Με το που έσκασαν οι σκέψεις των Εγγλέζων για το Brexit, οι Ολλανδοί «έπιασαν την μπάλα» των πανεπιστημίων με δίδακτρα Ευρωπαϊκής Ενωσης «στον αέρα». Σαν έτοιμοι από καιρό, όπως άλλωστε έχουν πιάσει κάθε πρόσταγμα κάθε εποχής και του μέλλοντός μας. Κι έτσι, και μια μεγάλη στρατιά ελλήνων φοιτητών –που μέχρι προ ολίγων ετών κατευθύνονταν κυρίως στην Αγγλία– πλέον στοχεύουν στα εξαιρετικά πανεπιστήμια της νερένιας χώρας. Αληθινά νερένια. Το ένα τέταρτο της Ολλανδίας βρίσκεται κάτω από τη στάθμη της θάλασσας και 3.000 χιλιόμετρα φραγμάτων προστατεύουν την πυκνοκατοικημένη χώρα.
Εκτός του Αμστερνταμ, η αριστοκρατική Χάγη, το παραμυθένιο Λέιντεν, με το ομώνυμο πιο παλιό Πανεπιστήμιο της Ολλανδίας, το στιβαρό Μάαστριχτ, το Γκρόνινγκεν μπήκαν στο στόμα των ελλήνων γονιών και στους εφιάλτες τους η εξεύρεση διαμερίσματος για ενοικίαση. «Αυτά δεν είναι σπίτια, είναι τρύπες!» διαμαρτύρονται. Τρύπες άνω των 1.000 ευρώ ενοίκιο. Μόνο εκεί θα διαβάσεις αγγελίες για 13 τ.μ., για 18 τ.μ… Στα 50 τ.μ., λες «Μπάστα! Δεν αναζητάμε χώρο για συναυλία. Ξανοίχτηκες επικίνδυνα».
Πλούσια χώρα η Ολλανδία, αξιοθαύμαστη. Οσο τη μελετάω, τόσο εντυπωσιάζομαι, τόσο τους βγάζω το καπέλο. Είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας τροφίμων και γεωργικών προϊόντων στον κόσμο –μετά τις ΗΠΑ– κάτι που οφείλεται στη γονιμότητα του εδάφους και στο ήπιο κλίμα. Η οικονομική ευμάρεια συγχρονίζεται και με μια κοινωνία ανοιχτόμυαλη, βαθιά φιλελεύθερη, με μακρά ιστορία στην κοινωνική ανοχή, διορατική διαχρονικά σε οποιασδήποτε εποχής πρόσταγμα.
Πρώτοι νομιμοποίησαν την άμβλωση, την ευθανασία, τον γάμο ατόμων του ιδίου φύλου (το 2001), έχουν μια προοδευτική πολιτική για τα ναρκωτικά και θεωρώντας νόμιμη την πορνεία, την ελέγχουν και τη φορολογούν. Το ότι ζουν χωρίς κουρτίνες στα σπίτια τους (όπως μου επισήμανε κάποιος ενώ δεν το είχα προσέξει) καθρεφτίζει μια βαθύτερη νοοτροπία. «Δεν κάνω στο σπίτι μου τίποτα διαφορετικό απ’ ό,τι κάνεις εσύ στο δικό σου», άρα, το να κοιτάζεις μέσα έχει να κάνει με εσένα.
Πλην της ενοικίασης σπιτιού, όλα δείχνουν να κυλάνε τόσο πολιτισμένα και γαλήνια, που σου τινάζει το μυαλό ότι βλέπεις πρόσωπα τόσο ήρεμα σε μια μεγαλούπολη. Αλήθεια, τους θαύμασα. Βλέπεις, ο κορονοϊός έβαλε τον πλανήτη σε βαθύτερες και πολυδιάστατες σκέψεις και προβληματισμούς. Λες και χαμήλωσε σε όλους την ταχύτητά τους. Ψάχνουμε περισσότερο για την ουσία, όχι για το κυνήγι του χρήματος.
