Η διαδικασία απονομής των Οσκαρ συνεχιζόταν κανονικά και χωρίς εκπλήξεις την Κυριακή 10 Μαρτίου στο Dolby Theatre του Λος Αντζελες. Ολα άλλαξαν, όμως, όταν ανακοινώθηκε η νίκη της Εμα Στόουν, η οποία κέρδισε το Οσκαρ α’ γυναικείου ρόλου, ανατρέποντας τα προγνωστικά, σύμφωνα με τα οποία το βραβείο θα πήγαινε στη Λίλι Γκλάντστοουν, πρώτη ιθαγενή Αμερικανίδα που προτάθηκε για Οσκαρ χάρη στην ερμηνεία της Μόλι Μπέρκχαρτ στην ταινία του Μάρτιν Σκορσέζε «Οι Δολοφόνοι του Ανθισμένου Φεγγαριού».
Η Στόουν, που κέρδισε το πρώτο της Οσκαρ το 2017 για την ερμηνεία της στο «La La Land» του Ντέιμιεν Σαζέλ, φάνηκε εξίσου έκπληκτη όταν βρέθηκε στη σκηνή αντί της Γκλάντστοουν, γράφει στην εφημερίδα Washington Post η Αν Χόρνεντεϊ. Να σημειωθεί ότι η Γκλάντστοουν είχε κερδίσει πολλές διακρίσεις πριν από τα Οσκαρ, μεταξύ άλλων και ένα βραβείο SAG, ενώ και οι δύο ηθοποιοί κέρδισαν Χρυσές Σφαίρες.
Ωστόσο, λίγοι θα υποστήριζαν ότι το βραβείο δεν άξιζε στη Στόουν για την ερμηνεία της στο «Poor Things». Ως Μπέλα Μπάξτερ, μια γυναίκα με εγκέφαλο μωρού, αυτάρκης, χειραφετημένη και με ακόρεστη διανοητική περιέργεια, η 35χρονη αμερικανίδα ηθοποιός έκανε ίσως την πιο παράτολμη στροφή στην καριέρα της.
Επιπλέον, τα κατάφερε χωρίς καν το πλεονέκτημα του εκθαμβωτικού μονολόγου, με τον οποίο η καλύτερη ηθοποιός συχνά συγκεντρώνει το ενδιαφέρον του κοινού. Θέλετε παραδείγματα; Θυμηθείτε τους μονολόγους των συνυποψηφίων της, Σάντρα Χίλερ στο ψυχολογικό θρίλερ «Ανατομία μίας Πτώσης», Ανέτ Μπένινγκ στο «Nyad» και Κάρεϊ Μάλιγκαν στο «Maestro».
Είναι ενδιαφέρον, δε, ότι ούτε η Γκλάντστοουν είχε μονόλογο, από αυτούς που συνήθως οδηγούν σε βραβεία, παρατηρεί η Χόρνεντεϊ στην Washington Post. Η ερμηνεία της Στόουν ήταν αξιοσημείωτη ως προς την έντονη σωματικότητα, τη διανοητική οξύτητα, την υδραργυρική μεταβλητότητα και την ακυβέρνητη όρεξή της. Η Γκλάντστοουν, από την άλλη, στον ρόλο της Μόλι Μπούρχαρτ, μέλους της φυλής Οσατζ, ήταν η επιτομή της άγρυπνης, ηθικά γαλβανιστικής σιωπής.
Σε μια χρονιά όπου δεν έλειψαν οι γυναίκες ηθοποιοί που έλεγαν με τόλμη τη γνώμη τους στη μεγάλη οθόνη, το επίτευγμα της Γκλάντστοουν ήταν ότι έλεγε πολλά με τη σιωπή της. Οι ερμηνείες και των δύο, δε, είναι αξέχαστες, η κάθε μία με τον τρόπο της.
