Πριν από 70 χρόνια, εν μέσω μαζικών κριτικών λατρείας για το «Οσο υπάρχουν άνθρωποι», ο Guardian δημοσίευσε μια από τις λίγες χλιαρές κριτικές για την ταινία του Φρεντ Τσίνεμαν: «Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι κανένας στρατός σε ελεύθερη χώρα δεν ήταν στα καλύτερά του τα προπολεμικά χρόνια», έγραψε ο ανώνυμος κριτικός κινηματογράφου της βρετανικής εφημερίδας, «αλλά σίγουρα καμία μονάδα του Αμερικανικού Στρατού δεν ήταν τόσο διεφθαρμένη όσο μας έκανε να πιστέψουμε αυτή η ιστορία». Ο κριτικός αναγνώρισε, ωστόσο, ότι η υποκριτική και η σκηνοθεσία ήταν «πρώτης κατηγορίας»· η ίδια η ταινία, όμως, «[αψηφούσε] την αξιοπιστία».
Το μελόδραμα του αυστριακού σκηνοθέτη για τη ζωή στους στρατώνες της Χαβάης πριν από τον βομβαρδισμό της βάσης του Περλ Χάρμπορ, βρίσκεται σήμερα στην 55η θέση της λίστας του Αμερικανικού Ινστιτούτου Κινηματογράφου με τις καλύτερες ταινίες όλων των εποχών. Βλέποντάς το σήμερα, ωστόσο, θεωρείται αναπόφευκτα παλιό, αν και ίσως όχι τόσο όσο η ανησυχία του Guardian ότι παρουσίαζε τον αμερικανικό στρατό κάπως βρώμικο.
Με σενάριο (απλουστευτικά) βασισμένο στο μεγάλο, σχεδόν 900 σελίδων, μπεστ σέλερ του Τζέιμς Τζόουνς –ενός στρατιώτη που έγινε συγγραφέας έχοντας ζήσει από πρώτο χέρι τον βομβαρδισμό– η ταινία «καθάρισε» κατά κάποιον τρόπο το καταδικαστικό πορτρέτο του Τζόουνς για τη διαφθορά και την κακοποίηση στις τάξεις του στρατού, γράφει στον Guardian ο Γκάι Λοτζ. Αυτό έγινε σε μεγάλο βαθμό για να εξασφαλιστεί αφενός η συνεργασία του στρατού κατά τη διάρκεια των γυρισμάτων στο χώρο των Στρατώνων Σκόφιλντ και αφετέρου η πρόσβαση στο αρχειακό στρατιωτικό υλικό της επίθεσης, που κάνει το φινάλε της ταινίας πραγματικά σοκαριστικό. (Δείτε το trailer της ταινίας)
Το ίδιο το μυθιστόρημα, εν τω μεταξύ, είχε λογοκριθεί από τον εκδότη του πριν δημοσιευτεί: συγκεκριμένα, πολλά αποσπάσματα που περιγράφουν λεπτομερώς την ομοφυλοφιλική δραστηριότητα, ακόμη και τη σεξουαλική εργασία μεταξύ στρατιωτών, κόπηκαν και αποκαταστάθηκαν μόνο σε μια αναθεωρημένη ψηφιακή έκδοση το 2011.
Το 1953, λοιπόν, το «Οσο υπάρχουν άνθρωποι» είχε ήδη αποδυναμωθεί σε μεγάλο βαθμό, κάτι που, ωστόσο, του επέτρεψε να αναδειχθεί σε πολιτιστικό φαινόμενο: ένας εμπορικός κολοσσός που κατέληξε να κερδίσει οκτώ Οσκαρ (μεταξύ των οποίων και το Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας) αφού προτάθηκε για 13, ρεκόρ που μοιράστηκε με το εξίσου δυνατό κινηματογραφικό ορόσημο «Οσα Παίρνει ο Ανεμος» (1939, με 13 υποψηφιότητες και οκτώ Οσκαρ επίσης). Το Περλ Χάρμπορ ήταν ακόμα πρόσφατη ιστορία και ανεπούλωτη πληγή: στην αυστηρή, στωική αφήγηση των γεγονότων της ταινίας, οι Αμερικανοί θεατές μπορούσαν να διακρίνουν ακριβώς όση τιμή και πατριωτισμό επιθυμούσαν.