Επίσης, η εργασία από το σπίτι λες και άλλαξε τον «προσανατολισμό». Αγώνας δίνεται από τις εταιρείες για να επιστρέψουν οι εργαζόμενοι στους χώρους εργασίας τους. Θυμάστε τους έρμους «γιάπις» μιας άλλη εποχής; Πάνε αυτά. Κάτι νέο διαφαίνεται, χωρίς ακόμα να προσδιορίζουμε τι ακριβώς είναι και πώς θα κατασταλάξει.
Ολα αυτά τα ανεπεξέργαστα, όπως κρυφοχώθηκαν στην ψυχή μας –έστω κι αν αναγκαστικά επιστρέψαμε στον πρότερό βίο μας–, λες και τα έχει τακτοποιήσει σε αξιοθαύμαστη ισορροπία αυτή η χώρα. Δίνει σημασία και στην οικονομική ανάπτυξή της, σε όλους μάλιστα τους τομείς, αλλά μοιάζει να περιφρουρεί και την ψυχική ισορροπία των κατοίκων της. Τους χάζευα με τα ποδήλατά τους… Τόσα ποδήλατα πουθενά στον κόσμο! 1,8 ποδήλατα ανά άνθρωπο, «εκδίωξαν» τα αυτοκίνητα. Ο ρυθμός των πεταλιών τους… Τα πρόσωπά τους… Λες και είναι σε εξοχή… Λες και βλέπεις ποδηλάτες του Φασιανού.
«Εδώ οι ποδηλατόδρομοι οδηγούν κάπου» μου είπε. Η φράση του μου ξεμπρόστιασε το δράμα μας. Το «ατάκτως». Ατάκτως ενεργούμε. Κουτσουλάμε έργα ατάκτως. Κάπως όπως ο Μεγάλος Περίπατος της Αθήνας. «Εδώ οι ποδηλατόδρομοι οδηγούν κάπου». Δηλαδή υπάρχει σχεδιασμός, οργάνωση, συνέχεια, αλληλουχία, στόχος, κατεύθυνση. Επιστρέφω, όπως καταλαβαίνετε, πλήρης εντυπώσεων. Η κάθε εικόνα και ένα άλλο συναίσθημα. Ανάκατα όπως έρχονται σαν φλας στη μνήμη… Πρώτα η αριστοκρατική Χάγη. Το χώμα γεμάτο ανθάκια. Η άνοιξη… Οπως και να ’χει. (Μα ακόμα και στον πόλεμο; Πάντα κάτι ανθίζει. Αλί στους πεθαμένους και στους φτηνούς).
Το μουσείο «Mauritshuis» της Χάγης (Μαουριτσχάους) από τα πιο ωραία μουσεία και η συνάντησή μου με «Το κορίτσι με το μαργαριταρένιο σκουλαρίκι» του Γιοχάνες Φερμέιρ και τους «Δύο Αφρικανούς άνδρες» του Ρέμπραντ. (Εννοείται ότι δεν είναι μόνο αυτά τα έργα της βασιλικής συλλογής αλλά πάντα μερικά μένουν στην ψυχή της ματιάς σου). Οι φοιτητές απλωμένοι στη λιακάδα. Η πολύβουη πλατεία το βράδυ. Η συγκέντρωση ανθρώπων, ο συγχρονισμός γέλιων με ένα ποτό στο χέρι! Πόσο μας έλειψε ακόμα και ως εικόνα! Τα φωτάκια παντού! Παντού! Σαν μόνιμα Χριστούγεννα.
Ο νεαρός που μας άφησε και όργωσε τον τόπο μόνος του, να μυρίσει το μέρος που θα φιλοξενήσει την νέα φάση της ζωής του. Πώς έτρεξε ο χρόνος! Τα εστιατόρια De Basiliek και WOX. Οι σωστές τιμές.
