Πριν από 70 καλοκαίρια, όταν κυκλοφόρησαν οι «Διακοπές στη Ρώμη» (1953), ήταν μια εποχή που η μοναρχία ήταν της μόδας. Δύο μήνες πριν από την πρεμιέρα της ρομαντικής κομεντί του Γουίλιαμ Γουάιλερ, ο κόσμος είχε παρακολουθήσει τη στέψη της βασίλισσας Ελισάβετ Β’, ενός νεαρού, λαμπερού προσώπου επικεφαλής ενός άκαμπτου θεσμού: ήταν το πρώτο γεγονός τέτοιου τύπου, που μεταδόθηκε παγκοσμίως, κάνοντας τη βασιλεία να μοιάζει λιγότερο με ένα βασίλειο της αρχαίας ιστορίας, γράφει στον Guardian ο Γκάι Λοντζ.
Το timing ήταν τυχαίο· στο Χόλιγουντ υπήρχαν, σίγουρα, άφθονα περιθώρια για να ωραιοποιηθεί η ιδέα της βασιλείας. Ωστόσο οι «Διακοπές στη Ρώμη» ήταν μια αισθηματική κωμωδία, η οποία έθεσε ένα πρότυπο για το είδος της ρομαντικής κομεντί που αντέχει μέχρι σήμερα –με το «Μια Βραδιά στο Νότινγκ Χιλ» (1999) να αποτελεί πραγματικό φόρο τιμής–, χρησιμοποιώντας τη γοητεία που ασκούσαν οι πριγκίπισσες του πραγματικού κόσμου των μέσων του αιώνα χωρίς τις πιο βαρετές τυπικότητες . Η πριγκίπισσα Αν, που πρωταγωιστεί στην ταινία, είναι ένα λευκό χαρτί πάνω στο οποίο μπορούσαν να προβληθούν πολλά πριγκιπικά ιδανικά: είναι όμορφη, ευγενική και χαρισματική, με ένα ευρωπαϊκό glamour για όλες τις χρήσεις, που δεν συνδέεται με κάποια συγκεκριμένη ταυτότητα, καθώς ο σεναριογράφος Ντάλτον Τράμπο είχε επιλέξει να την κάνει να κατάγεται από ένα ασαφές φανταστικό έθνος. Δίπλα της, η νεαρή βασίλισσα της Αγγλίας φαινόταν ξαφνικά εντελώς βαρετή.
Ποια, όμως, δεν θα ήταν βαρετή δίπλα στην Οντρεϊ Χέπμπορν; Εικοσιτριών ετών την εποχή των γυρισμάτων, κάνοντας το ντεμπούτο της στο Χόλιγουντ μετά από μια σειρά μικρών ρόλων στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, η ολλανδοβρετανή ενζενί ήταν η υποψήφια της βιομηχανίας του κινηματογράφου για τη «στέψη»: μια νεαρή σταρ, που δεν έμοιαζε, δεν ακουγόταν ούτε καν κινούνταν όπως οι σύγχρονές της ηθοποιοί, ήταν ιδανική για τον ρόλο του εξιδανικευμένου μέλους μιας ευρωπαϊκής βασιλικής οικογένειας χάρη στην χαρακτηριστική υβριδική προφορά της και το ώριμο, στρογγυλεμένο λεξιλόγιό της, σημειώνει στον Guardian ο Γκάι Λοντζ.
«Παρουσιάζοντας την Οντρεϊ Χέπμπορν», όπως αναφέρουν οι τίτλοι έναρξης των «Διακοπών στη Ρώμη», ανακοινώνεται ουσιαστικά η αποστολή της ταινίας και ο λόγος ύπαρξής της. Μια ταινία γλυκιά και ελκυστική μεν αλλά γαλβανίζεται από αυτήν ακριβώς την αίσθηση του σκοπού, και την αποφασιστικότητα της δημιουργίας μιας εμβληματικής σταρ μπροστά στα μάτια των θεατών. Ακόμη και η Βίβιεν Λι είχε ερμηνεύσει μερικούς κορυφαίους ρόλους πριν από το «Οσα Παίρνει ο Ανεμος» (1939), που της χάρισε το πρώτο της Οσκαρ (κέρδισε το δεύτερο το 1951 με το «Λεωφορείο ο Πόθος»). Και η Τζούλια Ρόμπερτς ήταν υποψήφια για Οσκαρ πριν από το «Pretty Woman» (1990), που εκτίναξε στα ουράνια τη φήμη της.
Οι «Διακοπές στη Ρώμη», επισημαίνει ο Λοτζ, είναι μια από τις σπάνιες ταινίες που κατασκευάζουν αποτελεσματικά ένα κινηματογραφικό αστέρι από την αρχή, δημιουργώντας μια εικόνα και μια περσόνα, που θα διαρκέσει για πάντα. Δεν ήταν απολύτως σκόπιμο. Ηδη γνωστές σταρ, όπως η Ελίζαμπεθ Τέιλορ και η Τζιν Σίμονς, προοριζόντουσαν για τον ρόλο της πριγκίπισσας Αν αλλά προγραμματισμένες υποχρεώσεις τους ανάγκασαν τον σκηνοθέτη Γουίλιαμ Γουάιλερ να αναζητήσει πιο φρέσκα πρόσωπα.
Η ταινία πετυχαίνει τη συγκίνηση του καινούργιου, τόσο μέσα από το σενάριο, καθώς η πριγκίπισσα -δραπετεύοντας από το πρωτόκολλο- βιώνει για πρώτη φορά τις ελευθερίες της ζωής του απλού πολίτη, όσο και μέσα από την κάμερα, που ανακαλύπτει και εξερευνά το πρόσωπο της Χέπμπορν από διάφορες γωνίες. Και είναι φανερό γιατί ο Γκρέγκορι Πεκ -νεότερος, και πιο φρέσκος από τον Κάρι Γκραντ για τον οποίο προοριζόταν αρχικά ο ρόλος αλλά τον απέρριψε- συμφώνησε να εγκαταλείψει τη δική του προβολή, προκειμένου να ανυψωθεί η δική της.