Η οποιαδήποτε διαμάχη επικεντρωνόταν όχι στη στρατιωτική απεικόνιση –αν και ο στρατός λέγεται ότι δεν έμεινε ικανοποιημένος με το τελικό προϊόν– αλλά σε μια σκηνή οικειότητας η οποία, επτά δεκαετίες μετά, εξακολουθεί να είναι το πιο ζωντανό κομμάτι της ταινίας, τη στιγμή που ο Μπαρτ Λάνκαστερ και η Ντέμπορα Κερ ανταλλάσσουν το πιο θρυλικό φιλί στην ιστορία του κινηματογράφου: έχοντας συνάψει παράνομη σχέση, ο λοχίας Γουόρντεν (Μπαρτ Λάνκαστερ) και η γυναίκα του διοικητή (Ντέμπορα Κερ) αγκαλιάζονται θερμά ενώ τους λούζουν τα χαβανέζικα κύματα· μια όχι ακριβώς σεξουαλική σκηνή, προσεκτικά γυρισμένη υπό το πρίσμα του Κώδικα Χέιζ της εποχής, που ωστόσο εξακολουθεί να απηχεί μια ορμητική ερωτική φόρτιση. Να σημειωθεί ότι οι ταινίες των στούντιο εκείνων των ημερών απέφευγαν οτιδήποτε ήταν κατάφορα σέξι.
Αλλά είναι μια σπάνια στιγμή αχαλίνωτης ευχαρίστησης σε μια ταινία, που κατά τα άλλα κατακλύζεται από άγχος και μελαγχολία, επισημαίνει στον Guardian ο Γκάι Λοτζ· μια ασυνήθιστη υπερπαραγωγή, στην οποία οι καλοί άντρες πεθαίνουν, οι γυναίκες μένουν μόνες και ο πόλεμος δεν έχει νικητές. Οι ανακουφιστικοί συμβιβασμοί που έγιναν καθ’ οδόν προς την οθόνη ήταν προφανείς ακόμη και τότε: ο ίδιος ο Τσίνεμαν δήλωσε την αποστροφή του γιατί σε μια ιστορία – κλειδί του μυθιστορήματος του Τζόουνς, η καταχρηστική συμπεριφορά ενός αξιωματικού προς τους άνδρες του καλύπτεται με την αναγκαστική παραίτησή του -ενώ αντίθετα στο βιβλίο κορυφώνεται- μετά από την επιμονή των παραγωγών και του ίδιου του στρατού.
Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι υπήρξαν τέτοια περιστατικά ωραιοποίησης, το «Οσο υπάρχουν άνθρωποι» διατηρεί με συγκινητικό τρόπο το αντιμιλιταριστικό πνεύμα του Τζόουνς, αν όχι στην απεικόνιση της διοίκησης του στρατού, αλλά στην πιο εσωτερική μελέτη του ανδρισμού κατά τη διάρκεια του πολέμου, και του πνεύματος των νεαρών ανδρών, που χαλάει και τελικά τσακίζεται από το άκαμπτο σύστημα γύρω τους. Και με την επιλογή του Μοντγκόμερι Κλιφτ -που ποτέ άλλοτε δεν υπήρξε πιο όμορφος ή πιο ευάλωτος από ό,τι ερμηνεύοντας τον ειρηνιστή στρατιώτη Ρόμπερτ Λι Προύιτ- η ταινία έβγαλε, τυχαία ή κατόπιν σχεδίου, ένα εξαιρετικό επίτευγμα ζωής το οποίο εμπλουτίζει και ενισχύει την τέχνη: σήμερα, είναι αδύνατο να παραβιάσεις την κρυφή ομοφυλοφιλία του ηθοποιού διακρίνοντάς την ενώ ερμηνεύει έναν στρατιώτη, που ξεχωρίζει και βασανίζεται για την ευαισθησία του, την αντίστασή του στη βία και σίγουρα (αν και δεν λέγεται ποτέ, αλλά προσέξτε) την πορσελάνινη ομορφιά του, γράφει στον Guardian ο Γκάι Λοτζ.
«Εχεις προκαταλήψεις για τα κορίτσια;» του λέει αστειευόμενος ο μοναδικός σύμμαχός του, ο άτυχος ιταλοαμερικανός νεοσύλλεκτος Μάτζιο (Φρανκ Σινάτρα) -και ο ίδιος θύμα φυλετικών διακρίσεων από τους ανωτέρους του- σε μια από τις πολλές ατάκες, που σε κάνουν να αναρωτιέσαι κατά πόσο η ταινία πείραζε τον δικό της επικεφαλής. Ο Προύιτ αποκτά μια φίλη, φυσικά: την Αλμα (Ντόνα Ριντ), τη ρεαλίστρια οικοδέσποινα του νυχτερινού κέντρου (στο μυθιστόρημα έχει ένα λιγότερο πικάντικο επάγγελμα), η οποία τον αγαπά χωρίς να πολυκαταλαβαίνει ούτε αυτόν ούτε τη βασανιστική σχέση του -αγάπης και μίσους- με τον στρατό. (Με τα εξαιρετικά θλιβερά λόγια της στο τέλος της ταινίας η Αλμα απλουστεύει αυτή τη σύγκρουση μετατρέποντάς τη σε ένα ευγενέστερο, πιο απλό ψέμα.)