Μνήμες Αμστερνταμ… Βόλτα… Βόλτες… Οπου σε πάει ο δρόμος. Ολες τις γέφυρες και γεφυρούλες, τα κανάλια. Τα «σαν ψεύτικα» σπίτια στη σειρά. Σίγουρα στην περιοχή Jordaan. Το Μουσείο Βαν Γκογκ εκατό φορές για να συντροφεύσεις βήμα βήμα το μυαλό του και την αδικία. Ο ζωγράφος που δεν έλαβε τη χαρά της πώλησης ούτε ενός έργου στη ζωή του. Το λες και σπάει η καρδιά σου. Το Café de Jaren (να είσαι καλά, Λυχναρά) στην πλευρά που γίνεσαι ένα με το νερό. Το φαγητό στη Maris Piper Brasserie.
Στη μνήμη μου και εκείνη η γυναίκα στον δρόμο των οίκων ανοχής (τι ενδιαφέρον εκείνο το παλιομοδίτικο, «ανοχής», για τις εργάτριες του σεξ) πίσω από τη βιτρίνα που υποδυόταν αυνανισμό και χτύπαγε το τζάμι σε κάθε περαστικό να του τραβήξει το βλέμμα και να ανάψει πόθο. «Ελα μέσα» τους έλεγε με νοήματα. Πόσες μέρες, πόσες ώρες αυτή η ρουτίνα… Πόσος δήθεν αυνανισμός; Το Αμστερνταμ είναι και αυτό. Είναι και η μυρουδιά από μπάφο όπου σταθείς και όπου βρεθείς. Είναι και τα μπαφογέλια των τουριστών. Είναι και οι γλάροι που πολέμαγαν στο νερό για τη λεία τους. Είναι τα πλοιάρια που πάνε και έρχονται. Οπως τα συναισθήματα ετούτες τις άγριες μέρες.
Το ταξίδι και κάθε ίχνος ευχαρίστησης είναι, και οι τύψεις που πια μας συνοδεύουν. Λες και μια υποψία ενοχής βαραίνει, μελαγχολεί, σακατεύει, μπερδεύει κάθε μας βήμα. Πόσα χρόνια με την οικονομική κρίση; «Ανθρωποι χάνουν τη δουλειά τους, αλλάζουν το βιος τους!»... Πόσα χρόνια με τον κορονοϊό; Η έγνοια μας ότι «δίπλα μας πεθαίνουν άνθρωποι!». Τώρα, πόλεμος. «Πεθαίνουν άνθρωποι!». Κόσμος συνωστίζεται για να μείνει, για να φύγει. Παιδιά ταξιδεύουν μονάχα… Στο χεράκι ενός με στυλό ένα τηλέφωνο… Μα είναι παιδί!.. Τα παιδιά. Τύψεις διάχυτες. Ενοχές διάχυτες. Μακάρι να τις είχαν όσοι στ’ αλήθεια τους αναλογούν.
Εμείς, σε ταξίδι, για την αναχώρησή του. Για τις σπουδές του. Το έχουμε ζήσει και με τα άλλα μας παιδιά. Η στιγμή που περνά και χάνεται. Εχοντας χάσει τον πατέρα μου στα 14 μου χρόνια, ξέρω τι μεγάλη πολυτέλεια είναι να είσαι εν ζωή και να βλέπεις το πέταγμα του παιδιού σου… Αλλά και πόσο περίεργα νιώθω σε ένα άγριο τραγωδίας περιβάλλον. Μια ψιλοντροπή για καθετί. Και δεν ξέρω αν πρέπει να επιμείνω στα μέσα μου «πέτα ενοχές που δεν σου αναλογούν» ή «κράτα τες, για να σιγουρεύεσαι άνθρωπος». Αυτά. Αναποφάσιστη. Αενάως.
Μα πόλεμος; ΚΑΙ πόλεμος.