Είναι απόλυτα γλυκός στον ρόλο του Τζο, του αμερικανού δημοσιογράφου, που δίνει στην Αν, την ευκαιρία για μια σύντομη γεύση της κοινής καλής ζωής· αλλά κάθε αληθινός σταρ γνωρίζει καλά πότε φεύγουν από πάνω του τα φώτα της δημοσιότητας, σημειώνει ο Λοτζ στον Guardian. Ο Πεκ όμως δέχεται στωικά την ταπεινή τρίτη θέση, πίσω από τη Χέπμπορν και την ιταλική πρωτεύουσα, στην οποία ο σκηνοθέτης Γουίλιαμ Γουάιλερ και οι κινηματογραφιστές Φραντς Πλάνερ και Ανρί Αλεκάν επιφύλαξαν την ίδια γενναιοδωρία που επιδεικνύουν και στην πρωταγωνίστριά τους.
Πιστή στον τίτλο της, η ταινία γυρίστηκε εξ ολοκλήρου στη Ρώμη –με μερικούς εσωτερικούς χώρους στα στούντιο της Τσινετσιτά– σε μια εποχή που ήταν μάλλον σπάνιο οι παραγωγές του Χόλιγουντ, ειδικά οι κωμωδίες, να γυρίζονται μακριά από τα δικά του στούντιο. Το κόστος της παραγωγής επέβαλε, εξάλλου, να γυριστεί ασπρόμαυρη και όχι Technicolor που προτιμούσε ο Γουάιλερ, πράγμα που αποδείχτηκε δημιουργικά ευεργετικό. Παρόλο που η ταινία παρουσιάζει μια τουριστική εικόνα της Αιώνιας Πόλης, δεν είναι κορεσμένη ούτε υπερβολικά ωραιοποιημένη: αντίθετα, η θέα της πόλης είναι φευγαλέα, καθαρή και cool, ενώ παίζει αισθητικά με την ιδέα του ιταλικού νεορεαλισμού, αν και αποφεύγεις εντελώς εικόνες βίας ή φτώχειας.
Η ταινία έλαβε 10 υποψηφιότητες για Οσκαρ, μεταξύ των οποίων και για Οσκαρ Καλύτερης Ταινίας (πήγε τελικά στο «Οσο Υπάρχουν Ανθρωποι» του Φρεντ Τσίνεμαν) και κέρδισε τρία βραβεία. Η πρωτοεμφανιζόμενη Οντρεϊ Χέπμπορν βραβεύτηκε με Οσκαρ Α’ Γυναικείου Ρόλου και η Ιντιθ Χεντ το Οσκαρ για τα κοστούμια σε ασπρόμαυρη ταινία, ενώ το Οσκαρ Πρωτότυπου Σεναρίου παρέλαβε ο Ιαν ΜακΛίλαν Χάντερ, ο οποίος είχε υπογράψει το σενάριο αντί για τον Ντάλτον Τράμπο, επειδή ο τελευταίος βρισκόταν στη Μαύρη Λίστα του Χόλιγουντ. Η Ακαδημία, ωστόσο, διόρθωσε το λάθος το 1993 απονέμοντας το βραβείο στη χήρα του Τράμπο, Κλίο.
Το ειδύλλιο, που περιγράφεται, είναι διακριτικό, και υπαγορεύεται περισσότερο από τις περιστάσεις παρά από μια αληθινή σχέση ψυχής ενώ το όχι και πολύ χαρούμενο τέλος της προσδίδει στην ταινία μια γλυκόπικρη γεύση. Η φυσική μελαγχολία της Οντρεϊ Χεπμπορν στον ρόλο της Αν, που αρνείται την σχέση με τον Τζο για μια κενή βασιλική ζωή, κάνει τελικά μάλλον συγκινητική την αποδοχή της πραγματικότητας, σε μια ιστορία που κατά τα άλλα χτίστηκε σαν παραμύθι, έστω και αν στο μέλλον περίμεναν την ηθοποιό ερμηνείες πλουσιότερων χαρακτήρων. Το «Πρόγευμα στο Τίφανις» (1961) έγινε η ταινία που θα σφράγιζε την περσόνα της ως σταρ στην αιωνιότητα, ενώ η «Ιστορία μιας Μοναχής» (1959) και το «Περίμενε μέχρι να Νυχτώσει» (1967) απέδειξαν πόσο σκληρά δούλευε τις ερμηνείες της.
Τα Οσκαρ Ερμηνείας απονέμονται συχνά με βάση τη δύναμη του ρόλου και όχι τις έμφυτες ποιότητες του συγκεκριμένου ηθοποιού, πράγμα που είναι ένας λόγος για τον οποίο οι βιογραφικές ταινίες είναι μια τρομερά στάνταρντ διαδρομή προς τη νίκη. Ωστόσο, το Οσκαρ της Χέπμπορν για την ερμηνεία της στις «Διακοπές στη Ρώμη» αποτελεί εξαίρεση, επισημαίνει ο Λοντζ στον Guardian: λίγα Oσκαρ έχουν απονεμηθεί σε ηθοποιούς με τέτοια δύναμη προσωπικότητας, εικόνας και έκφρασης ικανή να εξυψώσει τον ρόλο. Το Χόλιγουντ χρειαζόταν μια πριγκίπισσα· τη βρήκε στο πρόσωπο της Οντρεϊ Χέπμπορν, και φυσικά την έστεψε.