«Η ολλανδική επαρχία Γκέλντερλαντ ήταν γεμάτη από οικογένειες με τίτλους ευγενείας, τους Φον Χέμστρα, τους Κουάρλες φον Ούφορντ και τους Φον Λίμπουργκ Στίρουμ, οικογένεια στην οποία μπήκε μετά τον γάμο της η Βιλελμίνα, η μεγαλύτερη αδελφή της Ελα», αναφέρει ο Ρόμπερτ Μάτζεν στο βιβλίο του «Dutch Girl: Audrey Hepburn and World War II» («Το κορίτσι από την Ολλανδία: η Οντρεϊ Χέπμπορν και ο Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος»). Και διευκρινίζει ότι η Ελα, βαρόνη, ήταν η μητέρα της Οντρεϊ Χέπμπορν, που μικρή τη φώναζαν Αντριάντζιε και ότι ο πατέρας της, Τζόζεφ, ισχυριζόταν ότι ήταν απόγονος του Ιάκωβου Χέπμπορν, 4ου κόμη του Μπόθγουελ, τρίτου συζύγου της βασίλισσας των Σκώτων, Μαρίας Στιούαρτ.
Αυτό σημαίνει, γράφει ο Ρότζερ Λιούις στην Telegraph, ότι η βραβευμένη με Οσκαρ ηθοποιός –η οποία σαν παιδί δεν υπήρξε χαρούμενη, αλλά «θλιμμένη και εσωστρεφής, φεγγαροπρόσωπη, ψηλή και βαριά, που συνήθιζε να τρώει τα νύχια της και να παραπονιέται για πονοκεφάλους»– ήταν μέλος των Ευγενών της Ευρώπης και περιστοιχιζόταν από εκκεντρικούς.
Ο συγγραφέας της νέας βιογραφίας της Οντρεϊ Χέπμπορν περιγράφει πολύ γλαφυρά την Ολλανδία υπό τη ναζιστική κατοχή, όταν «όλα φαίνονταν σαν μια φλεγόμενη μάζα». Λίγο μετά την άφιξη των Γερμανών, τον Μάιο του 1940, τα τρόφιμα και οι πρώτες ύλες στάλθηκαν στο Ανατολικό Μέτωπο και οι Ολλανδοί αφέθηκαν να λιμοκτονήσουν και να παγώσουν. Κεφάλια σκύλων βρέθηκαν σε υδρορροές, «οι άνθρωποι έτρωγαν σκυλιά», ενώ οι γάτες είχαν εξαφανιστεί προ πολλού.
Ραδιόφωνα, ποδήλατα και αυτοκίνητα κατασχέθηκαν και τα σπίτια επιτάχθηκαν, οι ένοικοί τους εκδιώχθηκαν, έγιναν πρόσφυγες. Οι ικανοί στάλθηκαν για καταναγκαστική εργασία στα εργοστάσια του Ράιχ. Οποιος αρνιόταν να πάει τον πυροβολούσαν. Επαγγελματίες, γιατροί, δικαστές, τραπεζίτες και επιχειρηματίες, συγκεντρώθηκαν ως όμηροι, για να εκτελεστούν σε περίπτωση αντίστασης. Ο θείος Οτο της Χέπμπορν, δικηγόρος, ήταν ένα από τα πρώτα θύματα. Επειτα από ένα σαμποτάζ σε μια γέφυρα, υποχρεώθηκε να σκάψει τον τάφο του πριν τον βρει μια σφαίρα στον αυχένα.
Υπήρχαν ολοένα και πιο κατασταλτικά «μέτρα, κανόνες, κανονισμοί και περιορισμοί», και 105.000 Ολλανδοί Εβραίοι ξυλοκοπήθηκαν, συγκεντρώθηκαν με την απειλή όπλων και στάλθηκαν σε στρατόπεδα συγκέντρωσης. Η Αννα Φρανκ ήταν ανάμεσά τους. Το 1990, η Χέπμπορν, ντυμένη από τον οίκο Givenchy, διάβαζε το «Ημερολόγιο της Αννας Φρανκ» για να συγκεντρώσει χρήματα για τη Unicef, της οποίας ήταν πρέσβειρα καλής θέλησης. Είχε εξάλλου και τις δικές της αναμνήσεις: «Είδα οικογένειες με μικρά παιδιά, με μωρά, να στοιβάζονται μέσα σε βαγόνια κρεάτων» στον σιδηροδρομικό σταθμό του Αρνεμ.
Ο Μάτζεν ισχυρίζεται ότι «ο ήχος από τις γερμανικές μπότες στα πλακόστρωτα δεν έφυγε ποτέ από τα αυτιά της», και ότι ο πόλεμος ήταν ο βασικός υπεύθυνος για τη «σφυρηλάτηση της Οντρεϊ Χέπμπορν σε παγκόσμια δύναμη». Και ο Ρότζερ Λιούις γράφει ότι αυτή η φράση τού φαίνεται «κάπως περίεργη, σίγουρα μη επαληθεύσιμη». Σίγουρα εξέπεμπε ηρεμία, είχε το look ανθρώπου που υποφέρει αξιοπρεπώς, αλλά αναμφίβολα αυτό οφειλόταν στο γεγονός ότι η Χέπμπορν ήταν εκπαιδευμένη χορεύτρια με πρότυπο τη Μαργκότ Φοντέιν, και όχι επειδή είχε παρακολουθήσει η ίδια την αποτυχημένη «Επιχείρηση Market Garden» των Συμμάχων ή ότι έπεσαν βόμβες στο κεφάλι της.
