«Θάλασσα μάνα, αλμύρα μου εσύ», τής το συλλάβιζε αργά το τραγούδι ο Θάνος Μικρούτσικος. «Τάλασα μάνα…», ξεκινούσε εκείνη. «Νο, Νο. Νο τάλασα. Θθθθάλασσα». «Τάλασα μάνα…».
Τι να κάνει που ήταν αφοπλιστικό το χαμόγελό της. Που ήταν πληθωρική η θωριά της. Τής το συγχωρούσε.
Πάμε παρακάτω.
«Για παραμάνα στον ώμο χρυσή τον ήλιο πήρα». «Παραμάνα; Νον ρικόρντο (δεν θυμάμαι). Κε έστο παραμάνα; (τι είναι παραμάνα;)». Ο Θάνος Μικρούτσικος προσπαθεί να τής το δείξει με νοήματα και να τής μιλήσει λίγο ιταλικά («έστο ε»), λίγο αγγλικά. «Παραμάνα. Τενερέτσα!». Τότε νόμιζα πως ήταν ο περίφημος ηχολήπτης Γιάννης Σμυρναίος που έδωσε τέλος στο… μαρτύριο της παραμάνας. Ή ο (πολύγλωσσος) Αντώνης Ζαγκλακούτης, που επιμελούνταν τη δισκογράφηση για την Minos EMI. Αλλά έχουν περάσει κοντά τριάντα χρόνια και όρκο δεν παίρνω.
Βρισκόμασταν, επί ώρες πολλές, στο άλλοτε στούντιο της Minos, το Polysound, στον πεζόδρομο της Σκαραμαγκά, κάτω από την Πατησίων. Φθινόπωρο 1994. Και η Μίλβα είχε αφήσει τελευταίο το «κλου» του διεθνούς κυκλοφορίας (πανευρωπαϊκής, πάντως) άλμπουμ «Volpe d’ amore» – Αλεπού του έρωτα. Της αγάπης, αν θέλετε. Δηλαδή, το νέο τραγούδι που έγραψε ειδικά για κείνην, μαζί με άλλα πέντε, ο Θάνος Μικρούτσικος.
Ο Θάνος, ήδη υπουργός Πολιτισμού τότε, μετά την αποδημία της Μελίνας. Δεν ήταν καν αναπληρωτής υπουργός, όπως ξεκίνησε, τον Οκτώβριο του 1993, όταν οι δρόμοι τους συναντήθηκαν.
Ήταν στις Βρυξέλλες, καλοκαιράκι του 1993, σε μια συναυλία για το «Τραγούδι της Ευρώπης», όταν η «Πάνθηρας του Γκόρο» ή η «Τίγρη της Κρεμόνα» ή η «La Rossa», όπως την αποκαλούσαν στην Ιταλία, για τα κόκκινα μαλλιά της, πρωτάκουσε τη μουσική του. Περιμένοντας να εμφανιστεί στο δεύτερο μέρος της συναυλίας.
Ενθουσιάστηκε – έτσι μου έλεγε κοντά ένα χρόνο μετά, στο στούντιο Polysound. Και τού ζήτησε, εκεί και τότε, όλους τους δίσκους του. Και τους άκουσε. Και μία ωραία πρωία τον πήρε τηλέφωνο και τού είπε: «Θέλω να τραγουδήσω Μικρούτσικο!» (εντάξει, στα ιταλικά αυτό).
Και κείνος της έγραψε νέα τραγούδια. Που τους έβαλαν ιταλικούς στίχους ο Μαουρίτσιο Πίκολι και ο Μάσιμο Γκαλεράνι. Και στο ομώνυμο «Volpe d’ amore», ο Θάνος ζήτησε την άδεια των κληρονόμων του ποιητή Τζοβάνι Τεστόρι για να το μελοποιήσει. Και ο μόνιμος συνεργάτης της Μίλβα, Νατάλε Μασάρα, ανέλαβε να τα ενορχηστρώσει.