Αλλά είναι με τον λοχία του, τον αξιοπρεπή, Μίλτον Γουόρντεν (Μπαρτ Λάνκαστερ), που έχει ιδιαίτερη χημεία ο Προύιτ. Ο καθένας κατανοεί σιωπηρά τη δυσφορία του άλλου με την εξουσία, τη βία και τον τρόπο με τον οποίο και οι δύο μοιράζονται τα συναισθήματά τους για να επιβιώσουν, μέχρις ότου τουλάχιστον ένας από αυτούς δεν μπορεί πια να το κάνει άλλο. Ο Λάνκαστερ έχει να αντιμετωπίσει την παράνομη σχέση του με τη σύζυγο ενός αξιωματικού, αλλά εκτός από τη σεκάνς στην παραλία, αυτή είναι μια δευτερεύουσα πλοκή σε μια ταινία, που αφιερώνει πολύ περισσότερο χρόνο σε ένα είδος σιωπηλού, λυπητερού ειδυλλίου μεταξύ αυτών των δύο ανδρών.
Τα γκέι σκέλη του μυθιστορήματος του Τζόουνς δεν αφορούσαν τους χαρακτήρες του Γουίτ και του Γουόρντεν. Στο βιβλίο ο Μάτζιο ήταν αυτός που έκανε στα γρήγορα στοματικό σεξ σε ηλικιωμένους άντρες έναντι χρημάτων για να συμπληρώσει το πενιχρό στρατιωτικό του εισόδημα· φαίνεται, ωστόσο, ότι ο οδυνηρά αθώος, πλην όμως πνιγηρός αέρας ομοερωτισμού, που κυριαρχεί στη στρατιωτική βάση έχει περάσει απαράλλαχτος από τις κομμένες σελίδες του μυθιστορήματος στην ταινία. (Δείτε το trailer της ψηφιακά βελτιωμένης ταινίας)
Ακόμα κι αν δεν ενώνονται ρητά, όπως σε μια βασική σκηνή με αστεϊσμούς μεθυσμένων αργά το βράδυ, είναι εντυπωσιακό πόσα πλάνα ακολουθούν απλώς τα σταθερά, άγρυπνα βλέμματα του Προύιτ και του Γουόρντεν, ακολουθώντας ο ένας τη γλώσσα του σώματος του άλλου, προσπαθώντας να διαβάσουν ο ένας τις σκέψεις του άλλου: μια αμοιβαία γοητεία, στην οποία μπορούμε να προβάλλουμε τη σεξουαλική επιθυμία, την πολιτική συνενοχή, μια κούφια λαχτάρα για φιλία ή κάποιον παράξενο συνδυασμό και των τριών, επισημαίνει στον Guardian ο Γκάι Λοτζ. «Ενας άντρας αγαπά ένα πράγμα, δεν σημαίνει ότι αυτό πρέπει να τον αγαπήσει επίσης», λέει ο Προύιτ για την άχαρη δέσμευσή του στον στρατό· είναι μια ατάκα που απηχεί, όμως, πολλές παρεμποδισμένες σχέσεις στην ταινία.
Το «Οσο υπάρχουν άνθρωποι» δεν έχει διατηρήσει τη θέση του στην ιστορία του αμερικανικού σινεμά με τον ίδιο τρόπο που το έχουν κάνει άλλες, ισοδύναμου κύρους, ταινίες της εποχής του. Η ισορροπία μεταξύ στρατιωτικής ελεγείας και έρευνας το καθιστά εκτός μόδας· παρά τη δεξιοτεχνία και τη στιβαρή ομορφιά της σκηνοθεσίας του Τσίνεμαν, η δημιουργία της ταινίας δεν πιστώθηκε ιδιαίτερα στην υπογραφή του. (Εξάλλου, ένα αποτυχημένο θεατρικό μιούζικαλ, προσαρμογή του Τιμ Ράις το 2013, δεν έκανε τίποτα για να ενισχύσει την παρακαταθήκη της ταινίας). Ωστόσο, αυτή η βαθιά συναισθηματική ταινία εξακολουθεί να είναι συναρπαστική και αξίζει μια επανεκτίμηση, τόσο για το γλυκόπικρο μήνυμα της κόλασης του πολέμου όσο και για τις άρρητες αντικρουόμενες αποχρώσεις της.