησε την Académie Francaise και ένας ιδιοφυής νεαρός ανακάλυψε τι είναι η μιμητική επιθυμία. Ηταν 2004, και με αφετηρία μια διαίσθηση εφηύρε αρχικά έναν ψηφιακό πίνακα ανακοινώσεων για τους φοιτητές του Χάρβαρντ […] και στη συνέχεια τη μεγαλύτερη εμπορική επιχείρηση του αιώνα» γράφει η Ελενα Στανκανέλι της Repubblica.

Ο ιδιοφυής νεαρός στον οποίο αναφέρεται η ιταλίδα δημοσιογράφος είναι, φυσικά, ο Μαρκ Ζάκερμπεργκ, ο οποίος πριν από 20 χρόνια ίδρυσε τo Facebook, έχοντας κατά νου τη θεωρία περί μιμητικής επιθυμίας του κορυφαίου γάλλου διανοητή Ρενέ Ζιράρ.

«Τι θα έλεγε σήμερα ο Ρενέ Ζιράρ σε μια νεαρή γυναίκα ονόματι Αγκατα Μάργκαρετ, η οποία επιλέγει έναν γιατρό από το Tiktok;» διερωτάται στη συνέχεια η αρθρογράφος της Repubblica, αναφερθείσα σε ένα τραγικό περιστατικό: Την προηγούμενη εβδομάδα η 22χρονη Αγκατα Μάργκαρετ Σπάντα άφησε την τελευταία της πνοή (κατά πάσα πιθανότητα από αλλεργικό σοκ έπειτα από τρεις μέρες σε κώμα) σε νοσοκομείο της Ρώμης μετά από ρινοπλαστική στην οποία υποβλήθηκε σε ιδιωτική κλινική. Τον υπεύθυνο γιατρό η άτυχη κοπέλα τον είχε βρει μέσω του δημοφιλούς κινεζικού μέσου κοινωνικής δικτύωσης.

«Δεν φταίνε οι φιλόσοφοι αν η πραγματικότητα παίρνει τη μορφή που είχαν διαισθανθεί, ενώ η προσπάθεια να εξακριβωθεί ποιος είναι υπεύθυνος για τη γέννηση/εξέλιξη των μέσων κοινωνικής δικτύωσης δεν είναι εύκολη υπόθεση, ούτε –υπό μία έννοια– χρήσιμη. Το διαδίκτυο είναι πλέον ο κόσμος και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι οι δολοφόνοι του. Το ερώτημα δεν είναι πώς συνέβη αυτό, αλλά πώς μπορεί να αμυνθεί κανείς» γράφει η Στανκανέλι.

Μια λύση είναι σίγουρα η αποκήρυξη των social media, η εγκατάλειψή τους, όπως άρχισε να εγκαταλείπει μαζικά το Χ πλήθος οργανισμών και ανθρώπων, έχοντας αγανακτήσει με τον ιδιοκτήτη του, τον Ελον Μασκ, ο οποίος το έχει μετατρέψει σε μεγάφωνο της προπαγάνδας του.

Ομως το ότι ο Μασκ συνέβαλε όσο ελάχιστοι στο να αποκαλυφθεί η εργαλειακή χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης είναι μεν χρήσιμο αλλά δεν προσφέρει μια οριστική λύση. Καταρχάς, επειδή η αποχώρηση από όλες τις πλατφόρμες έχει γίνει τεχνικά αδύνατη για τους περισσότερους ανθρώπους (και για επαγγελματικούς λόγους).

Σίγουρα είναι σημαντικό οι χρήστες να βρίσκονται διαρκώς σε εγρήγορση και να εγκαταλείπουν τα όποια τοξικά μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Σύμφωνα με την αρθρογράφο της Repubblica, όμως, εξίσου σημαντικό είναι «να έχουμε πάντα κατά νου πως δεν υπάρχει τίποτα πιο απίθανο από έναν ουδέτερο χώρο κοινής χρήσης σε ένα μέσο κοινωνικής δικτύωσης. Σε κανένα, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που θεωρούνται τα πιο ακίνδυνα».

Οσο για τη μιμητική επιθυμία, όπως εκφράζεται μέσω του διαδικτύου, σημαίνει «“Θέλω να έχω ό,τι έχεις, γιατί θέλω να είμαι ακριβώς όπως εσύ”, από ρούχα και διακοπές μέχρι στήθη και μύτες. Και δεν με νοιάζει καθόλου να ξέρω ότι το “εσύ” δεν υπάρχει, ότι το “άτομο” στο οποίο καθρεφτίζομαι είναι ανύπαρκτο».