Η ίδια δυναμική επικράτησε στην κούρσα για το Οσκαρ Β’ Γυναικείου Ρόλου: Η υποψήφια Αμέρικα Φερέρα εκφώνησε τον πιο συγκλονιστικό κινηματογραφικό μονόλογο του 2023, όταν ο χαρακτήρας της Γκλόρια, την οποία υποδύεται στην «Barbie», ξεσπάει περιγράφοντας τις τρελές και αντιφατικές προσδοκίες για τις οποίες πρέπει να διαπραγματευτούν οι σύγχρονες γυναίκες.
Αλλά το Οσκαρ πήγε στην Ντε’Βάιν Τζόι Ράντολφ, όχι τόσο για τα λόγια της στην ταινία του Αλεξάντερ Πέιν «The Holdovers», όσο για το σύνολο των μικρών στιγμών που ζωντανεύει με την ερμηνεία της ως μοναχική μητέρα σε πένθος.
Η φετινή σοδειά γυναικείων υποψηφιοτήτων αντικατόπτριζε μια ασυνήθιστα δυνατή χρονιά για τις γυναίκες στον κινηματογράφο, παρατηρεί η Χόρνεντεϊ στην Washington Post. Η Γκρέτα Γκέργουιγκ και η Μάργκοτ Ρόμπι έκαναν μεν με την «Barbie» τους τη μεγαλύτερη εμπορική επιτυχία της χρονιάς, αλλά και το «Oppenheimer» –ο πλησιέστερος ανταγωνιστής τους στο box office και ο μεγαλύτερος νικητής της βραδιάς, με επτά Οσκαρ– όφειλε επίσης μεγάλο μέρος της επιτυχίας του σε δύο γυναίκες: την παραγωγό Εμα Τόμας και την πρόεδρο και διευθύντρια περιεχομένου του NBC Universal Ντόνα Λάνγκλεϊ, η οποία δεν δίστασε να ρίξει τους πόρους του στούντιο της σε μια ριψοκίνδυνη ταινία με θέμα έναν πυρηνικό φυσικό – δυνητικά, όχι ό,τι πιο ευχάριστο για το ευρύ κοινό.
Από την άλλη πλευρά, το «What Was I Made for?» της «Barbie», που τιμήθηκε με το Οσκαρ Καλύτερου Τραγουδιού, εξέφρασε την πολεμική του με χαμηλούς τόνους, όταν –σε μια από τις πιο δυνατές στιγμές της βραδιάς– η δημιουργός του Μπίλι Αϊλις το ερμήνευσε συγκλονιστικά, με τρεμάμενη φωνή.
Αυτού του είδους το εφέ του μεγάλου θυμού που διοχετεύεται με ψιθύρους αντί κραυγών, σημειώνει η Αν Χόρνεντεϊ στην Washington Post, αντιστοιχεί στην κουλτούρα των Δημοκρατικών γυναικών με λευκά ρούχα, που παρακολούθησαν την περασμένη εβδομάδα την ομιλία του Τζο Μπάιντεν για τη «State of the Union» –την ετήσια ομιλία, όπου ο εκάστοτε πρόεδρος των ΗΠΑ παρουσιάζει τη γενική κατεύθυνση της πολιτικής του στο Κογκρέσο–, μια εντυπωσιακή επίδειξη συλλογικής αποφασιστικότητας, έως ότου έγινε η υπενθύμιση του ευρύτερου πλαισίου της οπισθοδρόμησης και της ξεκάθαρης εχθρότητας.
Αυτές οι πολιτικές πραγματικότητες αποδεικνύεται ότι είναι εξίσου σοβαρές και μέσα στο Χόλιγουντ: Μπορεί οι γυναίκες να θριάμβευαν στην οθόνη, στα παρασκήνια όμως δεν τα κατάφεραν καθόλου καλά, επισημαίνει η Washington Post. Τα στατιστικά στοιχεία είναι θλιβερά στις ετήσιες μελέτες για τις γυναίκες στον κινηματογράφο, που δημοσίευσαν πρόσφατα οι ερευνήτριες της κινηματογραφικής βιομηχανίας Στέισι Λ. Σμιθ και Μάρθα Λάουζεν.