Η ενδιαφέρουσα αποκάλυψη είναι ότι οι γονείς της Χέπμπορν ήταν φίλοι με τον Οσβαλντ Μόσλι (άγγλος πολιτικός που ενοποίησε τα φασιστικά κινήματα της χώρας του σε ένα νόμιμο κόμμα, τη Βρετανική Ενωση Φασιστών, το 1932) και ενθουσιώδεις οπαδοί των Ναζί, μάλιστα είχαν συναντήσει τον Χίτλερ στο Μόναχο. Η μητέρα της, Ελα, είχε πει ότι ο Φύρερ είχε «μαγνητική και πολύ γοητευτική προσωπικότητα». Και ο Τζόζεφ ξέπλενε χρήματα για το Ράιχ, συνελήφθη τον Ιούνιο του 1940 και πέρασε τον πόλεμο στις βρετανικές φυλακές. Στη συνέχεια χώρισε την Ελα, μετακόμισε στην Ιρλανδία (όπου η Χέπμπορν τον επισκέφθηκε αρκετές φορές) και πέθανε, αμετανόητος, το 1980, σε ηλικία 91 ετών.
Η Χέπμπορν ντρεπόταν βαθιά για τις πράξεις του πατέρα της –όπως θα έπρεπε άλλωστε– και αρνιόταν να το συζητάει. Στις συνεντεύξεις της απέφευγε να αναφέρεται στις εμπειρίες της κατά τη διάρκεια του πολέμου, εξοργίζοντας τους δημοσιογράφους με την επιφυλακτικότητά της: «Σε δέχεται, αλλά σε κρατά μακριά… Μιλάει καλά, αλλά δεν λέει τίποτα. Εάν της κάνεις μια προσωπική ερώτηση, χαμογελά γλυκά και είναι σιωπηλή σαν Σφίγγα», έγραψε κάποιος.
Σύμφωνα με προηγούμενες βιογραφίες, η Χέπμπορν ήταν κάτι σαν ηρωίδα της Αντίστασης: φρόντιζε τραυματίες, βοήθησε να κρυφτεί ένας στρατιώτης των Συμμάχων (που όμως, η ταυτότητά του δεν ανακαλύφθηκε ποτέ), έκρυβε μυστικά μηνύματα στην κάλτσα της, και άλλα πολλά. Ο Μάτζεν, λοιπόν, αξίζει συγχαρητηρίων, για την έρευνα που έκανε στην Ολλανδία εξακριβώνοντας ότι ως μικρή Ολλανδέζα απείχε πολύ από το να παίζει μόνο σε «μυστικές συναυλίες για να συγκεντρώνει χρήματα για την αντίσταση στην Ολλανδία». Στην πραγματικότητα, χόρεψε σε μια συναυλία για τη Βέρμαχτ, που διοργάνωσε η μητέρα της τον Ιούλιο του 1941. Πέντε μήνες αργότερα, η Ελα διοργάνωσε επίσης ένα φεστιβάλ Μότσαρτ για τους κατακτητές, στο οποίο εμφανίστηκε και πάλι η Χέπμπορν. Τίποτα, όμως, από αυτά δεν επρόκειτο να αποκαλυφθεί στη συνέχεια.
Η Ελα ήταν «συνεχώς απασχολημένη και είχε μια πλούσια κοινωνική ζωή» με τους Ναζί, προκειμένου, όπως υποστήριξε αργότερα, όταν ανακρίθηκε σε μεταπολεμικό δικαστήριο στη Χάγη, «να διατηρήσει ολόκληρη την οικογένεια ασφαλή». Ομως ήταν υπέρ του φασισμού περισσότερο από ό,τι υποδηλώνει η εξήγησή της. Βέβαια, σύντομα, οι Γερμανοί ξεκαθάρισαν ότι κανείς δεν μπορούσε να περιμένει προνόμια στις κατεχόμενες περιοχές. Οπως και οι υπόλοιποι Ολλανδοί, λοιπόν, η Οντρεϊ και η μητέρα της έπρεπε να τα βγάλουν πέρα με τις έντονες βροχές και την έλλειψη τροφίμων.
Η Χέπμπορν υπέφερε από αναιμία, αναπνευστικά προβλήματα και οίδημα των άκρων. Προκλήθηκαν επίσης ανεπανόρθωτες βλάβες στο πεπτικό της σύστημα, οι οποίες οδήγησαν στον καρκίνο του στομάχου που θα τη σκότωνε το 1993. Και αν αυτό ισχύει πράγματι, η Οντρεϊ Χέπμπορν ήταν το τελευταίο άτομο που πέθανε εξαιτίας του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.