Επιπλέον, «τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι κόσμοι παρόμοιοι με στρατόπεδα συγκέντρωσης, με τη διαφορά ότι όσοι βρισκόμαστε μέσα δεν είμαστε καταδικασμένοι. Θεωρητικά, θα μπορούσαμε να φύγουμε ανά πάσα στιγμή. Δεν το κάνουμε, όμως, όχι γιατί εμποδιζόμαστε με τη βία, αλλά γιατί δεν γνωρίζουμε ότι κρατούμαστε. Δεν το γνωρίζουμε επειδή τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, για να εκτρέπουν καλύτερα τις επιθυμίες, μεταμφιέζονται σε κόσμους. Κοιτάξτε μας, λένε, εμείς είμαστε η ζωή. Δεν είστε κρατούμενοι, όχι περισσότερο από όσο είστε στην πραγματική σας ζωή. Απλά παίζετε. Αρκεί να κλείσετε τον υπολογιστή, αρκεί να απενεργοποιήσετε τις ειδοποιήσεις, αρκεί να περιορίσετε τις ώρες που είστε συνδεδεμένοι. Αλλά δεν υπάρχουν ώρες που δεν είμαστε συνδεδεμένοι, θα μπορούσαμε κάλλιστα να το παραδεχτούμε», συμπληρώνει η Στανκανέλι.

Εκτός και αν, για κάποιο λόγο, βρισκόμαστε σε μια από τις ελάχιστες, πλέον, περιοχές χωρίς κάλυψη. Ωστόσο αποτελεί γεγονός, καλώς ή κακώς, πως οι περισσότεροι είμαστε σχεδόν πάντα συνδεδεμένοι, και όταν είμαστε συνδεδεμένοι «η θέλησή μας επανακαθορίζεται, αυταπατάται, αποσπάται από δισεκατομμύρια ανοησίες, οι περισσότερες από τις οποίες δεν είναι καθόλου τυχαίες. Μέσα στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είμαστε σαν μπάλες του φλίπερ που χτυπούν από τη μια πλευρά στην άλλη, ωθούμενες από παρορμήσεις που δεν είναι καθόλου αθώες.

»Ο αλγόριθμος δεν είναι ένας χαρούμενος σύντροφος σε εξορμήσεις, αλλά ένας personal shopper. Μας καθοδηγεί για να βρίσκουμε πιο γρήγορα αυτό που νομίζουμε ότι θέλουμε, αυτό που μας μαθαίνει να επιθυμούμε. Και μόλις μας ξεγελάσει, ώστε να πιστέψουμε ότι θέλουμε κάτι, όπως μια καινούργια μύτη, μας παρουσιάζει δια μαγείας την απάντηση στην επόμενη ερώτηση: “Πώς μπορώ να αποκτήσω μια καινούργια μύτη;”» συνοψίζει, άκρως περιεκτικά η Στανκανέλι στη Repubblica.

Βέβαια, και στην πραγματική ζωή, εάν κάποιος επιθυμεί να υποβληθεί σε ρινοπλαστική, ρωτάει αριστερά-δεξιά φίλους και γνωστούς ή συμβουλεύεται τους ειδικούς, έως ότου βρει αυτό που θεωρεί –αν και σε μεγάλο βαθμό αβάσιμα– ως την πιο κατάλληλη επιλογή. «Ομως στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης δεν υπάρχουν φίλοι, ούτε καν σε εκείνα τα μέσα όπου όποιος σε ακολουθεί αποκαλείται “φίλος”. Υπάρχουν πληρωμένες απόψεις, στημένες βαθμολογίες, εξαπάτηση και χάος. Και ισχυρές σβηστήρες που εξαλείφουν αντιρρήσεις, αμφιβολίες, αρνητικά σχόλια. Αυτό ισχύει για τα πάντα: από τα βιβλία έως τα σουτιέν και από τις πολιτικές απόψεις έως τη ρινοπλαστική. Με τη διαφορά ότι σε ορισμένες περιπτώσεις τίθενται σε κίνδυνο ανθρώπινες ζωές» καταλήγει η ιταλίδα αρθρογράφος.