Η Σμιθ διαπίστωσε ότι οι γυναίκες αντιπροσωπεύουν μόνο το 12% των σκηνοθετών των 100 κορυφαίων ταινιών του 2023. Οσον αφορά, δε, στην υποκριτική, μόνο το 30% των 100 κορυφαίων ταινιών είχε γυναίκα ηθοποιό σε πρωταγωνιστικό ή συμπρωταγωνιστικό ρόλο, αναλογία ίδια με εκείνη του 2010.
Εξετάζοντας τις 250 καλύτερες ταινίες, τα ευρήματα της Λάουζεν ήταν εξίσου αποθαρρυντικά: «Ενώ στο 75% των ταινιών με τις μεγαλύτερες εισπράξεις απασχολήθηκαν 10 ή περισσότεροι άνδρες ως σκηνοθέτες, σεναριογράφοι, παραγωγοί, εκτελεστικοί παραγωγοί, μοντέρ και κινηματογραφιστές», έγραψε η Λάουζεν στην ετήσια έκθεσή της «Celluloid Ceiling», «μόλις το 4% απασχόλησε 10 ή περισσότερες γυναίκες».
Τα Οσκαρ 2024, σημειώνει η Washington Post, αντανακλούν μια βιομηχανία που έκανε πολύ μικρά βήματα προόδου: Γυναίκες και έγχρωμοι εκπροσωπήθηκαν σε κατηγορίες υποκριτικής και σεναρίου, επίσης στις κατηγορίες μοντάζ, ενδυματολογίας, μαλλιών και μακιγιάζ, και σχεδιασμού παραγωγής. Ωστόσο, όταν η Εμα Στόουν πήρε στα χέρια της το Οσκαρ, η απόσταση μεταξύ των απεριόριστων δυνατοτήτων του χαρακτήρα της και των περιορισμών που εξακολουθούν να ταλαιπωρούν τις γυναίκες στην πραγματική ζωή, δεν θα μπορούσε να ήταν πιο μεγάλη.
Το μεγαλύτερο μήνυμα φαίνεται να είναι ότι το Χόλιγουντ αγαπά μια απελευθερωμένη γυναίκα, αρκεί η ελευθερία της να έρχεται συσκευασμένη σαν ένα εξωφρενικό παραμύθι γεμάτο σεξ και σαγηνευτική αισθητική steampunk.
Από την άλλη πλευρά, είναι ευνόητο ότι, αν και η Γκλάντστοουν δεν κέρδισε το βραβείο, το επίτευγμά της να είναι η πρώτη ιθαγενής αμερικανίδα υποψήφια στην κατηγορία της θα γιορταστεί ως σύμβολο του πόσο μακριά κατάφερε να φτάσει, σε ένα μέσο που για χρόνια βασιζόταν σε αφηγήματα τα οποία παρουσίαζαν τους ιθαγενείς Αμερικανούς ως καρικατούρες, τους δαιμονοποιούσαν και τους ταπείνωναν. Θα πρέπει επίσης να είναι μια επίπληξη για τη βιομηχανία, η οποία έκανε καταρχάς αυτό το επίτευγμα ιστορικό.
Οταν πρόκειται για την ανατροπή της κοινωνικής τάξης, σημειώνει η Αν Χόρνεντεϊ στην Washington Post, η πραγματική ενδυνάμωση δεν είναι αξιαγάπητη ή εύκολη. Ακόμη και οι καλύτεροι μονόλογοι, είτε εκφωνούνται στην οθόνη είτε από ένα βήμα, γράφει, δεν μπορούν να υποκαταστήσουν μια διαρκή και πολύ πιο δύσκολη αλλαγή.