Ήρθαν μαζί, το Μάρτιο του 1994, για τις πρώτες λεπτομέρειες. Ο Θάνος Μικρούτσικος ήταν πλέον όχι απλώς αναπληρωτής, αλλά υπουργός Πολιτισμού. Εξ ου και οι προσφωνήσεις της Μίλβα, κατά τα ιταλικώς ειωθότα: «Ντοτόρε». Μεγάλη η χαρά της και στο πάρτι που έδωσε για κείνην ο Θάνος Μικρούτσικος στην υπέροχη ταράτσα του σπιτιού που του είχε παραχωρήσει, με ενοίκιο, από τα κτίρια του ΥΠΠΟ η αξέχαστη Μελίνα Μερκούρη, ως υπουργός. Στην οδό Μητσαίων, με θέα… καρφί στην Ακρόπολη.
Εκεί, περιχαρής ο Θάνος άρχισε να μας την συστήνει με τις… περγαμηνές της. Και που την έκανε «Τζένη των πειρατών», στην «Όπερα της Πεντάρας» ο μέγας Τζόρτζιο Στρέλερ στο Τεάτρο Πίκολο και που τής έδωσε ρόλο σε όπερά του ο Λουτσιάνο Μπέριο και που αγαπάει το Μπρεχτ και που λατρεύει την Ελλάδα. Και εκείνη, δώστου να παινεύει τη μουσική του. «Ιο σόνο φελίτσε! Μόλτο φελίτσε!».
Γέλια, κρασάκι, κουβέντα, λίγο τραγούδι κι από πάνω, φωτισμένη η Ακρόπολη. Σαν να ήταν για κείνη. Για να κάνει αντανάκλαση στα κατακόκκινα μαλλιά της. Χαίτη! Μαζί με το μπρίο και το νάζι της παλιάς θεατρίνας.
«Θεωρώ ότι είμαι πλέον γνώστης – και μεγάλη θαυμάστρια – της μουσικής του Τάνος», έλεγε. Για να γυρίσει την επόμενη στιγμή, τεατράλε, προς την Ακρόπολη, ανεμίζοντας την κατακόκκινη χαίτη της και να αναφωνήσει: «Α, Ακρόπολις! Μεραβιλιόζα!».
Η Μίλβα ξανάρθε τον Σεπτέμβριο του ίδιου χρόνου για να γράψει πια τα πέντε παλιά τραγούδια του Θάνου, σε ιταλικό στίχο («Άννα μην κλαις», «Ελένη», «Μια πίστα από φώσφορο», «7 Νάνοι», «Καραντί»). Συν τα πέντε καινούργια, μαζί με το «Volpe d’ amore», που έδωσε τον τίτλο στον πανευρωπαϊκής κυκλοφορίας δίσκο.
Μαζί με τον άσο στο μανίκι του Θάνου Μικρούτσικου: το τραγούδι «Θάλασσα», με τον αρχικό τίτλο «Παραμονεύει» (Παράμ, παράμ, παράμ, παραμονεύει στην άμμο του χειμώνα με τα φύκια…), που θα έλεγε στα ελληνικά. Σε στίχους που είχε γράψει για κείνην η Λίνα Νικολακοπούλου.
Είμαστε, λοιπόν, πίσω στο στούντιο και στο «Τάλασα μάνα». Και στην τενερέτσα, την παραμάνα της Μίλβα. Ο Αχιλλέας Χαρίτος τής διόρθωνε το μακιγιάζ. Ο Ντίνος Διαμαντόπουλος την απαθανάτιζε με το φακό του. Κι εκείνη: «Τάνος, να μην πω: για τενερέτσα στον ώμο χρυσή τον ήλιο πήρα;», αστειευόταν. «Νο, νο, νο», απαντούσε με ύφος, αστεία, ο Θάνος Μικρούτσικος. «Σι, ντοτόρε!». Εκείνο, το ναζιάρικο «Τάνος» της είχε γίνει σλόγκαν στο στούντιο…
Βέβαια, για να τα λέμε κι αυτά, η Μίλβα είχε τραγουδήσει και άλλους δύο έλληνες συνθέτες. Πρώτα, είχε ηχογραφήσει τραγούδια με τον Βαγγέλη Παπαθανασίου, τον διεθνή Vangelis. Το 1981, στα γερμανικά, και στο δίσκο του «Ich hab keine Angst» (σε στίχους του Τόμας Βόιτκεβιτς).
Κρατάω το ομότιτλο τραγούδι, που το ηχογράφησε ξανά, στα ιταλικά πια, ως «Dicono Di Me [To The Unknown Man]», για το πολύ επιτυχημένο διεθνώς άλμπουμ της, «Milva», το 1988. Κρατάω και μια διαφορετική διασκευή για κείνην από τον Vangelis, πάνω στην άρια από την όπερα «Κάρμεν» του Μπιζέ, ως «L’Ultima Carmen». Που τόσο τής ταίριαζε και έλεγε και σε συναυλίες της. Μεγάλες επιτυχίες.
Την ίδια χρονιά ηχογραφούσε ξανά και τραγουδούσε στις συναυλίες της και Μίκη Θεοδωράκη: την κατά Σεφέρη «Άρνηση» ή «Στο περιγιάλι το κρυφό». Στα γερμανικά, παρακαλώ. Ως «Zusammenleben». Έχοντας ήδη στο παλμαρέ της ένα ολόκληρο γερμανικό άλμπουμ με τραγούδια του Μίκη από το 1978 ακόμη: «Von Tag Zu Tag». Με γνωστά και λιγότερο γνωστά τραγούδια του Μίκη, σε ποίηση Τάσου Λειβαδίτη, Ιάκωβου Καμπανέλλη, Μάνου Ελευθερίου, μεταφερμένους στα γερμανικά, κυρίως από τον Τόμας Βόιτκεβιτς.
Το ρολόι του Χρόνου και οι μνήμες τρέχουν. Και σταματούν σχεδόν έναν χρόνο μετά. Στις 26 Ιουλίου 1995. Η Μίλβα, μαζί με την κόρη της, προσγειώνεται στην Αθήνα, στο Αεροδρόμιο του Ελληνικού και περιμένει τσάρτερ για την Κρήτη. Διακοπές.
Όσο περιμένει, από ένα καρτοτηλέφωνο, καλεί το Θάνο Μικρούτσικο. Συναγερμός στα γραφεία του υπουργείου. «Μποντζόρνο. Είμαι στο αεροδρόμιο και παρότι φοράω ένα τεράστιο καπέλο και μεγάλα γυαλιά ηλίου, ο κόσμος με αναγνωρίζει!» Ξέχασε να καλύψει την κατακόκκινη χαίτη – σήμα κατατεθέν.
Ο δίσκος τους έχει ήδη κάνει μεγάλη επιτυχία στην Ευρώπη. Αλλά και στην Ελλάδα. Η «Θάλασσα» ή «Τάλασα», αν θέλετε, ακούγεται παντού στην Ελλάδα. Κι εκείνη έχει ένα πεσκέσι για το Θάνο. Εκείνος στέλνει αυτοκίνητο να το παραλάβει. Είναι το CD με το μεταφρασμένο και στα γερμανικά άλμπουμ «Volpe d’ amore», που ετοιμάζεται να κυκλοφορήσει και θέλει να το ακούσει και ο Θάνος προτού δώσει το ΟΚ στη δισκογραφική για να κυκλοφορήσει τον Οκτώβριο.
Όταν παραδίδει το CD, κάθεται για λίγο στην αίθουσα κι έπειτα, τινάζοντας την κόκκινη χαίτη της, παίρνει για την πύλη επιβίβασης. Μουρμουρίζοντας εγκώμια για την ελληνική θάλασσα: «Λα μάρε ε μεραβιλιόζα» (η θάλασσα είναι υπέροχη).
Και η μνήμη συνεχίζει να ταξιδεύει. Στην κοινή συναυλία τους, στις 27 Φεβρουαρίου του 2003, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών.
Τελευταία σκηνή. Στις 13 Ιουνίου 2007, στο «Festitalia». Θέατρο Γης της Θεσσαλονίκης. Παρέα όχι μόνον με τον «Τάνος» (Μικρούτσικος), αλλά και με τον Σταμάτη Κραουνάκη. Που από το πιάνο λέει το «Αυτή η νύχτα μένει», προς θαυμασμό της Μίλβα. Και εκείνη τραγουδάει αμέσως μετά, στα ιταλικά, το «Πάτωμα». Με νάζι και λατρεία μαζί. Τεατράλε. Κι έπειτα το «Τάλασα μάνα…» του Θάνου. Που λέγαμε. Και, βέβαια, πέφτει το θέατρο. Αυλαία…